Η αλπάνα ή αλπόνα (βεγγαλ. আলপনা ) είναι διακοσμητική ζωγραφική παράσταση, μια μορφή λαϊκής τέχνης, που φιλοτεχνείται από τις γυναίκες της Βεγγάλης και του Μπανγκλαντές. Αποτελείται από έγχρωμα μοτίβα και σύμβολα, που ζωγραφίζονται συνήθως στο πάτωμα ή στο έδαφος, αλλά και στους τοίχους, είτε κατά τη διάρκεια θρησκευτικών εορτών, είτε σε οικογενειακούς τελετουργικούς εορτασμούς που συνοδεύουν σημαντικά γεγονότα: τη γέννηση και τον γάμο. Οι αυτοσχέδιες αυτές παραστάσεις, που συμβολίζουν κυρίως τη σχέση ανάμεσα στην ανθρώπινη ζωή και στα φαινόμενα της φύσεως, γίνονται με συγκεκριμένα υλικά: ρυζάλευρο, φυτικές χρωστικές και νερό.
Παρά το ότι παραδοσιακά περιορίζονταν στις αγροτικές περιοχές, τα μοτίβα της αλπόνας άσκησαν μεγάλη επίδραση στη σύγχρονη ινδική τέχνη και τα συναντούμε ενσωματωμένα στα έργα ζωγράφων όπως ο Αμπανινντρανάθ Ταγκόρ, ο Τζαμίνι Ρόυ και ο Ντέβι Πρασάντ (Devi Prasad, 1921-2011), καθώς και στις πρώιμες εικονογραφήσεις του μεγάλου σκηνοθέτη Σατιατζίτ Ράι. Στη σημερινή Βεγγάλη οι αλπάνες φιλοτεχνούνται κυρίως ως έκφανση θρησκευτικών πανηγυριών, όπως της εορτής Ντούργκα πούτζα, τόσο σε δημόσιους, όσο και σε ιδιωτικούς χώρους. Στην περίπτωση του οικογενειακού εορτασμού, η αλπάνα διακοσμεί τον χώρο εκείνον στον οποίο κατόπιν θα τοποθετηθούν τα διάφορα αναθήματα (λουλούδια, καρποί, κλπ.) προς τις θεότητες. Ειδικά στο Μπανγκλαντές, η αλπάνα ζωγραφίζεται επιπλέον και με την ευκαιρία εθνικών εορτασμών, όπως της «Ημέρας της γλώσσας».
Η προέλευση της αλπάνας πιθανώς συνδέεται με τη «μπράτα», θρησκευτική νηστεία που τηρούσαν μόνο οι γυναίκες. Αυτές οι νηστείες γίνονταν ως ένδειξη σεβασμού και λατρείας προς συγκεκριμένες θεότητες, ώστε αυτές να ανταποδώσουν με την ευλογία τους, και συνδέονταν με ιδέες θρησκευτικής αγνότητας και καθαρότητας.[1] Η αλπάνα σημάδευε τη λήξη της περιόδου της νηστείας. Η λέξη «αλπάνα» προέρχεται από τη σανσκριτική λέξη alimpana, που σήμαινε «στοκάρισμα», «γύψωση» ή «επικάλυψη».[2]