Αλεξάντρ Γκέντικε | |
---|---|
![]() | |
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 4 Μαρτίου 1877 Μόσχα |
Θάνατος | 9 Ιουλίου 1957[1][2][3] Μόσχα |
Τόπος ταφής | κοιμητήριο Βεντεσκόε |
Χώρα πολιτογράφησης | Ρωσική Αυτοκρατορία Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Ρωσικά[4][5] |
Εκπαίδευση | Doctor of Sciences in History of art |
Σπουδές | Ωδείο της Μόσχας |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | συνθέτης πιανίστας οργανίστας μουσικός παιδαγωγός διδάσκων πανεπιστημίου |
Εργοδότης | Ωδείο της Μόσχας |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | βραβείο Στάλιν Καλλιτέχνης του Λαού της ΡΣΟΣΔ τάγμα του Κόκκινου Λαβάρου της Εργασίας Αξιόλογος καλλιτέχνης της Ρωσικής Σοβιετικής Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας τάγμα του Λένιν |
Ο Αλεξάντρ Φιοντόροβιτς Γκέντικε (Alexander Fyodorovich Goedicke, ρωσικά: Алекса́ндр Фёдорович Гёдике, Μόσχα 4 Μαρτίου 1877 [i] – Μόσχα 9 Ιουλίου 1957) ήταν Ρώσος συνθέτης, πιανίστας και οργανίστας.
Ο Γκέντικε γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου/20 Φεβρουαρίου του 1877 στη Μόσχα, σε οικογένεια γερμανικής καταγωγής, η οποία είχε εγκατασταθεί από παλιά στη Ρωσία. Ο προπάππος του, Χάινριχ Γκέοργκ (Heinrich Georg Gödike), ήταν οργανίστας της Καθολικής Εκκλησίας στην Αγία Πετρούπολη και διευθυντής του Γερμανικού Δραματικού Θεάτρου. Ο παππούς του, Καρλ Αντρέγεβιτς (Karl Andreevich Goedicke), ήταν δάσκαλος χορωδιακού τραγουδιού στη Μόσχα, όπου υπηρέτησε ως οργανίστας της Καθολικής Εκκλησίας του Αγίου Λουδοβίκου της Γαλλίας.[6] Τέλος, ο πατέρας του, Φιόντορ Κάρλοβιτς (Fyodor Karlovich), εργάστηκε ως οργανίστας στην ίδια εκκλησία, ήταν πιανίστας στην ορχήστρα του Θεάτρου Μπολσόι και δίδαξε πιάνο στο Ωδείο της Μόσχας. Ο σημαντικός ρώσος πιανίστας Νικολάι Μέτνερ (Nikolai Karlovich Medtner) ήταν πρώτος εξάδελφος του Γκέντικε και μαθητής του στο πιάνο.[7][8]
Σε ηλικία 9 ετών εισήλθε στην σχολή Ζούμποφ (Zubov) και σε ηλικία 10 ετών, στην προπαρασκευαστική τάξη του Τρίτου Γυμνασίου της Μόσχας. Στο γυμνάσιο, κατά δική του ομολογία, δεν ήταν καλός μαθητής. Ωστόσο, από τα 12 χρόνια του, αντικαθιστούσε συχνά τον πατέρα του ως οργανίστας της εκκλησίας. Κυρίως αυτοδίδακτος έπαιζε, επίσης, πιάνο και βιολοντσέλο με διάφορους μουσικούς σε μεταγραφές κλασσικών έργων. Μετά την 4η τάξη έφυγε από το γυμνάσιο και γράφηκε στην 5η τάξη του ωδείου, με τον καθηγητή Α.Ι. Γκάλι. Αργότερα, σπούδασε πιάνο με τους Πάβελ Παμπστ (Pavel Pabst) και Βασίλι Σαφόνοβ (Vasili Safonov), και θεωρία μουσικής και σύνθεση με τους Αντόν Αρένσκι, Νικολάι Λαντούχιν (Nikolai Michailovich Ladukhin) και Γκεόργκι Κόνους (Georgi Conus).[6][9]
Το 1898, αποφοίτησε από το Ωδείο της Μόσχας έχοντας, ήδη, γράψει τα πρώτα έργα του (σονάτα για βιολί, φούγκα για μια μεγάλη ορχήστρα, κομμάτια για πιάνο, κ.α.) και άρχισε να διδάσκει ιδιωτικά. Εργάστηκε στα ινστιτούτα γυναικών Nikolaev και Elizabethan. Το 1900, συμμετείχε στον 3ο «Διαγωνισμό Ρουμπινστάιν» στη Βιέννη, ως πιανίστας και ως συνθέτης. Κέρδισε το βραβείο σύνθεσης και του απονεμήθηκε τιμητική διάκριση ως πιανίστα. Νυμφεύτηκε την Κατερίνα Τσερνίσεβα (Ekaterina Petrovna Chernysheva), θεία ενός μαθητή του. Από το 1909, ο Γκέντικε ήταν καθηγητής πιάνου στο Ωδείο της Μόσχας και, από το 1919, επικεφαλής του τμήματος μουσικής δωματίου. Από το 1920, δίδασκε και μετά το 1923 έγινε διευθυντής στο εκκλησιαστικό όργανο, ενώ έδωσε την πρώτη του συναυλία ως οργανίστας στη Μεγάλη Αίθουσα του Ωδείου. Στο ρεπερτόριο του Γκέντικε για το εκκλησιαστικό όργανο συμπεριλαμβάνονταν όλα τα έργα του Μπαχ, καθώς και μεταγραφές από όπερες, συμφωνίες και έργα για πιάνο. Όλοι, ανεξαιρέτως, οι μαθητές του είχαν εντυπωσιαστεί από τον εξαιρετικό και μειλίχιο χαρακτήρα του. Παρόλο που τα μεγάλα συμφωνικά του έργα εκτελούνταν σπάνια, ποτέ δεν μίλησε για αυτό και, ως ταπεινός που ήταν, ποτέ δεν επέβαλε σε κανέναν αρχιμουσικό να παρουσιάσει έργα του. Πέθανε στη Μόσχα, στις 9 Ιουλίου 1957 και ενταφιάστηκε στο Νεκροταφείο Βεντενσκόγιε.[6]
Το στυλ του Γκέντικε, ως συνθέτη, είναι επηρεασμένο από την παιδεία του πάνω στο εκκλησιαστικό όργανο και χαρακτηρίζεται από σοβαρότητα και μνημειακότητα, σαφήνεια της μορφής και αριστοτεχνική κατοχή πολυφωνικού γραψίματος. Ταυτόχρονα, ο συνθέτης δέχεται την επίδραση των παραδόσεων της ρωσικής κλασικής σχολής.
i. ^ Ή 20 φεβρουαρίου 1877, σύμφωνα με το Παλαιό Ημερολόγιο