Αλβανική μαφία | |
---|---|
Ίδρυση | 1990 |
Έτη δράσης | 1990 – σήμερα |
Περιοχές | Αλβανία, Κοσσυφοπέδιο, Βόρεια Μακεδονία, Μαυροβούνιο, Ελλάδα, Ιταλία, Τσεχία, Σλοβακία, Σλοβενία, Σερβία, Καναδάς, Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία, Ελβετία, Αυστραλία, Γαλλία, Ηνωμένες Πολιτείες, Κάτω Χώρες, Βέλγιο, Ισραήλ, Κίνα, Σουηδία, Νορβηγία, Φινλανδία κτλ. |
Εθνικότητα | Αλβανοί |
Εγκληματικές δραστηριότητες | Εμπορία όπλων, δολοφονίες, εκβιασμοί, ληστείες, εμπορία ανθρώπων, τοκογλυφία, διακίνηση ναρκωτικών, κλοπές, ξέπλυμα μαύρου χρήματος, λαθρεμπόριο άγριων ζώων, δωροδοκίες. |
Συμμάχοι | Σικελική μαφία, Καμόρα, Ντρανγκέτα, Σάκρα Κορόνα Ουνιτά, Σοσιετά Φοτζιάνα, Ελληνική μαφία, Αμερικανική μαφία |
Σχετικά πολυμέσα |
Το Αλβανικό οργανωμένο έγκλημα κοινώς γνωστό και ως «Αλβανική μαφία» (Αλβανικά: Mafia Shqiptare) είναι ένας γενικός όρος που αναφέρεται στις εγκληματικές οργανώσεις που εδρεύουν στην Αλβανία ή αποτελούνται από Αλβανούς. Η Αλβανική μαφία δραστηριοποιείται στην Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική, τη Νότια Αμερική, και διάφορα άλλα μέρη του κόσμου, συμπεριλαμβανομένης της Μέσης Ανατολής και της Ασίας. Συμμετέχει σε ένα ευρύ φάσμα εγκληματικών επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένης της διακίνησης ναρκωτικών, όπλων, ανθρώπων και ανθρώπινων οργάνων και χαρακτηρίζεται από διαφοροποιημένες εγκληματικές ομάδες οι οποίες, στην πολυπλοκότητά τους, δείχνουν μια από τις υψηλότερες εγκληματικές ικανότητες στον κόσμο. Μόνο στην Αλβανία, υπάρχουν περισσότερες από 15 εγκληματικές οικογένειες που ελέγχουν το οργανωμένο έγκλημα.
Η αλβανική μαφία έχει μονοπωλήσει διάφορες διεθνείς σχέσεις από το Ισραήλ ως την Άπω Ανατολή, μέχρι τη δυτική ως τη Νότια Αμερική. Αυτές οι αναφορές δείχνουν κυρίως μια ισχυρή σχέση μεταξύ πολιτικών και διαφόρων αλβανικών οικογενειών μαφίας. Σύμφωνα με το Ερευνητικό Ινστιτούτο Ευρωπαϊκών και Αμερικανικών Σπουδών (RIEAS), οι αλβανικές μαφίες είναι υβριδικές οργανώσεις (διάφοροι τομείς της κοινωνίας), που συχνά συμμετέχουν σε εγκληματικές και πολιτικές δραστηριότητες.[1]
Η αλβανική μαφία, στο σύνολό της, αποτελεί μια από τις υψηλότερες εγκληματικές οργάνωσεις στον κόσμο, συνδυάζοντας τα «παραδοσιακά» χαρακτηριστικά - σαφώς εκδηλωμένα στην άκαμπτη εσωτερική πειθαρχία, στη δομή της συμμορίας, στις «ενδογαμικές στενές σχέσεις» (παντρεμένοι εντός της οργάνωσης) που αυξάνει την αδιαπερατότητα, την αξιοπιστία και την ενδογενή (εσωτερική) σταθερότητα - με σύγχρονα και καινοτόμα στοιχεία, όπως η υπερεθνικότητα, η εμπορική γνώση και η εγκληματική κουλτούρα των υπηρεσιών. Ο τεράστιος εφοδιασμός ανθρώπων και η συγκρητική (διαφορετική) φύση του αλβανικού εγκλήματος διευκόλυνε την εγκατάστασή της εκτός της μητρικής χώρας και την ένταξή της με την τοπική εγκληματικότητα, αξιοποιώντας τις ευκαιρίες που είναι εγγενείς σε ολόκληρο το δίκτυο αλβανών μεταναστών.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο όρος «αλβανική μαφία» μπορεί να περιλαμβάνει ή να αναφέρεται συγκεκριμένα σε διάφορες αλβανααμερικανικές ομάδες του οργανωμένου εγκλήματος, όπως ο Οργανισμός Ρουντάι και η Οργάνωση Μπαλάι που έχουν έδρα στη Νέα Υόρκη. Οι αλβανοαμερικανικές εγκληματικές ομάδες ποικίλλουν στην έκταση των διασυνδέσεών τους με τις ομάδες αλβανικής μαφίας στην Αλβανία ή την Ευρώπη, που κυμαίνονται από χαλαρές συνδεδεμένες ή κυρίως ανεξάρτητες ομάδες από τις αλβανικές εγκληματικές ομάδες στην Ευρώπη που είναι ουσιαστικά αμερικανικές επεκτάσεις των ευρωπαϊκών εγληματικών ομάδων.
Η τυπική δομή της αλβανικής μαφίας είναι ιεραρχική. Μια οικογενειακή συμμορία αναφέρεται ως «fis» (Σόι). Οι οικογένειες περιέχουν μια εκτελεστική επιτροπή γνωστή ως «Μπάτζρακ» και επιλέγουν ένα υψηλόβαθμο μέλος για κάθε μονάδα. Μια μονάδα καθοδηγείται από ένα «αφεντικό» που επιλέγει τον «υπαρχηγό» για να υπηρετήσει κάτω από αυτόν. Στη συνέχεια, ο υπαρχηγός θα επιλέξει έναν «Mik» (Φίλο) που ενεργεί ως σύνδεσμος προς τα μέλη και είναι υπεύθυνος για τον συντονισμό των δραστηριοτήτων της μονάδας.[2]
Τα μέλη αυτών των εγκληματικών ομάδων έχουν μεγάλη εξάρτηση στην πίστη, την τιμή και την οικογένεια - με τις σχέσεις αίματος και το γάμο να είναι πολύ σημαντικά. Οι περισσότερες από τα αλβανικές ομάδες φαίνεται να είναι «ντεμοντέ». Οι οικογένειες ή οι συμμορίες της αλβανικής μαφίας συνήθως αποτελούνται από ομάδες που έχουν χιλιάδες μέλη σε όλο τον κόσμο, αποτελώντας μια εκτεταμένη οικογένεια, που είναι εγκαταστημένες σε όλη τη διαδρομή των Βαλκανίων από τη Δυτική Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική.
Σύμφωνα με τον Ιωάννη Μιχαλέτο, η οικογενειακή δομή χαρακτηρίζεται από μια ισχυρή εσωτερική πειθαρχία, η οποία επιτυγχάνεται μέσω της τιμωρητικής δράσης για κάθε παρέκκλιση από τους εσωτερικούς κανόνες. Η τιμωρία εξασφαλίζει φόβο και αυτός εγγυάται την άνευ όρων πίστη στην οικογένεια. Οι διατάξεις της οικογενειακής δομής επιτρέπουν στους επίσημους νόμους να θεωρούνται δευτερεύοντες, ασήμαντοι και μη δεσμευτικοί. Δεδομένου ότι οι οικογένειες της μαφίας βασίζονται σε σχέσεις αίματος, ο αριθμός των μελών της συμμορίας είναι περιορισμένος και οι δεσμοί μεταξύ τους τείνουν να είναι πολύ ισχυροί. Ως αποτέλεσμα, η διείσδυση στη μαφία είναι σχεδόν αδύνατη. Μέλη άλλων εθνοτικών ομάδων μπορούν να γίνουν δεκτά μόνο για να εκτελέσουν μία φορά κάποια εργασία. Οι οικογένειες της αλβανικής μαφίας είναι οργανωμένες σε 4-6 ή περισσότερα επίπεδα. Μια τέτοια δομή τους επιτρέπει να διατηρούν την ικανότητα οργάνωσης δραστηριοτήτων ακόμη και σε περίπτωση που συλληφθούν ορισμένα από τα μέλη ή τις ομάδες της.[3]
Η αλβανική μαφία έχει συμμορίες σε όλο τον κόσμο. Στην Αλβανία, υπάρχουν ομάδες που λειτουργούν σε συγκεκριμένες πόλεις. Κάθε περιοχή ελέγχεται από διαφορετικές οικογένειες της μαφίας που επιβλέπουν τις διεθνείς επιχειρήσεις. Στο Shijak, η συμμορία Xhakja είναι ισχυρή και έχει εκτεταμένη ιστορία εγκληματικών μελών της οικογένειας.[4] Άλλες εξέχουσες οικογένειες της αλβανικής μαφίας που δραστηριοποιούνται εντός και γύρω από την Αλβανία περιλαμβάνουν: Την οικογένεια εγκλημάτων Μπρέγκους ή «Μπρέγκου», που διευθύνεται από τον Αρμίρ Μπρέγκου, ο οποίος διέμενε κάποιο διάστημα στο Ηνωμένο Βασίλειο, και την οικογένεια Οσμάνι [5] και τους "Banda e Lushnjës" της οποίας το αφεντικό Αλντο Μπάρε συνελήφθη και φυλακίστηκε.
Η αλβανική μαφία χρησιμοποιεί τον όρο «μπέσα», που σημαίνει «εμπιστοσύνη», ως όνομα για τον «κώδικα τιμής» τους.[6] Κατά τη διαδικασία ένταξης, ένα μέλος που εντάχθηκε στην αλβανική μαφία υποχρεούται να ορκιστεί. Ο όρκος στη συνέχεια θεωρείται ιερός επειδή ορίζεται ως «μπέσα» και είναι εξαιρετικά σημαντική στον αλβανικό πολιτισμό και θεωρείται μια λεκτική σύμβαση εμπιστοσύνης. Ειδικά στη Βόρεια Αλβανία, όταν κάποιος δίνει σε κάποιον την μπέσα του, σημαίνει ότι έχει δώσει σε κάποιον τη ζωή του και ότι πρόκειται να τον προστατέψει.
Το οργανωμένο έγκλημα εξαπλώθηκε στην Αλβανία στις αρχές της δεκαετίας του '90, μετά την πτώση του κομμουνισμού. Ο εκβιασμός και οι απειλές έγιναν συνηθισμένα.[7] Μια έκθεση του 2003 του Γραφείου του Ειδικού Συντονιστή του Συμφώνου Σταθερότητας για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη επισημαίνει ότι «Η Αλβανία είναι ο παράδεισος για το παράνομο εμπόριο. Ούτε το κράτος ούτε η αστυνομία παρουσιάζουν πρόβλημα για τους αρχηγούς των καρτέλ ναρκωτικών: μπορείτε να αγοράσετε πολιτικούς και δεν είναι σπάνιο αν ένας αρχηγός της εγκληματικής συμμορίας εργάζεται σε κάποιο κρατικό ίδρυμα».[8] Οι Αλβανικές εγκληματικές ομάδες συχνά εμπλέκονται σε εγκληματικές και πολιτικές δραστηριότητες προκειμένου να επηρεάσουν τις πολιτικές εξελίξεις. Οι πρωθυπουργοί της Αλβανίας Σαλί Μπερίσα και Έντι Ράμα έχουν συνδεθεί με διάφορες ομάδες οργανωμένου εγκλήματος στην Αλβανία.[7]
Σύμφωνα με το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ , «η Αλβανία είναι ο ακρογωνιαίος λίθος του οργανωμένου εγκλήματος παγκοσμίως και τα κύρια σημεία διακίνησης ναρκωτικών, όπλων, μεταναστών και πλαστών προϊόντων».[9] Επιπλέον, «τα καρτέλ διακρίνονται από την απουσία κάθετης ιεραρχίας και ελέγχονται από οικογενειακές ομάδες. Τέσσερις μεγάλες συμμορίες ελέγχουν 20 οικογένειες που δραστηριοποιούνται επίσης στην εμπορία ανθρώπων, την πορνεία, τον εκβιασμό, τις κλοπές αυτοκινήτων και τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες». γράφει ο Σπούτνικ.
Μέχρι τη δεκαετία του 1990, οι Αλβανοί του Κοσσυφοπεδίου χρησίμευαν ως αγγελιοφόροι για τουρκικές συμμορίες. Ωστόσο, μια ραγδαία αύξηση της αλβανικής μετανάστευσης στη Δυτική Ευρώπη δημιούργησε εκτεταμένα δίκτυα οργανωμένου εγκλήματος, με αποτέλεσμα την αλβανική επικράτηση ολόκληρου του παράνομου εμπορίου που διέρχεται στη Δυτική Ευρώπη μέσω των Βαλκανίων.[8] Η Αλβανία γνώρισε αύξηση των συμμοριών και του εμπορίου ναρκωτικών μετά την οικονομική κατάρρευση κατά τη δεκαετία του 1990, που προκλήθηκε από τα συστήματα πυραμίδων το 1997. Η εξάρτηση της Αλβανίας από το εμπόριο ναρκωτικών και το λαθρεμπόριο οδήγησε τη χώρα να ανακηρυχθεί ως το μόνο κράτος της Ευρώπης που έχει μεγάλη οικονομική εξάρτηση από τα ναρκωτικά.[10][11]
Οι ιταλικές και τουρκικές εγκληματικές οργανώσεις είναι οι κύριοι εταίροι της αλβανικής μαφίας στο λαθρεμπόριο ναρκωτικών, οι οποίες σύμφωνα με τον Σπούτνικ, διατηρούν δεσμούς με αξιωματούχους, την αστυνομία, τα τελωνεία, τις υπηρεσίες πληροφορίων, ακόμη και τους στρατιωτικούς στις χώρες τους.