Αζναούροι

Οι Αζναούροι (γεωργ. აზნაური, ορθός πληθυντικός Αζναούρνοι, აზნაურნი, ή Αζναουρεμπί, აზნაურები) ήταν μια κάστα (τάξη) Γεωργιανών ευγενών.

Η λέξη σχετίζεται με τη μεσαιωνική περσική (γραφή παχλαβί) λέξη āzāt-ān, που σημαίνει «ελεύθερος» ή «ευγενής» και υποδηλώνει την κατώτατη τάξη ευγενών σε επιγραφή του Βασιλιά Σαπώρη Α΄ (240-270 μ.Χ.). Αποτελεί το αντίστοιχο των Αζάτκ των Αρμενίων. Στη γεωργιανή γλώσσα εμφανίζεται για πρώτη φορά στο Μαρτύριο της Αγίας Σουσανίκ (5ος αιώνας). Μεταγενέστερο χρονικό, αυτό του Λεόντι Μροβέλι (11ος αιώνας), αποδίδει την προέλευση των αζναούρνων, αλλά και της λέξεως, στον ημιμυθικό Γεωργιανό ηγέτη Αζών (το –uri είναι συνηθισμένο γεωργιανό επίθεμα), του οποίου οι χίλιοι στρατιώτες λιποτάκτησαν και ονομάσθηκαν μετέπειτα «αζναούρ(ν)οι» από τον νικηφόρο αντίπαλο του Αζών, τον Φαρνάβαζο Α΄ της Γεωργίας. Αυτή η ετυμολόγηση είναι αποδεδειγμένα ψευδής.[1]

Γεγονός είναι ότι οι αζναούρνοι εμφανίσθηκαν μετά τη διάδοση του φεουδαρχισμού στη Γεωργία (9ος-10ος αιώνας). Μια υψηλότερη διαστρωμάτωση ευγενών δημιουργήθηκε από τους αζναούρνους με την προσθήκη του τίτλου didebuli (εξελλην. Διδεβούλοι), δηλαδή ήταν οι αζναούρνοι που κατείχαν «ντιντέμπα», ένα υψηλό αξίωμα αυλικού. Αργότερα άρχισε να γίνεται μια πιο ξεκάθαρη διάκριση ανάμεσα σε έναν αζναούρο (όρος που σήμαινε πλέον έναν ανεξάρτητο ευγενή) και σε έναν ταβαντί ή έναν μταβαρί (πρίγκιπα της δυναστείας). Από τον 13ο αιώνα οι αζναούρνοι διεδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην πολιτική και εθνική ζωή της χώρας. Η εξάρτησή τους από τους ανώτερους αριστοκράτες ρυθμίσθηκε επίσημα με τον κώδικα νόμων του Βαχτάνγκ ΣΤ΄, που συντάχθηκε το 1705-1708, και με αυτό τον ρόλο συνέχισαν να έχουν ένα είδος χαλαρής εξουσίας σε μια γεωργιανή εκδοχή (batonq’moba) της φεουδαρχίας, ακόμα και μετά την προσάρτηση της Γεωργίας από τη Ρωσική Αυτοκρατορία στις αρχές του 19ου αιώνα. Κατά τη δεκαετία του 1820 το στάτους των αζναούρνων εξισώθηκε με εκείνο των (άνευ τίτλου ευγενείας) ντβαργιάνστβο της Ρωσίας[2][3], και έτσι έχασαν πολλά από τα προνόμιά τους και καταργήθηκαν τα φέουδά τους. Ωστόσο, το 1850-1853 αναγνωρίσθηκαν και πάλι οι τίτλοι τους, εννοείται πάλι μέσα στο ρωσικό σύστημα ευγενείας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να συνδεθούν οικονομικά και πολιτικά με τη Ρωσική Αυτοκρατορία.


  1. Rapp, Stephen H. (2003): Studies In Medieval Georgian Historiography: Early Texts And Eurasian Contexts, σσ. 266, 276, 316. Peeters Bvba, ISBN 90-429-1318-5.
  2. Suny, Ronald Grigor: The Making of the Georgian Nation, Indiana University Press, 1994, σσ. 22 και 337, ISBN 0-253-20915-3
  3. Lordkipanidze, Mariam (αγγλ. μετάφρ. και επιμ. George B. Hewitt): Georgia in the XI-XII centuries, Ganatleba, 1987, σελ. 19, (Online)
  • Το ομώνυμο λήμμα στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμος 2, σελ. 304