Αντέμ Ντεμάτσι | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Adem Demaçi (Αλβανικά) |
Προφορά | |
Γέννηση | 26 Φεβρουαρίου 1936[1] Ποντουτζέβο |
Θάνατος | 26 Ιουλίου 2018[2] Πρίστινα |
Χώρα πολιτογράφησης | Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας Βασίλειο της Αλβανίας Βασίλειο της Αλβανίας Δημοκρατική Ομοσπονδιακή Γιουγκοσλαβία Federal People's Republic of Yugoslavia Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Σερβία και Μαυροβούνιο Σερβία Κοσσυφοπέδιο |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Αλβανικά[3] |
Σπουδές | Πανεπιστήμιο της Πρίστινα |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | πολιτικός συγγραφέας αγωνιστής/στρια υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων |
Περίοδος ακμής | 1950 |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | Βραβείο Ζαχάρωφ (1991) Τάγμα Εθνικής Σημαίας |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Αντέμ Ντεμάτσι (Adem Demaçi) (26 February 1936, Πρίστινα) ήταν συγγραφέας, πολιτικός και σύμβολο του αγώνα για την ανεξαρτησία του Κοσσυφοπεδίου. Υπήρξε ηγετικό στέλεχος στην πολιτική σκηνή του Κοσσυφοπεδίου για πολλά χρόνια, ενώ ήταν επίσης πολιτικός κρατούμενος και πέρασε συνολικά 28 χρόνια στη φυλακή επειδή κατήγγειλε την αντιμετώπιση που είχαν οι πολίτες αλβανικής εθνοτικής καταγωγής και άσκησε κριτική στο κομμουνιστικό καθεστώς του γιουγκοσλάβου δικτάτορα Τίτο.[4]
Ο Ντεμάτσι δημοσίευσε τα πρώτα του διηγήματα όταν ήταν ακόμα στο σχολείο. Σπούδασε λογοτεχνία, νομικά και παιδαγωγικά και εξέδωσε, στο διάστημα μεταξύ 1953 και 1958, περίπου 20 διηγήματα και ένα μυθιστόρημα με τίτλο «Τα φίδια του αίματος», που είχε ως αντικείμενο τις αιματηρές βεντέτες στο Κοσσυφοπέδιο και στην Αλβανία, με το οποίο απέκτησε φήμη ως λογοτέχνης. Τα έργα του Ντεμάτσι είχαν ως αποτέλεσμα να συλληφθεί για πρώτη φορά το 1958. Στη συνέχεια, μέχρι το 1990, πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του στη φυλακή επειδή αγωνιζόταν για τα θεμελιώδη δικαιώματα των Αλβανών στο Κοσσυφοπέδιο και είχε καταστήσει γνωστή την αλήθεια για την καταπίεση των δύο εκατομμυρίων Αλβανών στο Κοσσυφοπέδιο από τους Σέρβους. Αναγνωρίστηκε από την κοινότητα των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως κρατούμενος συνείδησης και έγινε γνωστός ως ο «Μαντέλα των Βαλκανίων». Μετά την απελευθέρωσή του, ο Ντεμάτσι ανέλαβε την προεδρία του Συμβουλίου για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Ελευθεριών.[4]
Το 1991 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο του απένειμε το Βραβείο Ζαχάρωφ για την ακεραιότητα που επέδειξε αντιτιθέμενος σε «ένα αυταρχικό και μισαλλόδοξο καθεστώς». Ο Ντεμάτσι δήλωσε, αποδεχόμενος το βραβείο ως φόρο τιμής στον λαό του Κοσσυφοπεδίου, ότι «η ελευθερία του λόγου είναι το πρώτο απαραίτητο βήμα προς τη δημοκρατία». Χωρίς ελευθερία λόγου δεν υπάρχει διάλογος, χωρίς διάλογο δεν μπορεί να εξευρεθεί η αλήθεια και χωρίς την αλήθεια είναι αδύνατη η πρόοδος».[4]
Το 1996 ο Ντεμάτσι ξεκίνησε την πολιτική του σταδιοδρομία στο Κοινοβουλευτικό Κόμμα του Κοσσυφοπεδίου αναλαμβάνοντας την προεδρία του. Απηύθυνε κάλεσμα για ανοικτές διαμαρτυρίες εναντίον του σερβικού καθεστώτος λέγοντας ότι η μη βία δεν σημαίνει παθητικότητα. Ξεκίνησε μια εμφανή, αλλά μη βίαιη εκστρατεία διαμαρτυρίας κατά της εξουσίας των Σέρβων, καλώντας τους Κοσοβάρους να μείνουν ακίνητοι στο δρόμο, ταυτόχρονα, για ένα λεπτό ακριβώς. Ως ηγέτης του δεύτερου μεγαλύτερου κόμματος στο Κοσσυφοπέδιο, ο Ντεμάτσι αρνήθηκε να θέσει υποψηφιότητα απέναντι στον βασικό του αντίπαλο, Ιμπραήμ Ρουγκόβα, στις εκλογές που είχαν προγραμματιστεί για το 1998, καθώς θεώρησε ότι δεν ήταν σωστό «να παίζει πολιτικά παιχνίδια» τη στιγμή που κλιμακωνόταν η ένοπλη σύγκρουση, με τη Σερβία να επιτίθεται στο Κοσσυφοπέδιο.[4]
Ο Ντεμάτσι προσχώρησε, το 1998, στον Απελευθερωτικό Στρατό του Κοσσυφοπεδίου (UÇK) ως πολιτικός του εκπρόσωπος, έχοντας καταλήξει ότι η πολιτική της μη βίας δεν επιτύγχανε την ελευθερία για τον λαό του Κοσσυφοπεδίου, που είχε, κατά την άποψή του, δικαίωμα να αντισταθεί στη σκληρή καταπίεση. Ο Ντεμάτσι αποχώρησε από τον UÇK το 1999 σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την απόφασή του να παρευρεθεί στις ειρηνευτικές συνομιλίες του Ραμπουγέ για τερματισμό των συγκρούσεων με τη Σερβία. Άσκησε κριτική στη συμφωνία που προτάθηκε διότι δεν εξασφάλιζε την ανεξαρτησία του Κοσσυφοπεδίου.[4]
Παρέμεινε στο Κοσσυφοπέδιο κατά τη διάρκεια της αναζωπύρωσης των συγκρούσεων μετά την αποτυχία των συνομιλιών το 1999, και άσκησε κριτική κατά άλλων ηγετών, συμπεριλαμβανομένου του Ιμπραήμ Ρουγκόβα, για το γεγονός ότι έφυγαν από τη χώρα σε μια ιστορική στιγμή. Ο Ντεμάτσι περιέγραψε το Κοσσυφοπέδιο κατά τη διάρκεια του πολέμου ως τη «μεγαλύτερη φυλακή στην Ευρώπη». Ο ίδιος συνελήφθη δύο φορές από τις σερβικές αρχές. Μετά τον πόλεμο, ασχολήθηκε κυρίως με την εθνική συμφιλίωση και την επιστροφή των προσφύγων. Έγινε πρόεδρος της Επιτροπής για την Αμοιβαία Κατανόηση, την Ανεκτικότητα και τη Συνύπαρξη, στην οποία μετέχουν εκπρόσωποι όλων των εθνοτικών ομάδων του Κοσσυφοπεδίου «διότι το Κοσσυφοπέδιο ανήκει σε όλους» και «επιθυμούμε μια ελεύθερη, δημοκρατική και πολυεθνική κοινωνία». Εξακολουθεί να είναι παράγοντας διαμόρφωσης της γνώμης στην πολιτική σκηνή του Κοσσυφοπεδίου και υποστήριξε την αλλαγή του εκλογικού συστήματος στο Κοσσυφοπέδιο, στο πλαίσιο των συνομιλιών που ξεκίνησαν εκ νέου μεταξύ Πρίστινας και Βελιγραδίου το 2015. Ο Ντεμάτσι συμμετείχε στην ιδρυτική διάσκεψη του Δικτύου Βραβείου Ζαχάρωφ το 2008. [4]