Άντριεν φαν Ούτρεχτ | |
---|---|
![]() | |
Γέννηση | 12 Ιανουαρίου 1599[1][2] Αμβέρσα[3] |
Θάνατος | 5 Οκτωβρίου 1652[3][4] Αμβέρσα[3] |
Κατοικία | Αμβέρσα |
Χώρα πολιτογράφησης | Κάτω Χώρες των Αψβούργων[3] |
Ιδιότητα | ζωγράφος[3][5] και σκιτσογράφος[3] |
Σύζυγος | Constancia van Utrecht |
Είδος τέχνης | Νεκρή φύση |
Σημαντικά έργα | Banquet Still Life |
![]() | |
Ο Άντριεν φαν Ούτρεχτ (φλαμανδικά: Adriaen van Utrecht (Αμβέρσα, 12 Ιανουαρίου 1599 – 1652) ήταν Φλαμανδός ζωγράφος, γνωστός κυρίως για τις νεκρές φύσεις με πλούσιες σκηνές συμποσίων, θηραμάτων και φρούτων, τις σκηνές της αγοράς και της κουζίνας, τους στεφάνους από φρούτα και τις απεικονίσεις ζωντανών πουλερικών σε φάρμες.
Οι πίνακές του, ειδικότερα αυτοί με τις σκηνές κυνηγίου και θηραμάτων, καταδεικνύουν την επίδραση του Φρανς Σνάιντερς. Οι δύο καλλιτέχνες θεωρούνται οι βασικοί επινοητές του είδους pronkstilleven, δηλ. νεκρές φύσεις που δίνουν έμφαση στην αφθονία, με την απεικόνιση ευρείας ποικιλίας αντικειμένων, φρούτων, νεκρών θηραμάτων συχνά μαζί με ζωντανούς ανθρώπους και ζώα.[6] Ο φαν Ούτρεχτ ζωγράφισε, επίσης, και μερικούς πίνακες νεκρών φύσεων με άνθη.
Ήταν τακτικός συνεργάτης με άλλους κορυφαίους ζωγράφους της Αμβέρσας που είχαν διατελέσει μαθητές ή βοηθοί του Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς, όπως οι Γιάκομπ Γιόρντενς, Ντάβιντ Τένιερς ο νεότερος, Εράσμους Κουελλίνους ΙΙ, Χέραρντ Σέγκερς, Τέοντοορ Ρομπάουτς, Άμπραχαμ φαν Ντίπενμπεϊκ και Τόμας Βιλλερμπόιτς Μπόσχερτ.
Ο Άντριεν φαν Ούτρεχτ γεννήθηκε στην Αμβέρσα, γιος του Άμπελ φαν Ούτρεχτ και της Άννε Χόιμπρεχτ. Στο 1614 έγινε μαθητής του Χέρμαν ντε Νέυτ, ζωγράφου και εμπόρου έργων τέχνης, ο οποίος διέθετε εκτεταμένη συλλογή έργων τέχνης. Όταν ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή του με τον ντε Νέυτ, ταξίδεψε στη Γαλλία, στη Γερμανία και στην Ιταλία, όπου εργάστηκε για τοπικές Αυλές. Επέστρεψε στην Αμβέρσα το 1625 μετά τον θάνατο του πατέρα του το προηγούμενο έτος και έγινε ανεξάρτητος ζωγράφος στη Συντεχνία του Αγίου Λουκά της πόλης.[7][8]
Στον γάμο της αδελφής του Καταρίνα με τον ζωγράφο Σίμον ντε Φος το 1628, συνάντησε την Κονστάνσια φαν Νιούλαντ {Constancia van Nieulandt ή van Nieuwlandt), δεκαεπτάχρονη τότε θυγατέρα του ζωγράφου και ποιητή Βίλλεμ φαν Νιούλαντ ΙΙ.[9] Το επόμενο έτος νυμφεύτηκε την Κονστάνσια, με την οποία απέκτησαν δεκατρία παιδιά. Η Κονστάνσια έγινε αυτόνομη ζωγράφος και ποιήτρια. Πιστεύεται ότι μοιραζόταν την εργασία στο εργαστήριο του συζύγου της και πιθανόν να ζωγράφισε τμήματα ή και ολόκληρα αντίγραφα έργων του συζύγου της.[7][8][10] Μια νεκρή φύση με φρούτα, με πλήρη υπογραφή της Κονστάνσια φαν Ούτρεχτ, χρονολογούμενη από το 1647, έχει ολοσχερώς το ύφος του συζύγου της.[11]
Ο φαν Ούτρεχτ έγινε επιτυχημένος καλλιτέχνης και λάμβανε παραγγελίες από το εξωτερικό, όπως από τον Γερμανό Αυτοκράτορα, τον βασιλέα Φίλιππο Δ΄ της Ισπανίας και τον Πρίγκηπα της Οράγγης. Μπορούσε να καλύψει το κόστος διαβίωσης σε ευρύχωρες κατοικίες στον κεντρικό εμπορικό δρόμο της πόλης, την Meir, την πιο περίβλεπτη περιοχή στην Αμβέρσα. Η περιουσία του φαίνεται να μειώνεται προς τα τέλη της δεκαετίας του 1640, πιθανότατα λόγω προβλημάτων υγείας, και όταν απεβίωσε το 1652 στην Αμβέρσα φαίνεται ότι είχε χάσει το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του.[7]
Μεταξύ 1626 και 1646 εκπαίδευσε τουλάχιστον επτά γνωστούς μαθητές, ανάμεσα στους οποίους ο Φίλιπ Χάισελερ (Philip Gyselaer) και ο Κορνέλις φαν Ένχελεν (Cornelis van Engelen).[8]
Ο φαν Ούτρεχτ ήταν κυρίως ζωγράφος νεκρών φύσεων. Το εύρος των θεμάτων που πραγματεύτηκε ήταν μεγάλο και περιλάμβανε σκηνές με ψάρια, κρέατα, παραπήγματα με λαχανικά, σκηνές στην κουζίνα, στις οποίες συχνά τοποθετούσε μορφές ζωντανών ζώων ως αφηγηματικό στοιχείο, απεικονίσεις θηραμάτων σε κελάρια ή ως κυνηγετικά τρόπαια, νεκρές φύσεις με ψάρια, φρούτα και λαχανικά. Πρόσφατα, με βάση ένα υπογεγραμμένο και χρονολογημένο Βάζο με άνθη (1642), κάποιοι πίνακες νεκρών φύσεων με άνθη έχουν αποδοθεί στον φαν Ούτρεχτ.
Ζωγράφισε, επίσης, σκηνές σε αυλή γύρω από τον αχυρώνα με ζώα, συνήθως πουλερικά, όπως κοτόπουλα, γαλοπούλες, πάπιες και παγώνια.[11]
Τα πρώτα του έργα είναι επηρεασμένα από τον Φρανς Σνάιντερς. Ο φαν Ούτρεχτ δεν αγαπούσε τα λαμπερά χρώματα, όπως ο Σνάιντερς, αλλά προτιμούσε τους γήινους τόνους, ιδιαίτερα το γκριζοπράσινο και την έντονη χρήση του κιαροσκούρο (chiaroscuro).[12] Αυτό μάλλον προέκυψε από τη γνώση της ιταλικής ζωγραφικής και ιδιαίτερα των έργων των οπαδών του Καραβάτζιο.[13]
Ο φαν Ούτρεχτ φιλοτέχνησε σκηνές στην αγορά και στην κουζίνα, στις οποίες ενσωμάτωνε μεγάλες νεκρές φύσεις με θηράματα, ψάρια, λαχανικά και φρούτα. Έτσι, παρέμενε πιστός στην παράδοση του είδους που αναπτύχθηκε από πρωτοπόρους καλλιτέχνες στην Αμβέρσα, όπως οι Πίτερ Άρτσεν και Γιοάχιμ Μπεκελάερ, η οποία εξελίχθηκε περαιτέρω από τον Φρανς Σνάιντερς στις αρχές του 17ου αιώνα.
Για ορισμένες από αυτές τις σκηνές εμπνεόταν απευθείας από συνθέσεις του Σνάιντερς, όπως συμβαίνει στον Πάγκο του ιχθυοπώλη (σήμερα στο Μουσείο Καλών Τεχνών Γάνδης), στον οποίο στηρίχθηκε σε μοτίβα και στοιχεία σύνθεσης που απεικονίζονται στον πίνακα του Σνάιντερς Η ψαραγορά (σήμερα στο Kunsthistorisches Museum, Βιέννη). Όπως και στη σύνθεση του Σνάιντερς, ο Πάγκος του ιχθυοπώλη του φαν Ούτρεχτ στηρίζεται στις ανθρώπινες μορφές και στα κρεμασμένα ψάρια για να δημιουργήσει το κάθετο στοιχείο, σε αντίθεση με το οριζόντιο που βρίσκεται στον πάγκο. Οι διαγώνιοι δημιουργούνται μέσω της παράταξης της ψαριών, αλλά ο φαν Ούτρεχτ ενδιαφερόταν πολύ λιγότερο για τη δυναμική κίνηση απ' ό,τι ο Σνάιντερς, κι έτσι οι διαγώνιες γραμμές είναι περισσότερο άτονες. Οι μορφές στη σύνθεση του φαν Ούτρεχτ ζωγραφίστηκαν από άλλο ζωγράφο, πιθανόν τον Χέραρντ Σέγκερς.
Ενώ οι σκηνές της αγοράς κατά τον 16ο αιώνα αντιπροσώπευαν μια ανάκλαση της κοινωνικής πραγματικότητας του αυξανόμενου πλούτου και της υλικής αφθονίας, οι σκηνές αγοράς του φαν Ούτρεχτ ασχολούνται περισσότερο με το αισθητικό αποτέλεσμα του έργου, Εν τούτοις, στον Πάγκο του ιχθυοπώλη φαίνεται να μεταφέρει μια ηθικοπλαστική ιστορία. Η φανταχτερή ενδυμασία της γυναίκας στην εικόνα μοιάζει να υποδεικνύει ότι πιθανόν είναι πόρνη. Τα κρεμασμένα ψάρια και οι φόρμες ορισμένων από αυτά υπαινίσσονται χαμηλούς τόνους ερωτισμού. Ενώ η γυναίκα παζαρεύει με τον ιχθυοπώλη, γίνεται θύμα κλοπής από μικρό αγόρι, το οποίο κόβει το πορτοφόλι της, ενώ κοιτάζει απευθείας εκτός εικόνας, προς τον θεατή.[14]
Οι σκηνές στην κουζίνα συχνά περιλαμβάνουν ανδρική και γυναικεία μορφή, οι οποίες συνήθως συμμετέχουν σε κάποια οικεία ανταλλαγή. Οι πίνακες, με την αφθονία προϊόντων που απεικονίζουν, μοιάζουν να υπαινίσσονται τις υπερβολές της λαιμαργίας και της λαγνείας που συνδέονται με τις αισθήσεις της γεύσης και της αφής. Παράδειγμα παρόμοιας σκηνής είναι η Νεκρή φύση με εραστές, (χρονολογούμενη από το 1631, σήμερα στο Bowes Museum), στην οποία μια γυναίκα τραβιέται μακριά από νεαρό άνδρα, ο οποίος προσπαθεί να αγγίξει το στήθος της. Το ζευγάρι στέκεται μπροστά σε τραπέζι το οποίο είναι καλυμμένο με άφθονα καλάθια με φρούτα, σπαράγγια, αγκινάρες, λάχανα, πράσα και πουλερικά. Στην αριστερή πλευρά του πίνακα ένας πίθηκος φαίνεται να δείχνει προς το ζευγάρι από ένα παράθυρο. Οι πίθηκοι είναι τυπικά σύμβολα της ασυγκράτητης λαγνείας και η παρουσία του πιθήκου δίνει έμφαση στο ηθικό μήνυμα αυτής της σκηνής. Η επιλογή των λαχανικών και των πουλιών ενισχύει αυτή την ερμηνεία.[15]
Ο όρος Pronkstillevens, από τα φλαμανδικά, αποδίδεται ως επιδεικτική, περίτεχνη, πλούσια νεκρή φύση. Οι περίτεχνες νεκρές φύσεις που φιλοτεχνούσαν οι Σνάιντερς και φαν Ούτρεχτ κατά τη δεκαετία του 1640, τόνιζαν την υπερβολική αφθονία, απεικονίζοντας μεγάλη ποικιλία από αντικείμενα, φρούτα, άνθη, θηράματα, συχνά σε συνδυασμό με ανθρώπινες ή ζωικές μορφές.[6] Ο φαν Ούτρεχτ "αφήνει" τα αντικείμενα να πέφτουν από το τραπέζι, στο οποίο ήταν σωριασμένα, στο πάτωμα, όπως συμβαίνει στη σύνθεση Το κελάρι (έργο του 1650, σήμερα στο Μουσείο Πράδο της Μαδρίτης). Στηρίχτηκε, επίσης, σε αντικείμενα της εποχής μπαρόκ, όπως οι βαριές κουρτίνες και θέα παρασκηνίου μέσα από παράθυρο, για να προσθέσει κίνηση και βάθος. Οι "άφθονες" αυτές νεκρές φύσεις ήταν η απαρχή της μορφής ζωγραφικής που αποκλήθηκε Pronkstillevens, την οποία ακολούθησαν και ζωγράφοι από τη βόρεια Ολλανδία.[6] Χαρακτηριστικός πίνακας pronkstilleven του φαν Ούτρεχτ ήταν η νεκρή φύση συμποσίου (του 1644, σήμερα στο Ρέικσμουζεουμ). Στην εικόνα αυτή δίνεται έμφαση στην έννοια της αφθονίας μέσω της απεικόνισης εισαγόμενων δαπανηρών φρούτων, ενός νοτιοαμερικανικού εξωτικού παπαγάλου και άλλων αντικειμένων πολυτελείας, όπως μουσικά όργανα και δαπανηρά σκεύη.[16] Δεδομένου του χαμηλού "σημείου φυγής", ο μεγάλων διαστάσεων πίνακας αυτός (185 x 242,5 εκ.) πιθανότατα προοριζόταν ως διακοσμητικό στοιχείο σε πλαίσιο τζακιού.[17]
Στη Νεκρή φύση με παπαγάλο (πίνακας γνωστός και ως Αλληγορία της φωτιάς) του 1636 (σήμερα στα Βασιλικά Μουσεία Καλών Τεχνών του Βελγίου) ο φαν Ούτρεχτ δίνει μια λεπτομερή απεικόνιση όλων των εισαγόμενων και εγχώριων αντικειμένων πολυτελείας, όπως κινέζικες πορσελάνες και ένας παπαγάλος, αντικείμενα που μπορούσε κανείς να βρει στην αγορά της Αμβέρσας. Αυτός ο πίνακας τού έδωσε τη δυνατότητα να δείξει τις μεγάλες του ικανότητες στην απεικόνιση όλων των υλικών και των υφών τους και τις ανακλάσεις του φωτός στις διάφορες επιφάνειες. Στο παρασκήνιο εμφανίζεται η εικόνα ενός άνδρα που εργάζεται σε ένα φούρνο, ανακατεύοντας μια χύτρα και χειριζόμενος το φυσερό του. Είναι εμφανές ότι ο φαν Ούτρεχτ είχε την πρόθεση να κάνει αυτή τη σύνθεση ως ευλογία στη φωτιά, η οποία είναι κύριο βοήθημα στην κατασκευή πολλών από τα εικονιζόμενα αντικείμενα.[18]
Δεν ήταν γνωστή η ενασχόληση του φαν Ούτρεχτ με μπουκέτα ανθέων, μέχρι την ανακάλυψη ενός πίνακα που απεικονίζει ένα μπουκέτο ανθέων σε ένα βάζο, υπογεγραμμένου από τον φαν Ούτρεχτ και χρονολογημένο το 1642. Με βάση το έργο αυτό, τού αποδόθηκαν και άλλοι παρόμοιοι πίνακες. Οι συνθέσεις του με άνθη εμφανίζουν με σαφήνεια την επιρροή του ειδικευμένου στο είδος καλλιτέχνη της Αμβέρσας Ντάνιελ Σέγκερς.[11]
Το έργο Ματαιοδοξία - Νεκρή φύση με μπουκέτο και κρανίο (ιδιωτική συλλογή μετά από δημοπρασία του οίκου "Sotheby's" στις 29 Μαΐου 2003), χρονολογούμενο από το 1643 αναγνωρίστηκε ως έργο του με βάση την ομοιότητά του με το μπουκέτο ανθέων σε βάζο. Το θέμα της ματαιοδοξίας που απεικονίζεται στον πίνακα ήταν ασυνήθιστο για τον φαν Ούτρεχτ και αποδεικνύει ότι ο ρόλος του στην εξέλιξη νέων μορφών νεκρών φύσεων δεν έχει επαρκώς αναγνωριστεί στη βιβλιογραφία της ιστορίας της τέχνης.[11]
Όπως συνηθιζόταν στους καλλιτεχνικούς κύκλους της Αμβέρσας εκείνη την εποχή, ο φαν Ούτρεχτ συνεργάστηκε με άλλους ειδικευμένους καλλιτέχνες, κυρίως ζωγράφους μορφών. Είναι γνωστό ότι προσέθεσε τα στοιχεία νεκρών φύσεων σε πίνακες των Γιάκομπ Γιόρντενς, Εράσμους Κουελλίνους ΙΙ, Γιαν Κόσσιερς, Τόμας Βιλλεμπόιρτς Μπόσχερτ. Πιστεύεται ότι συνεργάστηκε επίσης με τους Ντάβιντ Τένιερς ο νεότερος, Τέοντοορ Ρομπάουτς, Τέοντοορ φαν Τούλντεν και Γιαν φαν ντεν Χούκε.[14][19] Η συλλογική εργασία με τον Γιαν Κόσσιερς (του 1629, σήμερα σε ιδιωτική συλλογή) απεικονίζει τον φαν Ούτρεχτ με τη σύζυγό του Κονστάνσια σε κουζίνα ανάμεσα σε εκτεταμένη νεκρή φύση με θηράματα, αστακούς, ψάρια και λαχανικά.[20] Δεν είναι πάντα σαφές ποιος ζωγράφισε τις μορφές στις μεγάλες σκηνές στην αγορά και στην κουζίνα και πρόσφατα προτάθηκε ο Χέραρντ Σέγκερς ως καλλιτέχνης που απεικόνισε τις μορφές στον πίνακα Ο πάγκος του ιχθυοπώλη (σήμερα στο Μουσείο Καλών Τεχνών Γάνδης).[14]
Οι συνεργασίες μεταξύ καλλιτεχνών συχνά προσέφεραν ευκαιρίες ανεύρεσης πατρόνων. Ο τακτικός συνεργάτης του φαν Ούτρεχτ Βιλλεμπόιτς Μπόσχερτ βασιζόταν στις καλές του διασυνδέσεις με τον Κονσταντάιν Χόιχενς (Constantijn Huygens) για να εξασφαλίσει στον φαν Ούτρεχτ παραγγελίες για τις διακοσμήσεις στο Huis ten Bosch της Χάγης το 1646. Το Huis ten Bosch ήταν ο χώρος διαμονής της χήρας του Ολλανδού Κυβερνήτη της πόλης Φρέντερικ Χέντρικ της Οράγγης, Αμαλία φον Σολμς.[21]
Ο φαν Ούτρεχτ συνέβαλε, επίσης, στη σχεδίαση ταπισερί. Συγκεκριμένα, είναι γνωστό ότι του ζητήθηκε από τον Αυλικό ζωγράφο και σχεδιαστή Γιαν φαν ντεν Χούκε να βοηθήσει σε μια σειρά ταπισερί με τίτλο Αλληγορία του Χρόνου (περί το 1650), οι οποίες έγιναν για τον Αρχιδούκα Λέοπολντ Βίλχελμ της Αυστρίας. Μερικοί άλλοι καλλιτέχνες, όπως οι Πίτερ Τάις, Γιαν Μπρίγκελ ο νεότερος και Τόμας Βιλλεμπόιρτς Μπόσχερτ εργάστηκαν επίσης στη σειρά αυτή. Δέκα προπαρασκευαστικά σχέδια με λάδι, που φιλοτέχνησε ό φαν ντεν Χούκε διασώζονται σήμερα (τέσσερα στο Kunsthistorisches Museum, Βιέννη), καθώς και οκτώ ταπισερί βασισμένες σε σχέδια για τις σειρές Ημέρα και Νύκτα και Οι μήνες. Με βάση τις διαφορές ανάμεσα στα πρότυπα και τις υλοποιημένες ταπισερί των Μηνών του Ιανουαρίου και του Φεβρουαρίου, πιστεύεται ότι ο φαν Ούτρεχτ έκανε βελτιώσεις στα ζώα των προτύπων του φαν ντεν Χούκε, οι οποίες περιλήφθηκαν στα ολοκληρωμένα έργα.[22]
Το έργο του φαν Ούτρεχτ επηρέασε τους Γιαν Ντάβιντς ντε Χέιμ, Εβαρίστο Μπασχένις και Νικολά ντε Λαρζιλιέρ.[8] Πιστεύεται ότι και ο Άμπραχαμ φαν Μπέγιερεν επηρεάστηκε από τις pronkstillevens του φαν Ούτρεχτ, τις οποίες είδε στο "Huis ten Bosch" στη Χάγη.[23]
Το έργο του Άντριεν φαν Ούτρεχτ σήμερα βρίσκεται στις συλλογές πολυάριθμων μουσείων ανά τον Κόσμο, όπως στο Βασιλικό Μουσείο Καλών Τεχνών της Αμβέρσας, το Ρέικσμουζεουμ, το Μουσείο του Λούβρου, το Μουσείο Ερμιτάζ, το Nationalmuseet της Στοχκόλμης, το Μουσείο Bowes, το Kunsthistorisches Museum, και, στις ΗΠΑ το Μουσείο Γκέτι, το Μαλιμπού, το Μουσείο Καλών Τεχνών του Σαν Φρανσίσκο, το Μουσείο Καλών Τεχνών της Γιούτα. Υπάρχουν, ακόμη, σε δημόσιες συλλογές στο Αρράς, στο Βελιγράδι, στις Βρυξέλλες, στο Καμπραί, στην Κολωνία, στην Κοπεγχάγη, στη Λιθουανία, στο Μόναχο, στο Τόκιο και σε άλλες πόλεις.
Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Adriaen van Utrecht στο Wikimedia Commons