Οι Άμβρωνες (λατ. Ambrones) ήταν αρχαία φυλή της κεντροδυτικής Ευρώπης. Υποτάχθηκε από τους Ρωμαίους, των οποίων οι συγγραφείς αποτελούν και τις μοναδικές πηγές για την ύπαρξη της φυλής αυτής. Παραδοσιακά οι μελετητές την κατέτασσαν στους Κέλτες, ενώ σήμερα τους περιλαμβάνουν γενικώς στα γερμανικά φύλα.[1][2][3]
Στα τέλη του 2ου αιώνα π.Χ., μαζί με τους συγγενικούς τους λαούς Κίμβρους και Τεύτονες, οι Άμβρωνες μετανάστευσαν από την κοιτίδα τους και εισέβαλαν στα εδάφη της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, νικώντας εντυπωσιακά τους Ρωμαίους στη Μάχη της Οράγγης (ή Αραυσιώνος) το 105 π.Χ.. Τελικώς οι Άμβρωνες και οι Τεύτονες, με αρχηγό τον Τευτόβοδο, νικήθηκαν στη Μάχη της Αιξ-αν-Προβάνς το 102 π.Χ..
Η ετυμολογία της ονομασίας «Άμβρωνες» θέτει μεγάλες δυσκολίες, καθώς η ρίζα Ambr- και οι παραλλαγές της ανιχνεύονται σε πολλές περιοχές της Ευρώπης: οι Όμβρωνες του άνω ρου του Βιστούλα, οι Ύμβροι (λατ. Ymbre, παλαιότερα Ymbrum), μια φυλή που αναφέρεται στο αρχαίο αγγλικό ποίημα Ουίντσιδ, τα γερμανικά νησιά Άμρουμ (παλαιότερα Ambrum) και Ίμπρια (το σημερινό Φέμαρν), οι ονομασίες ποταμών Ammer, Amper και Emmer, η περιοχή Άμερλαντ (Ammerland), καθώς και οι Ομβρικοί της Ιαλίας (Umbri ή Ombrii) και τα ελληνικά ονόματα Άμβραξ και Αμβρακία. Επιπλέον οι Άμβρωνες αναφέρονται ως συνώνυμο των Λιγύρων από τον Πλούταρχο. Μια πιθανή παραφθορά του γερμανικού Amr- σε Ambr- από τις ρωμαϊκές πηγές καθιστά την ετυμολόγηση ακόμα πιο αβέβαιη.[3]
Σύμφωνα με τον φιλόλογο Χανς Κουν και τον Ράινχαρντ Βένσκους, οι Άμβρωνες πιθανότατα κατοικούσαν αρχικώς στη Γιουτλάνδη, στην περιοχή του νησιού Άμρουμ ή του νησιού Φέμαρν, από όπου συνόδευσαν τους Τεύτονες στην πορεία τους προς τα νότια στον ύστερο 2ο αιώνα π.Χ.. Μια ομάδα τους ίσως παρέμεινε γύρω από τον άνω ρου του Βιστούλα, όπου πιθανώς η παρουσία τους τεκμηριώνεται αιώνες αργότερα υπό την ονομασία Ὄμβρωνες από τον Κλαύδιο Πτολεμαίο (2ος αι. μ.Χ.). Πηγές από τις Βρετανικές Νήσους που αποκαλούν τους Άμβρωνες «Σάξονες» ίσως υποδεικνύουν ότι αρκετοί από αυτούς παρέμειναν κοντά στην πατρίδα τους στα βόρεια.[3]
Τα τρία γειτονικά φύλα έκαναν την είσοδό τους στη γραπτή ιστορία ως μία συμμαχία αποφασισμένη να μεταναστεύσει σε νοτιότερες χώρες. Μία ρωμαϊκή πηγή αναφέρει: «Οι Κίμβροι, οι Τεύτονες και οι Τιγουρίνοι, φυγάδες από τα ακραία μέρη της Γαλατίας, καθώς ο Ωκεανός είχε πλημμυρίσει τα εδάφη τους, άρχισαν να αναζητούν νέους τόπους εγκαταστάσεως σε όλο τον κόσμο.»[4]
Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, οι «Βάρβαροι» αποφάσισαν να χωρίσουν τις δυνάμεις τους σε δύο μέρη: οι μεν Κίμβροι άρχισαν να προελαύνουν μέσω του Νωρικού προς τα νότια εναντίον των δυνάμεων του Ρωμαίου Κάτουλου και μιας διαβάσεως εκεί, οι δε Τεύτονες και Άμβρωνες άρχισαν να κινούνται δια της Λιγυρίας, κατά μήκος της μεσογειακής ακτής, εναντίον του υπάτου Γάιου Μάριου, ο οποίος είχε στρατοπεδεύσει στον Ροδανό. Ο Πλούταρχος γράφει ότι από μόνοι τους οι Άμβρωνες αριθμούσαν πάνω από τριάντα χιλιάδες πολεμιστές, που συνοδεύονταν από πολύ περισσότερα γυναικόπαιδα, και ότι ήταν οι πλέον πολεμοχαρείς από τις φυλές του εχθρού, έχοντας ήδη νικήσει τους Ρωμαίους του Γναίου Μάλλιου Μαξίμου και του Κουίντου Σερβίλιου Καιπίονος.[5] Οι Άμβρωνες τηρούσαν ένα έθιμο των Κελτών: φώναζαν το όνομα της φυλής τους όταν πήγαιναν στη μάχη.[5] Στη Μάχη της Οράγγης (ή Αραυσιώνος) το 105 π.Χ. οι Ρωμαίοι του Γναίου Μάλλιου Μαξίμου και του Καιπίονος είχαν ηττηθεί από τους Άμβρωνες.[6]
Τώρα, το 102 π.Χ., οι Τεύτονες και οι Άμβρωνες επιτέθηκαν στο στρατοπεδο του Μαρίου και αποκρούσθηκαν. Απεφάσισαν να περικυκλώσουν το ρωμαϊκό στρατοπεδο. Αλλά ο Μάριος κινήθηκε ταχέως και πάλι στρατοπέδευσε δίπλα τους, στο Aquae Sextiae στους πρόποδες των Άλπεων, τη σημερινή πόλη Αιξ-αν-Προβάνς.[7]
Η Μάχη της Αιξ-αν-Προβάνς άρχισε ως μια τυχαία εμπλοκή: Κάποιοι ακόλουθοι των Ρωμαίων που πήγαν να πάρουν νερό από ένα κοντινό ποτάμι δέχθηκαν επίθεση από τους Άμβρωνες, οι οποίοι το χρησιμοποιούσαν ακόμα. Οι Λίγυρες, που δρούσαν ως «τσιράκια» των Ρωμαίων, προσέτρεξαν να τους βοηθήσουν, αλλά απωθήθηκαν κατά μήκος του ποταμιού. Πληροφορούμενος ο Γάιος Μάριος τα γεγονότα, διέταξε αμέσως τη δημιουργία πολεμικού σχηματισμού από τους Ρωμαίους και επέδραμαν προφθαίνοντας τους Άμβρωνες όταν εκείνοι προσπαθούσαν να περάσουν και πάλι το ποτάμι. Εκεί οι Άμβρωνες έχασαν το κυριότερο μέρος της δυνάμεώς τους.[4] Δύο ημέρες αργότερα ο Μάριος απώθησε μια επίθεση των βαρβάρων στο στρατόπεδό του και περιέκλεισε την εχθρική δύναμη ανάμεσα στη δική του κυρίως δύναμη και σε ένα μεγάλο σώμα «ενέδρας» τριών χιλιάδων ανδρών υπό τη διοίκηση του Μάρκου Κλαυδίου Μαρκέλλου, το οποίο είχε σταλεί υπό την κάλυψη του νυκτερινού σκότους πριν από τη μάχη, ώστε να κτυπήσει τον εχθρό εκ των όπισθεν. Αυτή η κατάσταση προκάλεσε πανικό στους βαρβάρους και σύντομα ο στρατός τους κατέρρευσε.[8] Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ο Γάιος Μάριος αιχμαλώτισε εκατό χιλιάδες άνδρες, αλλά ο αριθμός αυτός είναι πιθανώς διογκωμένος.[9] Κάποιοι από τους αιχμαλώτους που επέζησαν αναφέρονται μεταξύ των εξεγερθέντων μονομάχων κατά την Εξέγερση του Σπάρτακου.[10] Αργότερα, ο Ιούλιος Καίσαρας γράφει ότι τα υπολείμματα των Κίμβρων και των Τευτόνων συνενώθηκαν σε μία νέα φυλή στη Βελγική Γαλατία, τους Ατουατικούς, αλλά δεν αναφέρει κάποια υπολείμματα των Αμβρώνων[11], οι οποίοι πλέον χάνονται για πάντα από την Ιστορία.
It was the Cimbri, along with their allies the Teutones and Ambrones, who for half a score of years kept the world in suspense. All three peoples were doubtless of Germanic stock. We may take it as established that the original home of the Cimbri was on the Jutish peninsula, that of the Teutones somewhere between the Ems and the Weser, and that of the Ambrones in the same neighborhood, also on the North Sea coast.
Even before 200 bce the first Germanic tribes had reached the lower Danube, where their path was barred by the Macedonian kingdom. Driven by rising floodwaters, at the end of the 2nd century bce, migratory hordes of Cimbri, Teutoni, and Ambrones from Jutland broke through the Celtic-Illyrian zone and reached the edge of the Roman sphere of influence, appearing first in Carinthia (113 bce), then in southern France, and finally in upper Italy.