Αυτό το λήμμα παρουσιάζει το θέμα από ελληνική οπτική γωνία ή δίνει δυσανάλογο βάρος στην ελληνική πτυχή ενός παγκόσμιου θέματος. Προσπαθήστε να το ανασκευάσετε ή και να προσθέσετε πληροφορίες έτσι ώστε να καλύπτει πληρέστερα και περισσότερο ουδέτερα το θέμα. Παρακαλούμε δείτε τη σχετική συζήτηση στη σελίδα συζήτησης του λήμματος. |
Ως απέλαση, νοείται η πράξη με την οποία ένα κυρίαρχο κράτος καλεί ή υποχρεώνει έναν ή περισσότερους αλλοδαπούς που βρίσκονται στο έδαφός του να εγκαταλείψουν αυτό σε βραχύτατο, συνήθως προσδιοριζόμενο, χρόνο.
Η απέλαση, στα πλαίσια του ισχύοντος ελληνικού δικαίου,[1] διακρίνεται σε διοικητική, η οποία συνιστά ατομική διοικητική πράξη που στοχεύει στην απομάκρυνση ανεπιθύμητων αλλοδαπών από την εθνική επικράτεια για λόγους δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος,[2] και σε δικαστική, η οποία επιβάλλεται, κατά την κρατούσα άποψη, ως μέτρο ασφαλείας από τον ποινικό δικαστή κατά κανόνα δυνητικά σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 74 Π.Κ.,[3] με εξαίρεση την καταδίκη του αλλοδαπού σε κάθειρξη για εμπορία ναρκωτικών, όπου, κατά το άρθρο 34 παρ. 2 του Ν.3459/2006, διατάσσεται υποχρεωτικά.
Σύμφωνα με το άρθρο 74 του Π.Κ.
«1.Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την απέλαση αλλοδαπού που καταδικάσθηκε σε κάθειρξη ή φυλάκιση με την επιφύλαξη των σχετικών διατάξεων που περιλαμβάνονται σε διεθνείς συμβάσεις που έχουν κυρωθεί από τη χώρα. Αν ο αλλοδαπός κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης ήταν ανήλικος, για την απέλασή του λαμβάνεται υπόψη η τυχόν νόμιμη εγκατάσταση και παραμονή της οικογένειάς του στη χώρα ή στην περίπτωση που η οικογένειά του διαμένει στην αλλοδαπή, ο υφιστάμενος στη χώρα προορισμού σοβαρός κίνδυνος κατά της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας ή της προσωπικής ή γενετήσιας ελευθερίας του. Όταν ο αλλοδαπός βρίσκεται νόμιμα στη χώρα, η απέλαση δεν μπορεί να διαταχθεί, αν δεν του έχει επιβληθεί ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών. Η απέλαση εκτελείται αμέσως μετά την έκτιση της ποινής ή την απόλυση από τις φυλακές. Το ίδιο ισχύει και όταν η απέλαση επιβλήθηκε από το δικαστήριο ως παρεπόμενη ποινή.
2. Το δικαστήριο μπορεί επίσης να διατάξει την απέλαση από τη χώρα κάθε αλλοδαπού στον οποίο επιβλήθηκε μέτρο ασφάλειας των άρθρων 69, 71 και 72. Σ' αυτή την περίπτωση, η απέλαση μπορεί να διαταχθεί, σε αντικατάσταση αυτών των μέτρων.
3. Οι αλλοδαποί που απελάθηκαν με αυτόν τον τρόπο μπορούν να επιστρέφουν στη χώρα με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης αφού περάσει μια τριετία από την απέλαση και για ορισμένο χρονικό διάστημα το οποίο δύναται να παρατείνεται. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης δεν δεσμεύεται από το χρονικό περιορισμό του προηγούμενου εδαφίου σε περίπτωση αλλοδαπού ο οποίος έχει τελέσει γάμο με Έλληνα υπήκοο, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί ο γάμος, καθώς και σε περίπτωση παλιννοστούντος ελληνικής καταγωγής. Η πιο πάνω απόφαση λαμβάνεται μετά από γνώμη τριμελούς συμβουλίου που αποτελείται από έναν σύμβουλο ή πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ως πρόεδρο, τον οποίο προτείνει ο Πρόεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, έναν ανώτερο αξιωματικό της Διεύθυνσης Αλλοδαπών του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας, τον οποίο προτείνει ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης και τον διευθυντή της αρμόδιας Διεύθυνσης του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Χρέη γραμματέα εκτελεί υπάλληλος της αρμόδιας Διεύθυνσης του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Ο πρόεδρος και τα μέλη του συμβουλίου, καθώς και ο γραμματέας αυτού ορίζονται με τους αναπληρωτές τους για τρία έτη με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης.
4. Ο αλλοδαπός, μέχρι την απέλαση του, εξακολουθεί να παραμένει κρατούμενος σε ειδικούς χώρους των καταστημάτων κράτησης ή θεραπευτικών καταστημάτων».
Στο άρθρο 34 παρ. 2 Ν.3459/2006 (ΦΕΚ Α 103/2006) αναφέρεται:
«Κώδικας Νόμων για τα Ναρκωτικά (Κ.Ν.Ν.)» (πρβλ. άρθρο 17 παρ. 2 του Ν.1729/1987 «Καταπολέμηση της διάδοσης των ναρκωτικών, προστασία των νέων και άλλες διατάξεις»), ορίζεται ότι «Για αλλοδαπούς που καταδικάζονται για παράβαση των άρθρων του παρόντος Κεφαλαίου σε ποινή κάθειρξης, το δικαστήριο διατάσσει την ισόβια απέλασή τους από τη χώρα, εκτός αν συντρέχουν σπουδαίοι λόγοι, ιδίως οικογενειακοί, που δικαιολογούν την παραμονή τους, οπότε ισχύουν και γι' αυτούς οι ρυθμίσεις της παραγράφου 1. Για την εκτέλεση της απέλασης εφαρμόζεται το άρθρο 74 του Π.Κ. με επιφύλαξη των σχετικών διατάξεων που περιλαμβάνονται σε διεθνείς συμβάσεις, οι οποίες έχουν κυρωθεί από την Ελλάδα».
Κατ’ άρθρο 99 παρ. 2-4 του Π.Κ.[3]
«2. Αν αλλοδαπός, στον οποίο δεν έχει χορηγηθεί πολιτικό άσυλο, καταδικασθεί σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή μέχρι πέντε ετών και διαταχθεί με την ίδια απόφαση η απέλασή του από τη χώρα, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επ' αόριστο αναστολή της εκτέλεσης της ποινής κατά παρέκκλιση της προηγούμενης παραγράφου και των άρθρων 100 έως 102 του παρόντος Κώδικα, οπότε εκτελείται αμέσως η απέλαση. Η αναστολή και η απέλαση δεν κωλύονται από τη μη καταβολή των δικαστικών εξόδων και της χρηματικής ποινής που τυχόν επιβλήθηκε. Η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής επέρχεται με την πραγματοποίηση της απέλασης του αλλοδαπού από τη χώρα. Στην περίπτωση αυτήν ο χρόνος κράτησής του, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 74 του Ποινικού Κώδικα, αφαιρείται από την ποινή που έχει ανασταλεί.
3. Ο απελαθείς αλλοδαπός, του οποίου έχει ανασταλεί η ποινή κατά τα ανωτέρω, μπορεί να επιστρέφει στη χώρα με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης αφού περάσει πενταετία από την απέλαση και για ορισμένο χρονικό διάστημα, το οποίο δύναται να παρατείνεται. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης δεν δεσμεύεται από το χρονικό περιορισμό του προηγούμενου εδαφίου σε περίπτωση αλλοδαπού ο οποίος έχει τελέσει γάμο με Έλληνα υπήκοο, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί ο γάμος, καθώς και σε περίπτωση παλιννοστούντος ελληνικής καταγωγής. Η πιο πάνω απόφαση λαμβάνεται μετά από γνώμη του κατά το άρθρο 74 παράγραφος 3 τριμελούς συμβουλίου.
4. Ο αλλοδαπός της προηγούμενης παραγράφου, που εισέρχεται ή επιχειρεί να εισέλθει παράνομα στη χώρα, τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστο δύο ετών, η οποία δεν αναστέλλεται με κανέναν τρόπο και εκτελείται αθροιστικώς με την ανασταλείσα ποινή».
Επίσης, κατ’ άρθρο 136 Π.Κ.:
«Στις περιπτώσεις του άρθρου 135 (: πρόκειται για τις προπαρασκευαστικές πράξεις εσχάτης προδοσίας), το δικαστήριο μπορεί, μαζί με την ποινή της φυλάκισης, να επιβάλλει και στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων (: άρθρο 61). Αν αυτός που καταδικάστηκε είναι αλλοδαπός, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει και την απέλασή του από το κράτος (: άρθρο 74)».
«Αν ο αλλοδαπός έχει εκτίσει με οποιονδήποτε τρόπο την ποινή του και η απέλασή του που έχει διαταχθεί με δικαστική απόφαση δεν είναι δυνατή, η απέλαση αναστέλλεται με απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου του τόπου έκτισης της ποινής ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα που εποπτεύει το οικείο κατάστημα κράτησης και όπου αυτός δεν υπάρχει του εισαγγελέα που είναι αρμόδιος για την εκτέλεση της ποινής. Κατά τη χορήγηση της αναστολής το δικαστήριο μπορεί να επιβάλλει τους όρους που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 100Α ή ορισμένους από αυτούς. Αν εκλείψουν οι λόγοι που επέβαλαν την αναστολή της απέλασης, η απόφαση για τη χορήγησή της ανακαλείται με την ίδια διαδικασία. ( άρθρο 99 παρ. 5 Π.Κ.)».
«Αν με δικαστική απόφαση έχει διαταχθεί η απέλαση του καταδίκου που απολύεται υπό όρο, η απέλαση εκτελείται αμέσως μετά την υπό όρο απόλυση αυτού, εκτός αν η απέλαση είναι αδύνατη, οπότε απολύεται ο κατάδικος και αρχίζει ο χρόνος δοκιμασίας.» (: άρθρο 105 παρ. 4 εδ. Β΄ Π.Κ.)
Επιπροσθέτως:
«[…] στον αλλοδαπό (: ανήλικο) απολυόμενο μπορεί να διαταχθεί και η απέλασή του στη χώρα από την οποία προέρχεται, εκτός αν η οικογένειά του διαμένει νομίμως στην Ελλάδα ή η απέλασή του είναι ανέφικτη» (: άρθρο 129 παρ. 5 εδ. β΄Π.Κ.).
Άρθρο 76. Προϋποθέσεις και διαδικασία διοικητικής απέλασης (Ν.3386/2005)
Η απέλαση μπορεί βεβαίως να αφορά μονομερή κρατική πράξη ή αστυνομικό μέτρο που αφήνεται στην ευχέρεια των διωκτικών και διοικητικών Αρχών μιας κυρίαρχης Χώρας που να μην απαιτείται και ιδιαίτερη αιτιολογία, πλην όμως η πράξη αυτή καθαυτή ενδιαφέρει το Διεθνές Δίκαιο αφού μπορεί να επιφέρει αποτελέσματα με διεθνή αντίκτυπο που να επηρεάσουν διεθνείς σχέσεις.
Στο κράτος του οποίου είναι υπήκοος ο απελαθείς παρέχεται η διακριτική δυνατότητα ν΄ απευθύνει διαμαρτυρία μέσω διπλωματικής οδού προς τη Χώρα που έλαβε το μέτρο της απέλασης υπηκόου του και ειδικότερα όταν εκτιμάται ότι το μέτρο αυτό επιβλήθηκε αυθαίρετα, αβάσιμα,[4] παράτυπα μέχρι και παράνομα κατά την αντίληψη πάντα του Διεθνούς Δικαίου.
Συνεπώς για να είναι νόμιμη μια τέτοια πράξη κατά το Διεθνές Δίκαιο θα πρέπει να βασίζεται σε πραγματικούς σοβαρούς λόγους που να ανταποκρίνονται σε αναγκαιότητα παρούσα και πραγματική.[5] Συχνά στις διεθνείς σχέσεις μεταξύ κυρίαρχων Χωρών παρατηρείται το μέτρο αυτό της απέλασης να χρησιμοποιείται άλλοτε ως καταπιεστικό μέτρο στα πλαίσια άσκησης κάποιων αντιποίνων και άλλοτε ως μέτρο ανταπόδοσης επί άλλων γεγονότων. Σε τέτοιες περιπτώσεις ο χαρακτηρισμός της πράξης ως νόμιμης και επιτρεπτής εξετάζεται από το Δ.Δ. ανάλογα με τη φύση, τον χαρακτήρα και την έκταση των αντιποίνων ως μέτρων που λαμβάνονται.
Ιδιαίτερη κατηγορία αποτελεί η ομαδική απέλαση ξένων υπηκόων σε περίπτωση πολέμου ή εδαφικών μεταβολών κυριαρχίας που επέρχεται μετά τη σύναψη συνθήκης ειρήνης διά της οποίας και τερματίζεται η εμπόλεμη κατάσταση. Αν και σ΄ αυτές τις περιπτώσεις το μέτρο της απέλασης αποτελεί αντικείμενο συζήτησης ως προς τη διεθνή νομιμότητα, εντούτοις τυγχάνει τελείως απαράδεκτο σε καιρό ειρήνης.
Και οι τρεις παρακάτω κατηγορίες επιβατών έχουν προτεραιότητα έναντι των κανονικών επιβατών: