Αλέξανδρος Αγκρίκολα | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 1446 (περίπου)[1] Γάνδη |
Θάνατος | 15 Αυγούστου 1506[2][3][4] Βαγιαδολίδ[1] |
Αιτία θανάτου | Βουβωνική πανώλη[1] και πανώλη |
Συνθήκες θανάτου | φυσικά αίτια |
Χώρα πολιτογράφησης | Φλάνδρα |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Ιταλικά[5] Ολλανδικά[6] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | συνθέτης[1] |
Επηρεάστηκε από | Γιοχάνες Όκεγχεμ[7] |
![]() | |
Ο Αλέξανδρος ή Αλεξάντερ Αγκρίκολα ή Αλεξάντερ Άκερμαν (Alexander Agricola ή Alexander Ackerman, Γάνδη, καλοκαίρι 1446[i] – κοντά στο Βαγιαδολίδ, 15 Αυγούστου 1506), ήταν Φλαμανδός συνθέτης της Αναγέννησης, ο οποίος έγραφε στο γαλλο-φλαμανδικό ύφος[8]. Ήταν διάσημος συνθέτης περίπου το 1500 και η μουσική του ήταν ευρέως διαδεδομένη σε όλη την Ευρώπη.
Ο Αγκρίκολα γεννήθηκε στη Γάνδη, όπως αναφέρεται σε μία προσφάτως ανακαλυφθείσα επιτάφια επιγραφή, γραμμένη το 1538, από τον Georg Rhau: Epitaphion Alexandri Agricolæ symphonistæ regis Castiliæ [9] Εκεί υπάρχει αναφορά για τον «Βέλγο» συνθέτη που απεβίωσε σε ηλικία 60 ετών, ενόσω ταξίδευε στην Ισπανία υπηρετώντας τον Φίλιππο τον Αρρενωπό. Κατόπιν ανακαλύφθηκαν δύο ακόμη επιτάφιες επιγραφές, από την Μ. Μπλάκμπερν (Bonnie Blackburn), στις οποίες διευκρινίζεται η ακριβής ημερομηνία θανάτου του συνθέτη και ο τόπος γέννησής του (Γάνδη). Στα διάφορα αρχεία και χειρόγραφα της εποχής, αναφέρεται κατά κανόνα με το λατινικό επώνυμο Αγκρίκολα (=αγρότης, γεωργός), παρόλο που σε κάποια κατάσταση πληρωμής της Αυλής της Βουργουνδίας (1500), αναφέρεται με το πραγματικό του επώνυμο, Άκερμαν.
Ο Αλεξάντερ και ο -ένας τουλάχιστον- αδελφός του Γιαν ήσαν οι, αγνώστου πατρός, γιοί της Ν. Λέισμπετ (Naps Lijsbette), γνωστής και ως Quansuijs. Αυτή η δυναμική και ανεξάρτητη γυναίκα-επιχειρηματίας, της οποίας η περιουσία ήταν διόλου αμελητέα, πέθανε το 1499. Οι επιχειρήσεις της είχαν έδρα τη Γάνδη και χρονολογούνταν εκεί, ήδη από τις αρχές του 1440. Ο θετός πατέρας του Αλέξανδρου ήταν ο Χάινρικ Άκερμαν (Heinric Ackerman(n)), δικηγόρος στο σπίτι ενός πλούσιου πολίτη της Γάνδης. Ο Χάινρικ πρέπει να πέθανε λίγο μετά το 1474 και, μολονότι τα τεκμηριωμένα στοιχεία και οι δραστηριότητες της συζύγου του είναι άφθονα, δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα που μπορεί να ρίξει φως σχετικά με τη μουσική εκπαίδευση του Αλέξανδρου. Ίσως ήταν ψάλτης (τραγουδιστής), μαζί με τον αδελφό του στην ενοριακή εκκλησία του Αγίου Νικολάου στη Γάνδη, της οποίας η πλούσια μητέρα τους υπήρξε δωρητής, το 1450 [10]. Αργότερα, ο νεαρός Αλέξανδρος αποφάσισε να λατινοποιήσει το επώνυμό του από Άκερμαν σε Αγκρίκολα.
Λαμβάνοντας υπ'όψιν την κατοπινή φήμη του Αγκρίκολα, ως εκτελεστή εγχόρδων, πιθανόν να είχε συμμετοχή από νεαρή ηλικία, στα διάφορα σύνολα ενόργανης μουσικής στη Γάνδη. Περιστασιακά, ο συνθέτης κατονομαζόταν ως Maistre Αλέξανδρος (=δάσκαλος) και, αν και δεν είναι σαφές, μπορεί να σημαίνει ότι ήταν κάτοχος κάποιου πανεπιστημιακού πτυχίου ή κάποιου πιστοποιητικού σπουδών ανώτερης εκπαίδευσης που είχε να κάνει με κάποια μουσική δραστηριότητα.
Είναι πολύ πιθανόν, όχι όμως και βέβαιο με δεδομένη τη σχεδόν παντελή απουσία πλήρων καταλόγων για την περίοδο 1455-1480, ότι εργάστηκε στη Νάπολη μέχρι το 1470, για να δεχτεί μια δουλειά στο Μιλάνο, που τότε βρισκόταν υπό την ηγεσία του δούκα Γκαλεάτζο Μαρία Σφόρτσα (Galeazzo Maria Sforza), από το 1471 έως το 1474, στη διάρκεια μας περιόδου κατά την οποία, η εκεί χορωδία του αυλικού παρεκκλησίου εξελίχθηκε σε ένα από τα μεγαλύτερα και πιο διάσημα σύνολα στην Ευρώπη. Εκεί βρέθηκαν επίσης, οι Λουαζέ Κομπέρ (Loyset Compère), Γιοχάνες Μαρτίνι (Johannes Martini), Ζαν Κορντιέ (Jean Cordier) και Γκάσπαρ φαν Βίιρμπέκε (Gaspar van Weerbeke) εκείνη την περίοδο.[10][11] Ο Αγκρίκολα, στο μεταξύ νυμφεύτηκε το 1470.
Το πρώτο έγγραφο που αφορά αναμφισβήτητα στον συνθέτη, προέρχεται από τον καθεδρικό ναό του Καμπραί (Cambrai), όπου έλαβε την πληρωμή των 4 λιβρών (livres) για τις υπηρεσίες του ως «μικρός εφημέριος» (ψάλτης) το 1475-1476. Το Καμπραί, το οποίο σήμερα ανήκει στη Γαλλία, εκείνη την εποχή αποτελούσε τμήμα των Κάτω Χωρών. Ο Αγκρίκολα έφθασε εκεί, στα μέσα του 1474, με την οικογένειά του, έχοντας στα χέρια του συστατική επιστολή του δούκα Σφόρτσα του Μιλάνου. Είναι εκείνο το διάστημα που βρέθηκε το παλαιότερο διατηρημένο αντίγραφο ενός από τα έργα του: Gaudent in Celis, που υπάρχει σε χειρόγραφο και χρονολογείται γύρω στο 1476. Ωστόσο, στον βαθμό που μπορεί να κριθεί βάσει των διατηρημένων πηγών, η διεθνής διάδοση της μουσικής του Αγκρίκολα δεν είχε ξεκινήσει μέχρι το 1490. Λόγω της σπανιότητας των πηγών που υπάρχουν στην Ολλανδία και τη Γαλλία για τις δεκαετίες 1470 και 1480, τα πρώιμα έργα του, μπορεί να είχαν διαδοθεί κυρίως σε αυτές τις χώρες. Δεν είναι γνωστό εάν κάποιος Αγκρίκολα, οργανίστας στην Ουτρέχτη, είναι το ίδιο πρόσωπο με τον συνθέτη. [ii] Εκείνο που είναι γνωστό με βεβαιότητα για τη ζωή του συνθέτη πριν 1491, είναι ότι έζησε και εργάστηκε στη Φλάνδρα και τη Γαλλία.
Μετά από την εργασία στο Καμπραί, χάνονται τα ίχνη του Αγκρίκολα για μια περίοδο δέκα ετών. Πιθανόν να εργάστηκε στη Γερμανία ή/και την Αυστρία, διότι στα έργα του, εκείνης της εποχής, χρησιμοποιεί αρκετά το γερμανικό κοράλ.[10] Μπορεί το όνομά του να μη βρίσκεται στον κατάλογο του Αυλικού παρεκκλησίου της Γαλλίας, με ημερομηνία 28 Ιουλίου 1486, (η μόνη λίστα του είδους της που είχε διατηρηθεί για εκείνη τη δεκαετία), αλλά σίγουρα υπηρέτησε εκεί για τα επόμενα πέντε χρόνια. Μάλιστα, ήταν συνάδελφος με τον ξακουστό, εκείνη την εποχή, Γιοχάνες Όκεγχεμ. Τότε πρέπει να έκτισε τη φήμη του ως συνθέτης, διότι ήταν σε μεγάλη ζήτηση γύρω στο 1490, με τη Γαλλία και τη Νάπολη να ανταγωνίζονται για τις υπηρεσίες του. Το ξέρουμε αυτό, επειδή έφυγε από το Αυλικό παρεκκλήσι χωρίς την άδεια του γαλλικού κράτους το 1491, για να πάει στη Μάντοβα και τη Φλωρεντία, όπου διορίστηκε στον Καθεδρικό Ναό στις 1 Οκτωβρίου 1491 με μηνιαίο μισθό τέσσερα φιορίνια και όπου εργάστηκε ως συνάδελφος του Ενρίκους Ισαάκ (Henricus Isaac). Σε μια επιστολή του Καρόλου του Ευγενικού προς τον Πέτρο Β’ των Μεδίκων στις 25 Απριλίου, κατά πάσα πιθανότητα του έτους 1492, υπάρχει καταγραμμένο ότι βασιλιάς της Γαλλίας είχε ζητήσει επίμονα την επιστροφή του Αγκρίκολα, «τραγουδιστή του παρεκκλησίου μας» και «λαουτίστα ο οποίος εργαζόταν στο μουσικό σύνολό του». Ο Αγκρίκολα, αιφνιδιάστηκε και ίσως φοβήθηκε από τη συγκεκριμένη επιστολή, διότι είχε φύγει από τη Γαλλία χωρίς κρατική άδεια, όπως προαναφέρθηκε.
Το συμβόλαιο εργασίας του Αγκρίκολα στον Καθεδρικό Ναό της Φλωρεντίας σταμάτησε από την 1η Ιουνίου 1492. Μόλις δύο εβδομάδες αργότερα, τον βρίσκουμε στην Αυλή της Νάπολης. Φαίνεται ότι ο -αμετανόητος- Αγκρίκολα αγνόησε ακόμη μία φορά τις διαταγές του Γάλλου βασιλιά, βρίσκοντας καταφύγιο στην ιταλική πόλη. Με επιστολή της 13ης Ιουνίου του Φερδινάντου Α’ (Ferdinand I), προς τον Κάρολο τον Ευγενικό, ο βασιλιάς της Νάπολης επιβεβαίωσε ότι ο Αλέξανδρος είχε περάσει μερικές μέρες στην Αυλή του, και τον απολάμβανε ακούγοντας το τραγούδι του, χαρούμενος που τού πρόσφερε τις υπηρεσίες του. Ο Φερδινάντος, για πολιτικούς λόγους δεν ήθελε να προσβάλει τον ηγεμόνα της Γαλλίας και συναίνεσε στην αποχώρηση του συνθέτη, λίγο αργότερα. Ο Αγκρίκολα θα επιστρέψει στη Γαλλία, μέσω Ρώμης και Φλωρεντίας, στις 28 Οκτωβρίου 1492, όπου θα βρεθεί ξανά στην οργανική του θέση. Ωστόσο, δεν θα μείνει στη Γαλλία για πολύ, διότι μαζί με τον Γιοχάνες Γκιζελέν (Johannes Ghiselin), θα ξαναπάει στη Νάπολη, αυτή τη φορά στην υπηρεσία του Αλφόνσου Β’, με την ελπίδα να πάρει οριστική άδεια από το γαλλικό κράτος. Αυτό δεν έγινε, όμως, και ο Αγκρίκολα πήρε και πάλι τον δρόμο της επιστροφής στη Γαλλία
Αργότερα, ο βασιλιάς Φερδινάνδος έδωσε εντολή στον πρέσβη του στην Αυλή της Γαλλίας να προτείνει στον Αλέξανδρο ένα μισθό 300 δουκάτων, για να επιστρέψει στην Ιταλία. Ο συνθέτης δέχθηκε προφανώς την προσφορά του Φερδινάνδου αλλά αναγκάστηκε να αναβάλει τον διορισμό, λόγω της ταχείας επιδείνωσης της πολιτικής κατάστασης στη Γαλλία, τον Απρίλιο του 1493. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, ο Φερδινάνδος έδωσε εντολή στον Γάλλο πρεσβευτή του να μεταφέρει στον Αγκρίκολα ότι, κατανοεί τους λόγους για τους οποίους δεν μπορεί να έρθει. Τελικά, πέντε μήνες αργότερα, ο συνθέτης ήρθε στη Νάπολη, αλλά όχι για να δεχθεί την προσφορά εργασίας. Μια επιστολή της 10ης Φεβρουαρίου 1494 (δεκαεπτά ημέρες μετά τον θάνατο του Φερδινάνδου) δείχνει την παρουσία του συνθέτη στην Αυλή της Νάπολης, όπως και μια άλλη επιστολή, με ημερομηνία 6 Μαρτίου 1494, αλλά είναι σαφές από τα καταγεγραμμένα ότι βρισκόταν ακόμη στην υπηρεσία του βασιλιά της Γαλλίας.
Τίποτα δεν είναι γνωστό για την τύχη του συνθέτη μεταξύ Μαρτίου 1494 και όταν αποδέχθηκε μια θέση εργασίας στην Αυλή της Βουργουνδίας, δηλαδή, τον Αύγουστο του 1500. Ίσως ο θάνατος της μητέρας του, τον Φεβρουάριο του 1499, τον έφερε πίσω στη Γάνδη για να κανονίσει φορολογικά ζητήματα για την κληρονομιά που ο ίδιος και ο αδελφός του, Γιαν, έπρεπε να αναλάβουν, όπως καταγράφεται σε αρχεία της πόλης. Όπως και να έχει, ο Αγκρίκολα είχε την ευκαιρία να επιστρέψει στη γενέτειρά του και να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον Φίλιππο τον Αρρενωπό, ο οποίος ήταν δούκας της Βουργουνδίας και βασιλιάς της Καστίλλης. Από οικονομικά αρχεία στη Γάνδη της 30ής Νοεμβρίου 1505, επιβεβαιώνεται η καταβολή του μισθού του κατά την ημερομηνία αυτή, σε συνδυασμό με τις πληρωμές σε συνθέτες όπως ο Pierre de la Rue, Anthonius Divitis και Marbrianus Orto.
Ο Αγκρίκολα συνόδευε, ως μέλος του φημισμένου συνόλου της Βουργουνδίας, τον βασιλιά σε όλα τα ταξίδια που εκείνος έκανε. Έτσι, θα πάει στο Λουξεμβούργο τον Νοέμβριο του 1500 και από εκεί στην Ισπανία. Αυτές οι περιοδείες γνώρισαν μεγάλη επιτυχία, με τον Αγκρίκολα να γίνεται διάσημος τόσο ως συνθέτης όσο και ως τραγουδιστής. Σημαντικοί ενδιάμεσοι σταθμοί ήσαν το Παρίσι και το Τολέδο, όπου το 1502, το σύνολο είχε την τιμή να παίξει ενώπιον των φημισμένων Ισπανών βασιλέων Φερδινάνδου και Ισαβέλλας. Κατά τα αμέσως επόμενα έτη θα ακολουθήσουν επιτυχημένα ταξίδια στη Μαδρίτη, την Γκουανταλαχάρα, το Περπινιάν και τη Λυών. Προτελευταίο, ήταν ένα ταξίδι στη Γερμανία, όπου το μουσικό σύνολο θα συναντήσει τον πατέρα του Φιλίππου, Μαξιμιλιανό Α΄, στις 13 Σεπτεμβρίου 1503. Τ ο δεύτερο, και μοιραίο για τον συνθέτη, ταξίδι στην Ισπανία, θα ξεκινήσει στις 10 Ιανουαρίου 1506 και θα πραγματοποιηθεί διά θαλάσσης. Τραγουδιστές και εκτελεστές μουσικών οργάνων είχαν στη διάθεσή τους δικό τους πλοίο. Στις 13 Ιανουαρίου ξέσπασε καταιγίδα και, μέρος του στόλου, όπως και το πλοίο των μουσικών ξέφυγε εντελώς από την πορεία του και αναγκάστηκε να προσαράξει στο Φάλμαουθ της Αγγλίας. Τελικά, μετά από απίστευτη ταλαιπωρία, ο στόλος έφθασε στη Λα Κορούνια της Ισπανίας, στις 27 Απριλίου του 1506. Το ταξίδι θα συνεχιστεί μέχρι το Βαγιαδολίδ, όπου η κουστωδία έφθασε στις 22 Ιουλίου 1506, όμως πολλά μέλη είχαν ήδη αρρωστήσει όπως και ο Αγκρίκολα, ο οποίος παρουσίασε υψηλό πυρετό (febris fervens) και απεβίωσε στις 15 Αυγούστου 1506.[10] Για τα αίτια του θανάτου του, δεν υπάρχουν περαιτέρω στοιχεία, αλλά εκείνη την περίοδο υπήρχε επιδημία πανώλης στην περιοχή.[12] Ενταφιάστηκε στην πόλη, όμως δεν έγινε γνωστό, σε ποια εκκλησία.
Ο Αλέξανδρος Αγκρίκολα έγραψε λειτουργίες, μοτέτα και πολυφωνικά τραγούδια (με στίχους στα γαλλικά, ολλανδικά και ιταλικά). Παραμένει πιστός στη γαλλο-φλαμανδική παράδοση και είναι ο «αντίπαλος» του Ζοσκέν ντε Πρε (Josquin des Pres). Δεν υπάρχουν ενδείξεις για οποιαδήποτε ιταλική επιρροή στα έργα του, το οποίο χαρακτηρίζεται από το δυναμικό ύφος του. Βλέπει το τραγούδι ως ευκαιρία για λαμπρές παραλλαγές, μέσω του οποίου και, με εντυπωσιακά διανθίσματα, τού επιτρέπει να εκφράσει τα συναισθήματά του.
Σε σύγκριση με άλλους συνθέτες της γενιάς του, ο Αγκρίκολα δεν φαίνεται να ήταν ιδιαίτερα παραγωγικός. Η μουσική του είναι περισσότερο γνωστή για τη «μακρηγορία» της, καθώς και από μία εκκεντρική ευαισθησία, σχεδόν μπαρόκ, η οποία περιγράφηκε από έναν παρατηρητή του 16ου αιώνα ως «ασυνήθιστη, τρελή και παράξενη». Κατά κάποιο τρόπο, η γενική μορφή των έργων του είναι παρόμοια με εκείνη των άλλων συνθετών που γεννήθηκαν γύρω στα μέσα του 15ου αιώνα, ιδιαίτερα κατά τη χρήση της διάρθρωσης, του οστινάτο (ostinato) και τις κινήσεις των εξωτερικών φωνές σε παράλληλες δέκατες. Αλλά η πρωτοτυπία των έργων του έγκειται στο παράδοξο ότι, ενσωματώνει συχνές βραχυπρόθεσμες καντέντσες, ενώ τα τυπικά μοτίβα που συχνά περιλαμβάνονται σε μια τυπική μελωδική κλίμακα, έχουν αξιόλογο εύρος. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, τα έργα του να θυμίζουν τον Όκεγχεμ (Ockeghem), που ο Αγκρίκολα φαίνεται να έχει μελετήσει πολύ, αλλά με πιό ευέλικτη και πλουσιότερη γλώσσα.
Οι σύγχρονοι μελετητές έχουν ανακαλύψει πολλές φορές, μια «νευρική» και «τραχεία» ποιότητα στις μελωδικές επινοήσεις του Αγκρίκολα. Φαίνεται ότι η άποψη αυτή έχει τις ρίζες της στον Άμπρος (Ambros), του οποίου η γνώμη για τον συνθέτη, αξίζει να αναφερθεί στην εξής συνεπτυγμένη παράγραφο: «Μεταξύ των συγχρόνων του, είναι ο πιο περίεργος και ιδιόρρυθμος, και ενδίδει στην πιο μοναδική πτήση της φαντασίας - επιπλέον, τείνει να γράφει ένα είδος αντίστιξης που είναι απείθαρχα σκοτεινή και ευαίσθητη.» Παρόλο που υπάρχει κάποια δόση υπερβολής σ’αυτή την άποψη, όντως ο Αγκρίκολα εμφανίζει κάποιο είδος «υπερδραστηριότητας» στα έργα του (συμπεριλαμβανομένων των λειτουργιών και μοτέτων του), με αποτέλεσμα που εύστοχα περιγράφεται ότι εμπεριέχει μια «ηλεκτρισμένη μουσική ένταση».
Ο Αγκρίκολα, εξαιρετικός τραγουδιστής ο ίδιος, έγραψε περισσότερα από 80 τραγούδια και είναι από τους σημαντικότερους συνθέτες κοσμικής μουσικής του 15ου αιώνα. Η πλειοψηφία των τραγουδιών είναι γραμμένα πάνω σε ποιήματα της εποχής, σε σταθερό σχήμα (forme fixe) και, με τα περισσότερα να έχουν συντεθεί γύρω στο 1480.[13]
Η πλειονότητα των τραγουδιών είναι γραμμένη με την τεχνική της μίμησης σε τρεις φωνές και, σχετικά μικρή έμφαση στην έκφραση του κειμένου. Μερικά (όπως το πολύ δημοφιλές τραγούδι Αναμονή (Pending) είναι ως επί το πλείστον συλλαβικά (τονίζονται στη συλλαβή), ενώ τα περισσότερα είναι γραμμένα σε ελεύθερο τονισμό, χαρακτηριστικό στυλ του Αγκρίκολα.
Ο διαμοιρασμός των φωνών χαρακτηρίζει και τα περισσότερα από τα οργανικά κομμάτια του Αγκρίκολα. Η κύρια φωνή χρησιμοποιείται ως cantus firmus για μικρό σύνολο 2 ή 4 συνολικά φωνών. Και στην περίφημη 6-μερή εναρμόνιση της Fortuna desperata τρεις νέες φωνές προστίθενται σε εκείνες της αρχικής.
Η θρησκευτική μουσική του Αγκρίκολα εμφανίζει πολύ μεγάλη ποικιλία, η οποία αποτυπώνεται όχι μόνο με τεχνικά αλλά και εκφραστικά μέσα. Τα έργα του περιλαμβάνουν μικρής διάρκειας μοτέτα, σε ένα μέρος, γραμμένα επί τη ευκαιρία εορτασμών και άλλων εκδηλώσεων, όπως γινόταν με πολλούς συγχρόνους με αυτόν συνθέτες (η διμερής σύνθεση Transit Anna Τimor είναι η μόνη και προφανής εξαίρεση).
Από τις 8 τετράφωνες σωζόμενες λειτουργίες, οι 3 φαίνεται να έχουν συντεθεί ελεύθερα, η 1 πάνω σε ένα παραφρασμένο άσμα και οι υπόλοιπες 4 βασίζονται σε cantus firmus με πολυφωνική επεξεργασία. Οι περισσότερες από αυτές φαίνεται να γράφηκαν κατά το τελευταίο μέρος της ζωής του Αγκρίκολα (ιδιαίτερα στο αυλικό παρεκκλήσι της Γαλλίας και κατά την περίοδο στη Βουργουνδία).
Τα έργα του Αλεξάντερ Αγκρίκολα βασίζονται στον κατάλογο Opera omnia, éd. E.R. Lerner, CMM, xxii / 1-5 (1961-1970) – [ L ] Γλώσσες: la=Λατινικά, fr=Γαλλικά, nl=Ολλανδικά, it= Ιταλικά
Μερικά έργα του Αλέξανδρου Αγκρίκολα μεταγράφηκαν για λαούτο από τον Γερμανό Χανς Νοϊζίντλερ (Hans Neusidler).
i. ^ Κατ’άλλους γεννήθηκε το 1445.
ii. ^ Εκείνη την εποχή, το εκλατινισμένο επώνυμο Αγκρίκολα ήταν «της μόδας», σε πολλούς καλλιτέχνες και διανοούμενους