Ακάνθοφις | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Το είδος Acanthophis laevis
| ||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
|
Ο ακάνθοφις (λατινική-επιστημονική ονομασία Acanthophis) είναι γένος φιδιών, γνωστά κοινώς ως «οχιές του θανάτου» (death adders), που ζουν στη φύση στην Αυστραλία, τη Νέα Γουινέα και γειτονικά νησιά. Είναι από τα πιο δηλητηριώδη φίδια πάνω στη Γη. Παρά την κοινή ονομασία τους, που προήλθε από την παρόμοια εμφάνισή τους, δεν είναι οχιές, δηλαδή δεν ανήκουν στην οικογένεια Viperidae (εχιδνίδες), αλλά στις ελαπίδες, δηλαδή είναι συγγενικά με τις κόμπρες. Η ονομασία του γένους προέρχεται από τις αρχαίες ελληνικές λέξεις ἄκανθος (= αγκάθι) και ὄφις (= φίδι), και αναφέρεται στην άκανθα («αγκάθι») στην ουρά των φιδιών αυτών.
Το Ολοκληρωμένο Σύστημα Ταξινομικών Πληροφοριών (ITIS) καταλογογραφεί επτά είδη στο γένος[2], αλλά παραμένει ασαφές το πόσα είδη περιλαμβάνει στην πραγματικότητα, με τις γνώμες των ειδικών να κυμαίνονται από 4 μέχρι 15 είδη.
Ο Γάλλος ζωολόγος και φυσιοδίφης Φρανσουά Μαρί Ντωντέν όρισε το γένος Acanthophis το 1803, με την «κοινή οχιά του θανάτου» (A. cerastinus) ως μοναδικό του είδος.[3]
Παρά το ότι έχουν παρόμοια εμφάνιση με οχιές, τα φίδια του γένους ταξινομούνται σε μια άλλη οικογένεια, τις ελαπίδες, μαζί με τις κόμπρες, τα μάμπα και τα κοραλλιόφιδα.
Παραμένει ασαφής ο αριθμός των ειδών ακάνθοφι. Παραδοσιακά αναγνωρίζονται μόνο τα είδη A. antarcticus, A. praelongus και A. pyrrhus. Το 1985 οι Wells & Wellington πρότειναν 4 ακόμα νέα είδη, τα A. armstrongi, A. hawkei, A. lancasteri και A. schistos, αλλά η πρόταση δεν υιοθετήθηκε τότε από πολλούς.[4] Το 1998 πέντε νέα είδη περιγράφηκαν (τα A. barnetti, A. crotalusei, A. cummingi, A. wellsi και A. woolfi)[5] και το 2002 άλλα τρία (A. groenveldi, A. macgregori και A. yuwoni).[6] Αυτά όλα έγιναν δεκτά με σκεπτικισμό[7][8][9] και μόνο το A. wellsi, για το οποίο έχει δημοσιευθεί εκτεταμένη περιγραφή[7], έχει τύχει ευρείας αναγνωρίσεως.[2][10] Περαιτέρω σύγχυση υπάρχει για τους ακάνθοφεις της Παπούα Νέα Γουινέα και της Ινδονησίας, που εντάσσονταν στο γένος A. antarcticus ή στο γένος A. praelongus. Αλλά το 2005 αποδείχθηκε ότι κάτι τέτοιο δεν υποστηρίζεται γενετικώς και οι «οχιές του θανάτου» της Νέας Γουινέας εμπίπτουν σε δύο βασικές ομάδες[11]: αυτή με τις πιο «λείες φολίδες» A. laevis (ένα σύμπλεγμα ειδών που περιλαμβάνει και τον ακάνθοφι της Νήσου Σέραμ), και σε αυτή με τις «τραχιές φολίδες» A. rugosus (σύμπλεγμα ειδών). Το δεύτερο σύμπλεγμα μπορεί να υποδιαιρεθεί περαιτέρω σε δύο υποομάδες: αυτή του A. rugosus sensu stricto από τη νότια Νέα Γουινέα και εκείνη του A. hawkei, από τη βόρεια Αυστραλία. Είναι πιθανό κάποια από αυτές να περιλαμβάνει περισσότερα του ενός είδη, καθώς π.χ. οι πληθυσμοί του A. laevis παρουσιάζουν εκτεταμένη ποικιλομορφία τόσο στα σχέδια όσο και στη μορφολογία των φολίδων.[11]
Ο ακάνθοφις έχει, όπως και οι οχιές, βραχύ και ρωμαλέο σώμα, τριγωνική κεφαλή, μικρές φολίδες κάτω από τα μάτια, πολλές μικρές φολίδες στην κορυφή της κεφαλής και εξέχουσες φολίδες πάνω από τα μάτια. Οι ραχιαίες φολίδες μπορεί να είναι λείες ή να έχουν υπερυψωμένη γραμμή στο μέσο. Τα σχέδια που σχηματίζουν είναι γενικώς διασταυρούμενες ζώνες με κάθετες ελλειπτικές κηλίδες.[12] Τα εμπρόσθια δόντια τους είναι μακρύτερα και πιο ευκίνητα από εκείνα των περισσότερων άλλων ελαπίδων, αλλά μικρότερα από το μήκος εκείνων των αληθινών οχιών.
Συνήθως ένας ακάνθοφις χρειάζεται 2 έως 3 έτη προκειμένου να φθάσει τις διαστάσεις ενός ενήλικου. Τα θηλυκά είναι γενικώς λίγο μεγαλύτερα από τα αρσενικά. Τα είδη του γένους μπορεί να τα ξεχωρίσει κάποιος εύκολα από όλα τα άλλα φίδια της Αυστραλίας από το τέλος της ουράς τους, που μοιάζει με σκουληκάκι και χρησιμεύει στο φίδι για να προσελκύει τη λεία του, μικρά ζώα που τρέφονται και με σκουλήκια. Τα περισσότερα είδη έχουν φαρδείς σχηματισμούς από χρωματιστές ζώνες γύρω από τα σώματά τους, αλλά το χρώμα διαφέρει ακόμα και από τόπο σε τόπο. Μπορεί να είναι μαυρειδερό, γκρίζο, ερυθρωπό και κίτρινο, αλλά και καφετί ή γκριζοπράσινο.
Οι «οχιές του θανάτου» είναι ωοζωοτόκα φίδια, των οποίων τα έμβρυα αναπτύσσονται μέσα σε μεμβρανώδεις θύλακες μέσα στο σώμα του θηλυκού, το οποίο γεννά ζωντανά φιδάκια και όχι αυγά, μέσα σε θύλακες των 8 μέχρι 30 ατόμων.[12]
Αντίθετα με άλλα φίδια που τείνουν να φεύγουν όταν ενοχληθούν από ανθρώπινη παρουσία, οι οχιές του θανάτου τείνουν να κρατούν τις θέσεις τους, οπότε δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι τα φίδια αυτά είναι κωφά. Ωστόσο, στην πραγματικότητα αισθάνονται τις μικροδονήσεις του εδάφους, όπως και άλλα φίδια.
Αντίθετα με τα περισσότερα φίδια, ο ακάνθοφις δεν συλλαμβάνει τη λεία του κυνηγώντας την, αλλά κρύβεται σε ενέδρα και προσελκύει τη λεία προς αυτόν.[13] Θάβεται ανάμεσα στο υπόστρωμα (παλαιά πεσμένα φύλλα, χώμα ή και άμμος, αναλόγως του ενδιαιτήματος) όταν πεινάσει και εξέχουν μόνο η κεφαλή, που έχει γενικώς σχέδια και χρώμα «παραλλαγής», και η ουρά του. Το άκρο της ουράς χρησιμεύει για να προσέλκυση της λείας, καθώς όταν ταλαντώνεται μοιάζει πολύ με σκουληκάκι ή κάμπια. Μόλις η λεία του φιδιού επιχειρήσει να πιάσει το άκρο της ουράς, το φίδι επιτίθεται με τη γνωστή αστραπιαία ταχύτητα των φιδιών. Παρά το ότι μερικοί έχουν ισχυρισθεί ότι ο ακάνθοφις έχει το ταχύτερο κτύπημα από όλα τα φίδια παγκοσμίως[14], το θέμα δεν έχει ερευνηθεί αρκετά ώστε να γίνουν αξιόπιστες συγκρίσεις.[15] Οι οχιές του θανάτου τρέφονται συνήθως με γκέκο, όπως το είδος Gehyra dubia.
Ο ακάνθοφις μπορεί να ενέσει στο ζώο που δαγκώνει 40 έως 100 mgr (χιλιοστά του γραμμαρίου, μιλιγκράμ) ενός πολύ ισχυρού δηλητηρίου, με θανατηφόρο δόση LD50 of the venom was reported as 0,4 έως 0,5 mgr ανά χιλιόγραμμο του θύματος, σε υποδερμική έγχυση, και είναι μόνο νευροτοξικό, μη περιέχοντας αιματοτοξίνες ή μυοτοξίνες, αντίθετα με τα δηλητήρια των περισσότερων δηλητηριωδών φιδιών.