Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Όιγκεν Πέτερσεν | |
---|---|
Ο Όιγκεν Πέτερσεν το 1885 | |
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Eugen Adolf Hermann Petersen (Γερμανικά) |
Γέννηση | 16 Αυγούστου 1836[1][2][3] Heiligenhafen[4] |
Θάνατος | 14 Δεκεμβρίου 1919[1][2][3] Αμβούργο[5] |
Χώρα πολιτογράφησης | Γερμανία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Γερμανικά[2] |
Σπουδές | Πανεπιστήμιο του Κιέλου Πανεπιστήμιο της Βόννης |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ιστορικός της τέχνης[6] αρχαιολόγος[3] παιδαγωγός συγγραφέας διδάσκων πανεπιστημίου κλασικιστής κλασικός φιλόλογος[3] κλασικός αρχαιολόγος |
Εργοδότης | αυτοκρατορικό πανεπιστήμιο του Ντόρπατ Πανεπιστήμιο του Καρόλου Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Αθηνών Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Ida Michaelis (από 1865) |
Τέκνα | Hermann Petersen Adolf Petersen |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | Τάγμα του Ερυθρού Αετού 2ης τάξης |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Όιγκεν Πέρτερσεν (γερμ. Eugen Adolf Hermann Petersen, 1836-1919) υπήρξε Γερμανός κλασικός αρχαιολόγος.
Ο Πέτερσεν γεννήθηκε στο Χάιλιχενχάφεν (Heiligenhafen) στο Δουκάτο του Χολστάιν, που τότε ανήκε στη Δανία, το 1836. Φοίτησε αρχικά στο γυμνάσιο στο Γκλύκσταντ (Glückstadt) και στη συνέχεια άρχισε να σπουδάζει φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Κιέλου. Μετακινήθηκε στο Πανεπιστήμιο της Βόννης, όπου και δέχτηκε τις επιδράσεις των Friedrich Gottlieb Welcker , Friedrich Ritschl και Otto Jahn. Για το τελευταίο ακαδημαϊκό έτος επέστρεψε στο Κίελο, όπου το 1859 εκπόνησε τη διατριβή του με τίτλο "Theophrasti". Με τη διατριβή του αυτή κέρδισε υποτροφία και ταξίδεψε σε αρχαιολογικούς χώρους της Νότιας Ευρώπης, κυρίως της Ιταλίας. Παρέμεινε στη Ρώμη ως το 1861 και επιστρέφοντας στη Γερμανία διορίστηκε λέκτορας στο Πανεπιστήμιο του Ερλάνγκεν. Το 1865 νυμφεύτηκε την αδελφή του στενού φίλου του Άντολφ Μιχαέλις, την Ίντα (Ida Michaelis). Το 1869 άρχισε να διδάσκει στο Γυμνάσιο του Husum στην Πλεν (Plön). Εκτός από τη διδασκαλία στο σχολείο, εργάστηκε εντατικά πάνω σε επιστημονικές δημοσιεύσεις σχετικά με την ερμηνεία της ελληνικής τέχνης όπως επί του "Δορυφόρου" του Πολυκλείτου, ο "Μαρσύας" του Μύρωνα και αφοσιώθηκε στην τέχνη του Φειδία στον Παρθενώνα και την Ολυμπία. Το 1873 διορίστηκε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Τάρτου (Εσθονία). Το 1869 η οικογένεια μετακόμισε στην Πράγα όπου ο Πέτερσεν ανέλαβε τα καθήκοντα του καθηγητή Αρχαιολογίας και συνέχισε να ασχολείται με την αρχαία ελληνική τέχνη. Στη συνέχεια ήλθε στην Αθήνα τοποθετούμενος στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο, όπου παρέμεινε μόνο για ένα χρόνο, καθώς δεν ανέλαβε την επιθυμητή γι' αυτόν θέση. Στη συνέχεια ασχολήθηκε με την τέχνη της πρωτορωμαϊκής περιόδου και ήλθε σε αντιπαράθεση με αρκετούς συναδέλφους του, γεγονός που οδήγησε σε ένα είδος αποξένωσής του.
Ο Πέτερσεν ήταν ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους της κλασικής αρχαιολογίας, που ήταν τόσο τέχνη όσο φιλολογία. Σε περισσότερες από 200 δημοσιεύσεις του, ασχολήθηκε κυρίως με την ελληνική γλυπτική, με έργα τέχνης και την πόλη της Ρώμης, στο αρχαίο θέατρο.
Απεβίωσε στο Αμβούργο το 1919.