H Άμιδα, συριακά: ܐܡܝܕ, κουρδικά: Amed[1] [2] [3] ) ήταν μία αρχαία πόλη στη Μεσοποταμία, που βρίσκεται εκεί, που βρίσκεται το σύγχρονο Ντιγιάρμπακιρ της Τουρκίας.
Η πόλη βρισκόταν στη δεξιά όχθη του Τίγρη. Τα τείχη είναι ψηλά και έχουν μεγάλο μέγεθος, κατασκευασμένα από πέτρες που προέρχονται από παλαιότερα κτίσματα.
Η Άμιδ(α) ιδρύθηκε ως οικισμός των Αραμαίων, περίπου την 3η χιλιετία π.Χ., αργότερα ως πρωτεύουσα του Bit-Zamani. Το παλαιότερο τεχνούργημα από την Άμιδα είναι η περίφημη στήλη του βασιλιά Nαράμ-Σιν ,που επίσης πιστεύεται ότι είναι από την 3η χιλιετία π.Χ. Το όνομα Άμιδα εμφανίζεται για πρώτη φορά στα γραπτά του Ασσύριου βασιλιά Aδάδ-Νιραρί Α΄ (π. 1310 -1281 π.Χ.), που κυβέρνησε την πόλη ως τμήμα της ασσυριακής χώρας. Η Άμιδα παρέμεινε σημαντική περιοχή της ασσυριακής χώρας καθ 'όλη τη διάρκεια της βασιλείας του βασιλιά Tιγκλάθ-Πιλεσέρ Α΄ (1114–1076 π.Χ.) και το όνομα Άμιδα εμφανίζεται στα χρονικά των Ασσυρίων ηγεμόνων μέχρι το 705 π.Χ., και εμφανίζεται επίσης στα αρχεία του Αρμένιου βασιλιά Τιριδάτη Β' το 305 μ.Χ., και στον Ρωμαίο ιστορικό Aμμιανό Μαρκελίνο (325–391 μ.Χ.).
Διευρύνθηκε και ενισχύθηκε από τον Κωνστάντιο Β', στη βασιλεία του οποίου πολιορκήθηκε και καταλήφθηκε μετά από 73 ημέρες από τον βασιλιά των Σασσανιδών Σαπώρη Β' (359). Οι Ρωμαίοι στρατιώτες, και μεγάλο μέρος του πληθυσμού της πόλης, σφαγιάστηκαν από τους Πέρσες. Ο ιστορικός Αμμιανός Μαρκελλίνος, ο οποίος συμμετείχε στην άμυνα της πόλης, έχει κάνει ένα λεπτό απολογισμό της πολιορκίας. [4] Οι Πέρσες δεν επιχείρησαν να φρουρήσουν την πόλη μετά την πολιορκία.
Η Άμιδα πολιορκήθηκε από τον βασιλιά των Σασσανιδών Kαβάδη Α΄ κατά τη διάρκεια του Αναστασιανού πολέμου κατά τη διάρκεια τού φθινοπώρου και τού χειμώνα (502-503). Η πολιορκία της πόλης αποδείχθηκε πολύ πιο δύσκολη επιχείρηση, από ό,τι περίμενε το Καβάδης Α΄: οι υπερασπιστές, αν και δεν υποστήριζαν τα στρατεύματα, απέκρουσαν τις επιθέσεις των Σασσανιδών για τρεις μήνες προτού τελικά χτυπηθούν. [5] [6] Μέρος των αιχμαλώτων της Άμιδας εκτοπίστηκαν στο Arrajan, μία πόλη που επανΐδρυσε ο Kαβάδ Α΄, ο οποίος στη συνέχεια την ονόμασε "Weh-az-Amid-Kawad" (κυριολεκτικά, "καλύτερη από την Άμιδα, ο Kαβάδης [έκτισε αυτή]". Κατά τη διάρκεια του ίδιου πολέμου, οι Ρωμαίοι επιχείρησαν μία τελικά ανεπιτυχή πολιορκία της υπό των Περσών κατεχομένης Άμιδας, με επικεφαλής τους στρατηγούς Πατρίκιο και Υπάτιο. [7] Το 504 όμως, οι Ρωμαίοι ανακατέλαβαν την πόλη και ο Ιουστινιανός Α' επισκεύασε τα τείχη και τις οχυρώσεις της. [8]
Οι Σασσανίδες κατέλαβαν την πόλη για τρίτη φορά το 602 και την κράτησαν για περισσότερα από 20 χρόνια. Το 628 ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Ηράκλειος ανέκτησε την Άμιδα.
Τελικά, το 639 η πόλη καταλήφθηκε από τους αραβικούς στρατούς τού Ισλάμ και παρέμεινε σε αραβικά χέρια, έως ότου η κουρδική δυναστεία των Μαρβανιδών κυβέρνησε την περιοχή κατά τον 10ο και 11ο αι.
Το 1085 οι Σελτζούκοι κατέλαβαν την περιοχή από τους Μαρβανίδες και εγκατέστησαν πολλούς Τουρκομάνους στην περιοχή. Ωστόσο, οι Αγιουβίδες παρέλαβαν την πόλη από το υποτελές κράτος τους, τους Ορτοκίδες, το 1232 και η πόλη κυβερνήθηκε από αυτούς, μέχρι που το μογγολικό Ιλχανάτο κατέλαβε την πόλη το 1259. Αργότερα οι Αγιουβίδες του Χασάνκεϊφ πήραν πίσω την πόλη, και την κυβέρνησαν, έως ότου λεηλατήθηκε από την αυτοκρατορία των Τιμουριδών το 1394. Ο σουλτάνος Σελίμ Α΄ των Οθωμανών έλαβε την πόλη από τους Σαφαβίδες το 1515.
Η Άμιδα είναι μία επισκοπή πολλών χριστιανικών δογμάτων: για την εκκλησιαστική ιστορία της Άμιδας και του Ντιγιάρμπακιρ, δείτε το άρθρο για το Ντιγιάρμπακιρ.
Diyarbakir is often called the unofficial capital of Turkish Kurdistan. Its Kurdish name is Amed.
Diyarbakir's Kurdish name is “Amed.”