Αιμορραγική διάθεση | |
---|---|
Ειδικότητα | Αιματολογία |
Ταξινόμηση |
Η αιμορραγική διάθεση είναι η αυξημένη τάση για αιμορραγία, η οποία προκαλείται από κάποιου είδους αιμορραγική διαταραχή.[1][2][3] Μπορεί να εμφανιστεί σε οποιοδήποτε στάδιο της αιμόστασης (πρωτογενής, δευτερογενής και ινωδόλυση) και μπορεί να αφορά στις διαταραχές των αγγείων, της λειτουργικότητας των αιμοπεταλίων, του αριθμού των αιμοπεταλίων, και του μηχανισμού της πήξης.[4] Η παρατεταμένη αιμορραγία μπορεί να προκύψει μετά από τραυματισμό ή να ξεκινήσει από μόνη της. Η βαρύτητά της κυμαίνεται από ήπια έως σοβαρή.[2]
Η φυσιολογική πήξη του αίματος πραγματοποιείται με τη βοήθεια των αιμοπεταλίων και έως και 20 διαφορετικών πρωτεϊνών πλάσματος. Αυτές οι πρωτεϊνες είναι γνωστές ως παράγοντες πήξης του αίματος.[5] Οι παράγοντες πήξης αλληλεπιδρούν με άλλες χημικές ουσίες για να σχηματίσουν μια ουσία που σταματά την αιμορραγία που ονομάζεται ινώδες.[2]
Όταν υπάρχει τραυματισμός ενός αιμοφόρου αγγείου και αρχίζει η αιμορραγία, το σώμα σταματά την απώλεια αίματος μέσω μιας σύνθετης διαδικασίας πήξης που ονομάζεται αιμόσταση. Κατά τη διάρκεια της πρωτογενούς αιμόστασης, το τραυματισμένο αιμοφόρο αγγείο συστέλλεται για να μειώσει τη ροή του αίματος, ενώ τα αιμοπετάλια προσκολλώνται στη θέση τραυματισμού, συσσωματώνονται και απελευθερώνουν χημικές ενώσεις που διεγείρουν την περαιτέρω συσσωμάτωση άλλων αιμοπεταλίων, κι έτσι σχηματίζουν ένα χαλαρό πώμα αιμοπεταλίων. Ταυτόχρονα, τα αιμοπετάλια υποστηρίζουν την έναρξη του καταρράκτη πήξης, μιας σειράς βημάτων που περιλαμβάνουν τη διαδοχική ενεργοποίηση παραγόντων πήξης. Αυτή η δευτερογενής αιμόσταση οδηγεί στο σχηματισμό κλώνων ινώδους, οι οποίοι σε συνδυασμό με τα αιμοπετάλια συμπιέζονται για να σχηματίσουν έναν σταθερό θρόμβο αίματος. Αυτό το φράγμα αποτρέπει την πρόσθετη απώλεια αίματος και παραμένει στη θέση του μέχρι να επουλωθεί η τραυματισμένη περιοχή. Μόλις σχηματιστεί ο θρόμβος, ενεργοποιούνται ορισμένοι παράγοντες για να επιβραδύνουν τη διαδικασία της πήξης. Τελικά αρχίζουν να διαλύουν τον θρόμβο σε μια διαδικασία που ονομάζεται ινωδόλυση. Σε φυσιολογικά, υγιή άτομα, αυτή η ισορροπία μεταξύ σχηματισμού θρόμβων και διάλυσής τους διασφαλίζει ότι δεν υπάρχει υπερβολική αιμορραγία και ότι οι θρόμβοι απομακρύνονται όταν πλέον δε χρειάζονται.[6]
Προβλήματα, ωστόσο, μπορεί να προκύψουν όταν ορισμένοι παράγοντες είναι λίγοι ή λείπουν ή όταν υπάρχει πρόβλημα με τον αριθμό ή τη λειτουργικότητα των αιμοπεταλίων. Μερικές αιμορραγικές διαταραχές είναι κληρονομικές και εμφανίζονται κατά τη γέννηση. Άλλες είναι επίκτητες και αναπτύσσονται από ασθένειες, όπως ανεπάρκεια βιταμίνης Κ ή σοβαρή ηπατική νόσος, ή από θεραπείες, όπως η χρήση φαρμάκων για τη διακοπή θρόμβων στο αίμα (αντιπηκτικά) ή η μακροχρόνια χρήση των αντιβιοτικών.[2]
Η αιμορραγική διάθεση διακρίνεται σε κληρονομική και επίκτητη.[6][2][7][8] Μερικές από τις πιο συνηθισμένες νόσους με αιμορραγική διάθεση είναι οι εξής:
Προβλήματα στα αιμοπετάλια:[7]
Προβλήματα στους παράγοντες πήξης:[2]
Προβλήματα στα αγγεία του αίματος:[6]
Προβλήματα στα αιμοπετάλια:[8]
Προβλήματα στους παράγοντες πήξης:[2]
Προβλήματα στα αγγεία του αίματος:[6]
Η ινωδόλυση είναι μια διαδικασία που αποτρέπει τους θρόμβους να αναπτυχθούν και να γίνουν προβληματικοί. Στην ινωδόλυση, ένας θρόμβος ινώδους διασπάται από έναν παράγοντα που ονομάζεται πλασμίνη. Κανονικά, ένας ενεργοποιητής της διαδικασίας, ο οποίος μετατρέπει το ανενεργό πλασμινογόνο σε ενεργό πλασμίνη, απελευθερώνεται στο αίμα πολύ αργά από το κατεστραμμένο ενδοθήλιο των αιμοφόρων αγγείων, έτσι ώστε μετά από αρκετές ημέρες όταν η αιμορραγία έχει σταματήσει και ο τραυματισμός επουλωθεί, ο θρόμβος να διασπάται. Αυτή η διαδικασία ρυθμίζεται από πολλούς άλλους παράγοντες, όπως την ύπαρξη αναστολέων (π.χ. αναστολέας ενεργοποιητή πλασμινογόνου-1, και αναστολέας πλασμίνης όπως άλφα-2-αντιπλασμίνη). Εάν υπάρχει κληρονομική ή επίκτητη ανεπάρκεια σε έναν από τους αναστολείς, η ινωδολυτική δράση επιταχύνεται. Ως αποτέλεσμα, ο θρόμβος δεν είναι τόσο σταθερός όσο θα έπρεπε και διασπάται νωρίς, προκαλώντας υπερβολική ή παρατεταμένη αιμορραγία, η οποία συνήθως εμφανίζεται μετά από τραυματισμό ή επεμβατική διαδικασία (π.χ. εξαγωγή δοντιών, χειρουργική επέμβαση).[6]
Παράγοντας | Ονομασία | Λειτουργία | Συνδεδεμένες γενετικές διαταραχές |
---|---|---|---|
Παράγοντας Ι | Ινωδογόνο | Συμμετέχει στον σχηματισμό θρόμβου (ινώδες) | Νεφρική αμυλοείδωση |
Παράγοντας II | Προθρομβίνη | Η ενεργή του μορφή (IIa) ενεργοποιεί I, V, VII, VIII, XI, XIII, πρωτεΐνη C, αιμοπετάλια | Μετάλλαξη γονιδίου G20210A προθρομβίνης, Θρομβοφιλία |
Παράγοντας III | Θρομβοπλαστίνη (ιστικός παράγοντας) | Συμπαράγοντας του VIIa (παλαιότερα γνωστός ως παράγοντας III) | |
Παράγοντας IV | Ασβέστιο | Απαιτείται για τους παράγοντες πήξης να συνδέονται με το φωσφολιπίδιο (παλαιότερα γνωστό ως παράγοντας IV) | |
Παράγοντας V | Επιταχυντικός ή ασταθής παράγοντας, προαξελερίνη | Συμπαράγοντας του Χ με τον οποίο σχηματίζει το σύμπλοκο προθρομβινάσης | Αντίσταση στην ενεργοποιημένη πρωτεΐνη C (APCR) |
Παράγοντας VI | Χωρίς ανάθεση - παλιό όνομα του Παράγοντα Va | ||
Παράγοντας VII | Προκονβερτίνη, SPCA, παράγοντας σταθεροποίησης | Ενεργοποιεί IX, X | Συγγενής ανεπάρκεια παράγοντα VII |
Παράγοντας VIII | Αντιαιμορροφιλικός παράγοντας Α | Συμπαράγοντας του IX με τον οποίο σχηματίζει το σύμπλοκο τενάσης | Αιμορροφιλία Α |
Παράγοντας IX | Αντιαιμορροφιλικός παράγοντας Β | Ενεργοποιεί X: σχηματίζει το σύμπλοκο τενάσης με τον παράγοντα VIII | Αιμορροφιλία Β |
Παράγοντας X | Προθρομβινάση, παράγοντας Στιούαρτ-Πάουερ | Ενεργοποιεί II: σχηματίζει το σύμπλοκο προθρομβινάσης με τον παράγοντα V | Συγγενής ανεπάρκεια παράγοντα X |
Παράγοντας XI | Πρόδρομος θρομβοπλαστικός παράγοντας πλάσματος, PTA | Ενεργοποιεί IX | Αιμορροφιλία Γ |
Παράγοντας XII | Παράγοντας Χάγκμαν | Ενεργοποιεί XI, VII, πρακαλικρίνη και πλασμινογόνο | Κληρονομικό αγγειοοίδημα τύπου III |
Παράγοντας XIII | Παράγοντας σταθεροποίησης της ινικής | Διασυνδέει το ινώδες | Συγγενής ανεπάρκεια παράγοντα XIIIa/b |
Παράγοντας von Willebrand | Συνδέεται με το VIII, διευκολύνει την προσκόλληση των αιμοπεταλίων | Νόσος φον Βίλεμπραντ | |
PRE-KA | Προκαλλικρεϊνη, παράγοντας Φλέτσερ | Ενεργοποιεί XII και προκαλλικρεϊνη, διαιρεί HMW-K | Ανεπάρκεια προκαλλικρεϊνης / παράγοντα Φλέτσερ |
ΚΑ | Καλλικρεϊνη | ||
HMW-K | Κινινογόνο υψηλού μοριακού βάρους, παράγοντας Φιτζέραλντ | Υποστηρίζει την αμοιβαία ενεργοποίηση των XII, XI και προκαλλικρεϊνης | Ανεπάρκεια κινινογόνου |
Ινονεκτίνη | Μεσολαβεί στην προσκόλληση των κυττάρων | Σπειραματοπάθεια με εναποθέσεις ινωδονεκτίνης | |
Αντιθρομβίνη III | Αναστέλλει IIa, Xa και άλλες πρωτεάσες | Ανεπάρκεια αντιθρομβίνης III | |
Συμπαράγοντας ηπαρίνης II | Αναστέλλει IIa, συμπαράγοντα ηπαρίνης και θειικής δερματάνης ("δευτερεύουσα αντιθρομβίνη") | Ανεπάρκεια συμπαράγοντα ηπαρίνης II | |
Πρωτεϊνη C | Απενεργοποιεί Va και VIIIa | Ανεπάρκεια πρωτεϊνης C | |
Πρωτεϊνη S | Συμπαράγοντας ενεργοποιημένης πρωτεΐνης C | Ανεπάρκεια πρωτεϊνης S | |
Πρωτεϊνη Ζ | Μεσολαβεί στην προσκόλληση της θρομβίνης στα φωσφολιπίδια και διεγείρει την αποδόμηση του παράγοντα X από το ZPI | Ανεπάρκεια πρωτεϊνης Ζ | |
PL | Φωσφολιπίδια αιμοπεταλίων | ||
ZPI | Αναστολέας πρωτεάσης που σχετίζεται με πρωτεΐνη Ζ | Υποβαθμίζει τους παράγοντες X (παρουσία πρωτεΐνης Z) και XI (ανεξάρτητα) | |
Πλασμινογόνο | Μετατρέπεται σε πλασμίνη, λύει ινώδες και άλλες πρωτεΐνες | Ανεπάρκεια πλασμινογόνου, τύπου I (ξυλώδης επιπεφυκίτιδα) | |
άλφα-2-αντιπλασμίνη | Αναστέλλει την πλασμίνη | Ανεπάρκεια αντιπλασμίνης | |
tPA | Ενεργοποιητής πλασμινογόνου ιστού | Ενεργοποιεί το πλασμινογόνο | Συγγενής υπερφιμπρινόλυση και θρομβοφιλία |
Ουροκινάση | Ενεργοποιεί το πλασμινογόνο | Διαταραχή αιμοπεταλίων Κεμπέκ (QPD) | |
PAI1 | Αναστολέας ενεργοποιητή πλασμινογόνου-1 | Απενεργοποιεί την tPA και την ουροκινάση (ενδοθηλιακό PAI) | Ανεπάρκεια αναστολέα ενεργοποιητή πλασμινογόνου-1 |
PAI2 | Αναστολέας ενεργοποιητή πλασμινογόνου-2 | Απενεργοποιεί την tPA και την ουροκινάση (πλακουντικό PAI) | |
Προπηκτικός παράγοντας καρκίνου | Ενεργοποιητής παθολογικού παράγοντα X που συνδέεται με θρόμβωση στον καρκίνο |
Οι διαταραχές αιμορραγίας μπορεί να προκαλέσουν ένα ευρύ φάσμα συμπτωμάτων, ανάλογα με την αιτία. Μπορεί να υπάρχουν διάφοροι συνδυασμοί με ποικίλους βαθμούς βαρύτητας που αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου. Η αιμορραγία μπορεί να είναι σοβαρή, με επεισόδια που ξεκινούν στην πρώιμη παιδική ηλικία ή σχετικά ήπια, που περιλαμβάνουν παρατεταμένη αιμορραγία μετά από χειρουργική επέμβαση, οδοντιατρικές επεμβάσεις ή τραύμα. Όταν τα επεισόδια αιμορραγίας αρχίζουν νωρίς στη ζωή ή / και όταν ένας στενός συγγενής έχει κληρονομική ανεπάρκεια παράγοντα, θα πρέπει να υπάρχει υποψία για κληρονομική αιμορραγική διαταραχή.[6]
Κάποια από συμπτώματα αιμορραγικής διάθεσης είναι τα εξής:[6]
Η διάγνωση της αιμορραγικής διαταραχής μπορεί να γίνει με βάση τη σοβαρότητά της, αν κληρονομήθηκε ή αποκτήθηκε λαμβάνοντας υπόψη την κλινική εικόνα του ασθενή, τους παράγοντες κινδύνου, το ιατρικό και οικογενειακό ιστορικό, τη φυσική εξέταση και τις εξετάσεις αίματος. Η διάγνωση κατά πόσο η αιμορραγική διαταραχή έχει κληρονομηθεί ή είναι επίκτητη μπορεί να γίνει με ένα ή περισσότερα διαγνωστικά τεστ.[6][18][3] Αυτά περιλαμβάνουν:
Για ορισμένες διαταραχές, όπως η αιμορροφιλία Α, μπορεί να προσδιοριστεί η βαρύτητα της νόσου. Έτσι, εάν η εξέταση ανιχνεύσει 6% έως 30% των φυσιολογικών επιπέδων παράγοντα VIII, τότε υπάρχει ήπια αιμορροφιλία Α. Στην περίπτωση που ανιχνευτεί 1% έως 5% των φυσιολογικών επιπέδων παράγοντα VIII, τότε υπάρχει μέτρια βαρύτητας αιμορροφιλία Α, και όταν ανιχνευτεί λιγότερο από 1% των φυσιολογικών επιπέδων παράγοντα VIII, τότε υπάρχει σοβαρή μορφή αιμορροφιλίας Α.[3]
Η αντιμετώπιση των αιμορραγικών διαταραχών ποικίλλει ανάλογα με τη διαταραχή και μπορεί να περιλαμβάνει φαρμακευτική αγωγή και θεραπεία αντικατάστασης παράγοντα πήξης. Στην περίπτωση που η διαταραχή είναι ήπια, μπορεί να μην υπάρχει ανάγκη συστηματικής θεραπευτικής αγωγής. Τα φάρμακα για την αντιμετώπιση των αιμορραγικών διαταραχών μπορεί να περιλαμβάνουν αντιφρινολυτικούς παράγοντες, όπως το τρανεξαμικό οξύ, για τη θεραπεία της αιμορραγίας μετά τον τοκετό ή κατά τη διάρκεια διαδικασιών όπως αυτές που περιλαμβάνουν οδοντιατρική επέμβαση. Άλλα φάρμακα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν είναι η δεσμοπρεσσίνη, μια ανθρώπινη ορμόνη, για τη θεραπεία της ήπιας αιμορραγίας στην αιμορροφιλία ή στην νόσο φον Βίλεμπραντ, ανοσοκατασταλτικά, όπως πρεδνιζόνη για τον αποκλεισμό της παραγωγής αντισωμάτων σε επίκτητες αιμορραγικές διαταραχές, και συμπλήρωμα βιταμίνης Κ, για τη θεραπεία της αιμορραγίας λόγω ανεπάρκειας βιταμίνης Κ.[3]
Η θεραπεία αντικατάστασης παραγόντων είναι ένας τύπος θεραπείας όπου δίδονται παράγοντες πήξης που προέρχονται από αιμοδοσίες ή παράγονται σε εργαστήριο για να αντικαταστήσουν τον παράγοντα πήξης που λείπει. Ο παράγοντας αυτός μπορεί να αντικατασταθεί μόλις εμφανιστεί η αιμορραγία ή για την αποτροπή της αιμορραγίας (προφυλακτική θεραπεία). Η προφυλακτική θεραπεία χρησιμοποιείται συχνότερα σε σοβαρές αιμορραγικές διαταραχές.[3]