Με τον όρο αυτοβασανισμός εννοείται η συνειδητή ή μη συνειδητή επιβολή βασάνου στον εαυτό. Ως διαχρονικό φαινόμενο ερευνάται σήμερα από την επιστήμη της ψυχολογίας και του ιδιαίτερου κλάδου της πολιτικής ψυχολογίας, της κοινωνιολογίας, της θρησκειολογίας και της πολιτικής. Ο όρος είναι συνώνυμος με τον αυτοτραυματισμό ή/και την αυτοτιμωρία στον βαθμό που η τελευταία γίνεται πρόξενος σωματικών βλαβών.
Θεωρούμενος ο αυτοβασανισμός ως μορφή διοχέτευσης ή εκτόνωσης της συναισθηματικής ενέργειας και της αυθόρμητης αντίδρασης κοινωνικών ή θρησκευτικών ομάδων απέναντι στην εξουσιαστική δομή των πολιτικών καθεστώτων, θα μπορούσε κάλιστα να λειτουργήσει ως εσκεμμένη ή συνειδητή πρόθεση μετριασμού της αυθόρμητης εξέγερσης απέναντι σε ένα καταπιεστικό κοινωνικά περιβάλλον όπως είναι το σύγχρονο.
Ο αυτοβασανισμός ή αυτοτραυματισμός από την άποψη της ψυχολογίας θεωρούμενος συνδέεται άμεσα με την ατομική απενοχοποίηση και την αποφόρτιση του ατόμου από τα ενοχικά συμπλέγματα που προκαλεί η σχέση του με το περιβάλλον. Ένα σημαντικό κομμάτι της ατομικής συμπεριφοράς με τη σειρά του συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με την πολιτική συμπεριφορά των διαφορετικών κοινωνικών ομάδων. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα η θρησκεία και η πολιτική συγχρωτίζονται σε τέτοιο βαθμό, ώστε να είναι δύσκολο να αποφασίσει κανείς ποια είναι η γενεσιουργός αιτία της αυτοβασανιστικής συμπεριφοράς.
Συνοπτικά, η θρησκεία και η κοινωνία είναι δύο αλληλένδετα φαινόμενα, τις αιτίες γέννησης των οποίων οφείλει να αναζητήσει ο ερευνητής στην ίδια ρίζα. Είναι δηλαδή παραδεκτό στις ανθρωπιστικές επιστήμες ότι δεν μπορεί να υπάρξει σαφής απάντηση στο αν η κοινωνία δημιουργήθηκε από τη θρησκεία ή η θρησκεία γεννήθηκε από την κοινωνία. Παρόλα αυτά με την είσοδο της αριστοτέλειας λογικής, η οποία επηρέασε σε σημαντικό βαθμό τον σχηματισμό και την εξέλιξη της δυτικής σκέψης ως την εποχή μας, εξετάζονται ως δύο διακριτά φαινόμενα με τα όρια του ενός να υπεισέρχονται ενίοτε στην περιοχή του άλλου. Αυτός ο διαχωρισμός μας επιτρέπει να εξετάσουμε το φαινόμενο στο θρησκευτικό και κατόπιν στο κοινωνικό, πολιτισμικό και κατ’ επέκτασιν πολιτικό του πλαίσιο.
Η διαχρονικότητα του φαινομένου στο θρησκευτικό του πλαίσιο θα μπορούσε να γίνει καλύτερα κατανοητή μέσω συγκεκριμένων παραδειγμάτων, που αντλούνται από τη θρησκευτική ζωή του παρελθόντος και του παρόντος. Διάφορες προχριστιανικές θρησκείες, όπως η λατρεία (cultus) της Ίσιδας στην Αίγυπτο και η λατρεία του Διόνυσου στην Ελλάδα, περιλάμβαναν στο λατρευτικό τους σύστημα το μαστίγωμα. Στην αρχαία Ρώμη, κατά τη διάρκεια της αρχαίας γιορτής των Λουπερκαλίων στις 15 Φεβρουαρίου μαστίγωναν τις γυναίκες για να εξασφαλίσουν τη γονιμότητα[1]. Επίσης, στις 24 Μαρτίου γιορταζόταν η Ημέρα του Αίματος, βασισμένη στον μύθο του Άττη και της Κυβέλης[2]. Ήδη από τις 15 Μαρτίου, κάτω από τον οξύ ήχο των αυλών που ακούγονταν σε ολόκληρη την πόλη, οι άνθρωποι άρχιζαν να χτυπούν τα στήθη τους ολοφυρόμενοι. Ακολουθούσε έναν εννεαήμερο μετάνοιας και εξιλασμού, που συνοδευόταν από ένα τριήμερο πένθους. Κατά την 24η Μαρτίου, με τα νεύρα τεντωμένα στο έπακρο από όλες αυτές τις ώρες θρήνων και κραυγών, στέρησης και κακουχίας, ομοιώματα και πιστοί της Κυβέλης στροβιλίζονταν φρενιασμένα κάτω από τους ήχους ξύλινων σαλπίγγων, κροτάλων και κυμβάλων. Μέσα στη μέθη του χορού, έπεφταν σε καταληψία, αυτομαστιγώνονταν, κακοποιούσαν με μαχαιριές τα μπράτσα και τους ώμους τους, για να ραντίσουν με το αίμα τους το ιερό πεύκο και τους βωμούς. Σε αυτή την κατάσταση φρενίτιδας παρατηρείτο το ακραίο, αλλά συνηθισμένο φαινόμενο του αυτοευνουχισμού των ανδρών.
Στη σύγχρονη εποχή παρατηρείται ένα παρόμοιο φαινόμενο στους Σιΐτες Μουσουλμάνους του Ιράν, την επέτειο του θανάτου του πρώτου ιμάμη Αλ Χουσεΐν, ημέρα μεγάλου θρησκευτικού πένθους. Παντού στα αστικά κέντρα οι πιστοί συγκεντρώνονται σε τεράστιες λιτανείες, όπου ψέλνουν, χορεύουν, κτυπούν το στήθος τους, αυτομαστιγώνονται με αλυσίδες και τέμνουν με σπαθιά ή κοφτερά εργαλεία τα μέτωπα, τους ώμους και τα μπράτσα τους. Σε αυτή την κατάσταση ομαδικής υστερίας και παραληρήματος κάποιοι ρίχνονται κάτω από κάρα που τους συνθλίβουν. Ορισμένοι ποδοπατιούνται και άλλοι πεθαίνουν από τις τελετουργικές συμπλοκές ανάμεσα στις διάφορες ομάδες που σταδιακά εξελίσσονται σε πραγματικές μάχες.
Ένα ανάλογο παράδειγμα έρχεται από το Τενεσή των Η.Π.Α. και τα μέλη μιας χριστιανικής αίρεσης. Αφού εισέλθουν σε υστερική κατάσταση με μυστικιστικούς ύμνους και κτυπήματα των χεριών, περνούν από χέρι σε χέρι δηλητηριώδη φίδια, που πολύ συχνά τους δαγκώνουν θανάσιμα. Σε μια ασιατική φυλή των Μπάλι απαντάται ο ιερός χορός του σπαθιού, κατά τη διάρκεια του οποίου οι πιστοί χορεύουν σε ιδιαίτερα έντονους ρυθμούς. Συνήθως η ένταση και ο ρυθμός τους οδηγεί σε κατάσταση φρενίτιδας, με αποτέλεσμα να στρέφουν τα σπαθιά ενάντια στον εαυτό τους.
Οι ρίζες του θρησκευτικού αυτοβασανισμού στον χριστιανισμό είναι δυνατόν να ανιχνευθούν κατά τον μεσαίωνα, οπότε και καλλιεργείται η άποψη ότι το σώμα είναι κάτι μιαρό και αμαρτωλό, που πρέπει να εξαγνιστεί. Η σάρκα και οι επιθυμίες της, ειδικότερα οι σεξουαλικές, αντιμετωπίζονται ως κάτι περιφρονητέο, που πρέπει να υποταχθεί στη βούληση του πνεύματος. Μέσα από μια τέτοια σύγκρουση δημιουργείται ένα ενοχικό σύμπλεγμα, καθώς το σώμα αφ' εαυτού δεν είναι δυνατόν να εγκαταλείψει την ορμέμφυτη φύση του. Τα αισθήματα ενοχής πιέζουν για πράξεις εξιλέωσης και αν η πηγή της ενοχής είναι το σώμα, η εξιλέωση έρχεται μέσω της αυτοταπείνωσης, του εξευτελισμού και της κακοποίησης.
Είναι ιδιαίτερα γνωστές οι περιπτώσεις πολλών αγίων του χριστιανισμού οι οποίοι τρέφονταν μόνο με ψωμί και νερό και κυκλοφορούσαν με το ίδιο ένδυμα που τους άφηνε απροστάτευτους στα έντονα καιρικά φαινόμενα χειμώνα καλοκαίρι, όπως και η περίπτωση αυτοευνουχισμού του Ωριγένη. Ο άγιος Δομίνικος, ο άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης, ο άγιος Θωμάς Ακινάτης, η αγία Αικατερίνη υποβάλλονταν εκούσια στο μαρτύριο της σταύρωσης. Ο αυτοβασανισμός ως πρακτική επίτευξης του εξαγνισμού στη χριστιανική πίστη, οδήγησε τελικά στη δημιουργία ενός ολόκληρου κινήματος. Συγκεκριμένα, το 1260 στην Περούτζια δημιουργήθηκε το κίνημα των «Αυτομαστιγούμενων», από άνδρες και γυναίκες κάθε ηλικίας και κοινωνικής τάξης, που εξαπλώθηκε πολύ γρήγορα σε όλη την Ιταλία. Τεράστιες λιτανείες περιφέρονταν στην πόλη και τα πλήθη αυτομαστιγνώνονταν στην πλάτη μέχρι να αιμορραγήσουν. Την ίδια στιγμή ικέτευαν τον Θεό και την Παρθένο να συγχωρήσουν τις αμαρτίες τους. Αυξήθηκαν τόσο σε αριθμό, ώστε ακόμη και η επίσημη εκκλησιαστική αρχή ένιωσε να απειλείται, με αποτέλεσμα να καταδικάσει το κίνημα. Η καταδίκη δεν είχε κανένα αντίκτυπο, καθώς οι Μαστιγούμενοι εξακολούθησαν να αυξάνουν σε αριθμό. Με την εξάπλωση της πανούκλας το 1350 το κίνημα πολλαπλασιάστηκε με τέτοιο ρυθμό, ώστε εξαπλώθηκε στη Γερμανία, τη Φλάνδρα και τη Σουηδία. Ενδεικτικά αναφέρεται το πεντάστιχο που έψελναν τη στιγμή της αυτομαστίγωσης:
Ας χτυπήσουμε τα κουφάρια μας δυνατά
Ας δοξάσουμε τον Θεό και ας μαστιγωθούμε περισσότερο
Και εν ονόματι της Λατρείας του Μαρτυρίου Του
Ας χτυπήσουμε την άθλια σάρκα μας ξανά
Ας χτυπήσουμε το φιληδονο κορμί μας.
Οι «Μαστιγούμενοι» εξαφανίστηκαν τον 14ο αι., για να εμφανιστούν και πάλι στη Ρωσία του 18ου αι. Την ίδια εποχή εμφανίστηκε –επίσης στη Ρωσία- η αίρεση «Λευκά Περιστέρια», η οποία κήρυσσε την πρακτική του ευνουχισμού. Από το 1840-1858 αυτοευνουχίστηκαν με τη θέλησή τους 2.500 άνδρες[3], παρόλες τις αλλεπάληλες απαγορεύσεις. Σε πολλές περιπτώσεις τον αυτοευνουχισμό ακολούθησαν και γυναίκες, οι οποίες χρησιμοποιούσαν ως τρόπο ακρωτηριασμού την εκτομή του μαστού.
Η πρακτική των αυτοτιμωρίας, ωστόσο, δεν είναι προνόμιο της μεσαιωνικής αντίληψης. Ακόμη και σήμερα η πρακτική της δημόσιας αυτομαστίγωσης εξακολουθεί να υπάρχει και στην εποχή μας. Κατά τη διάρκεια του καθολικού Πάσχα και συγκεκριμένα της Μ. Παρασκευής σε πολλές καθολικές κοινωνίες είναι συνηθισμένη η πρακτική της δημόσιας αυτομαστίγωσης. Οι περιοχές όπου το φαινόμενο εξακολουθεί να υπάρχει είναι το Ρίο ντε Τζανέιρο, περιοχές της Βόρειας Ισπανίας, της Ν. Ιταλίας, του Μεξικού και του Νέου Μεξικού. Όσοι συμμετέχουν σε τέτοιου είδους τελετές, δηλώνουν ότι με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζουν άφεση αμαρτιών, είτε για τον εαυτό τους είτε για τα συγγενικά τους πρόσωπα. Τις τελευταίες δεκαετίες παρουσιάζεται έξαρση του φαινομένου στις Φιλιππίνες. Το πιο εντυπωσιακό, όμως, είναι ότι μετά το 1961, κατά τη Μ. Παρασκευή άρχισαν να πραγματοποιούνται πραγματικές οικειοθελείς σταυρώσεις, οι οποίες εντέλει έγιναν τουριστική ατραξιόν[4].
Από τους πρωτοχριστιανικούς ήδη χρόνους, μικρές χριστιανικές κοινότητες προσπάθησαν να βιώσουν τα ιδανικά τους με τρόπο ακραίο και απόλυτα αφιερωμένο. Εγκατέλειψαν τις επίγειες απολαύσεις και εισήλθαν σε μοναστήρια. Υπακούοντας κατά λέξη τις γραφές έστρεψαν την πλάτη τους στις οικογένειές τους και, ως εξωτερικό οδηγό της νέας ζωής τους, χρησιμοποίησαν όρκους φτώχειας, τιμωρίας και υπακοής. Ως σημάδι της περιφρόνησής τους και της συναισθηματικής ενοχής τους, κτυπούσαν τα σώματά τους με σκοινιά και διάφορα άλλα μαστίγια, όπως το φραγγέλιο, μέχρι να τρέξει αίμα. Σε μια προσπάθεια να επιτευχθεί η πνευματική αγνότητα τιμωρούσαν τον εαυτό τους και τους άλλους.
Οι μονές που αγκάλιασαν τέτοιες αυστηρές πειθαρχίες έγιναν ζωντανά μνημεία του δόγματος της περιφρόνησης του κόσμου (contemptus mundi). Το σημαντικότερο, όμως είναι ότι βαθμιαία έγιναν κέντρα μαθητείας στα οποία εξελίχθηκε το υποκρυπτόμενο ήθος της δυτικής επιστήμης και του δυτικού ορθολογισμού. Ο Μαξ Βέμπερ Max Weber στο έργο του The Protestant Ethic and the Spirit of Capitalism (η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού) υπονοεί ότι το ήθος του χριστιανικού ασκητισμού υπέστη κάποιο μυστήριο μετασχηματισμό, συνεπεία του οποίου μετουσιώθηκε από ανορθολογιστικό αυτοβασανισμό σε «συστηματική μέθοδο λογικής συμπεριφοράς», στόχος της οποίας ήταν να ελευθερώσει όλους εκείνους που την ακολουθούσαν από τη δύναμη των παράλογων παρορμήσεων[5]. Η άποψή του αποτυγχάνει να εξηγήσει πώς μια μορφή ασκητισμού, ουσιαστικά καταστρεπτική και μη ορθολογιστική, μετατράπηκε σε μια μορφή ορθολογισμού, η οποία επηρέασε σε μεγάλο βαθμό ακόμη και την πολιτική σκέψη. Τούτο το ερώτημα μπορεί να απαντηθεί μόνο αν αναγνωρίσουμε ότι η φυσική χριστιανική ηθική που ο Weber αποκαλεί «παράλογο αυτοβασανισμό», και η διανοητική τάση που καλλιεργήθηκε από τα μεγάλα μοναστικά τάγματα της Δύσης είχε την ίδια λογική και τελικά ακολούθησε το ίδιο ψυχολογικό πρότυπο.
Όταν οι χριστιανοί αυτομαστιγώνονταν, το έκαναν προκειμένου να πετύχουν την αγνότητα. Ο αντικειμενικός στόχος της τιμωρίας ήταν η αγνότητα. Η φαντασίωση την οποία βίωναν οι ασκητές του χριστιανισμού και οι ζηλωτές του ισλαμικού κόσμου ήταν ότι προκαλώντας πόνο και πληγές στα σώματά τους, ίσως κατόρθωναν να καταστρέψουν την ακάθαρτη ουσία από την οποία ήταν φτιαγμένοι, έστω κι αν αυτό ήταν τελικά, η έσχατη περιφρόνηση προς την πράξη της ανθρώπινης δημιουργίας εκ μέρους του Θεού που αναζητούσαν εναγωνίως. Η μοναστική εξιδανίκευση της λογικής είχε μια παρόμοια προέλευση. Μια από τις παραδοσιακές θρησκευτικές λειτουργίες της λογικής, από τον Αυγουστίνο και έπειτα, ήταν να τιμωρείται η λαγνεία και, εγκαθιδρύοντας μια κατάσταση ορθολογικής αγνότητας στην ψυχή, να έρχεται ο χριστιανός πλησιέστερα στον Θεό. Η διανοητική πειθαρχία έγινε το αντίστοιχο της φυσικής πειθαρχίας και προσπάθησε να αποβάλλει τη βρωμιά του σώματος καταστέλλοντας τις συγκινήσεις, τις ορέξεις και τις παράλογες παρορμήσεις. Ο σκοπός ενός τέτοιου ορθολογιστικού ασκητισμού λειτούργησε ως «καταστροφή της αυθόρμητης και στιγμιαίας απόλαυσης»[6]. Σε αυτή τη νέα μορφή θρησκευτικού ορθολογισμού η εμπειρική αλήθεια απορρίφθηκε χάριν της υπερβατικότητας και η αγνότητα έγινε κριτήριο της γνώσης και της πνευματικής επίτευξης.
Από όλες αυτές τις απόψεις που προαναφέρθηκαν είναι φανερό ότι η εξάπλωση του ορθολογισμού που επέβαλε ο ασκητισμός στις μεγάλες μονές της μεσαιωνικής Ευρώπης, ενισχύθηκε στη συγκεκριμένη μορφή του πολιτικοκοινωνικού κινήματος του Πουριτανισμού, που υιοθετήθηκε από τους Διαμαρτυρόμενους μετά τη Μεταρρύθμιση. Τo αυστηρότερο είδος χριστιανού, που διακατεχόταν από τον ψυχαναγκασμό της υπακοής κυριολεκτικά στο γράμμα του θρησκευτικού νόμου, πρακτική που πάνω απ' όλα ενθαρρυνόταν από το πνεύμα της Μεταρρύθμισης, ακόμη και η πρακτική της άρνησης και τιμωρίας του εαυτού στα μεγάλα μοναστήρια της Ευρώπης δεν ήταν αρκετή. Η επιβολή αυτής της πρακτικής σε κοσμικό, πολιτικό επίπεδο ήταν και είναι ακόμη και σήμερα μια από τις βασικότερες επιδιώξεις των Πουριτανών με ανάλογα αποτελέσματα στην παιδεία και την επιστημονική γνώση.
Εκτός από το θρησκευτικό του πλαίσιο ο αυτοτραυματισμός εντάσσεται και σε ένα κοινωνικό, πολιτισμικό και πολιτικό πλαίσιο, ως πρακτική ένταξης σε κοινωνικές ομάδες. Τέτοιου είδους τελετουργικοί αυτοτραυματισμοί ή έξωθεν προερχόμενοι ακρωτηριασμοί δε συνοδεύονται από καταληπτικά ή υστερικά φαινόμενα, αλλά συγχρόνως δεν είναι αποτέλεσμα καθαρά προσωπικής επιλογής. Αποτελούν περισσότερο απόφαση της ομάδας, που τη θεωρεί πράξη ταξινόμησης και ουσιαστικής συμμετοχής από μέρους του ατόμου. Οι κοινωνικές και πολιτισμικές δομές, όμως, διαμορφώνουν παράλληλα το πολιτικό -με την ευρεία ή τη στενή έννοια- περιβάλλον, μέσα στο οποίο κινείται το άτομο στη διάρκεια της ζωής του.
Όσον αφορά στη μαρξιστική άποψη για την ανθρώπινη εργασία ως μέσο αυτοβασανισμού, επικεντρώνεται κυρίως στην αποξένωση του ατόμου από τον ατομικό του μόχθο, που υπό φυσιολογικές συνθήκες θα έπρεπε να είναι μια προέκταση του εαυτού. Τι είναι αυτό που προκαλεί την αλλοτρίωση και την αποξένωση από την εργασία; Κατ' αρχήν το γεγονός ότι η εργασία είναι ξένη προς τον εργαζόμενο, δηλαδή δε βοηθά στην αυτοεπιβεβαίωση του ατόμου μέσα από τον μόχθο του, αλλά μάλλον σε μια άρνηση του εαυτού. Δεν αισθάνεται ευτυχής, αλλά μάλλον δυστυχισμένος. Δεν ωριμάζει φυσικά ή νοητικά, αλλά μάλλον βασανίζει το σώμα του και καταστρέφει το μυαλό του. Ο εργαζόμενος βιώνει την ύπαρξή του ως άσχετη προς την εργασία και την εργασία του άσχετη προς τον εαυτό. Η εργασία του δεν είναι εθελοντική, αλλά περιορισμένη, καταναγκαστική εργασία. Επομένως, δε συνιστά εσωτερική παρόρμηση και δημιουργική ανάγκη, αλλά εκπλήρωση αναγκών ξένων προς τον εαυτό.
Ο αποξενωτικός χαρακτήρας της γίνεται προφανής, όταν δεν υπάρχει κανένας φυσικός ή άλλος εξαναγκασμός. Τότε η εργασία αποφεύγεται όπως η πανώλη. Αυτή η αλλοτριωμένη εργασία, στην οποία τα ανθρώπινα όντα αποξενώνονται από τον εαυτό τους, είναι εργασία αυτοάρνησης και αυτοβασανισμού. Πολύ περισσότερο όταν τούτη η εργασιακή αποξένωση αποκαλύπτεται στον εργαζόμενο μέσω οικονομικών κριτηρίων, καθώς αυτό που παράγει δεν του ανήκει, αλλά ανήκει σε κάποιον άλλον. Η δραστηριότητα του εργαζόμενου δεν είναι δική του δραστηριότητα. Ανήκει στον όποιο εργοδότη του και έτσι εκφράζει κατά κάποιο τρόπο την απώλεια του εαυτού του. Το αποτέλεσμα, επομένως, είναι ότι ο άνθρωπος (ο εργαζόμενος) δεν είναι ελεύθερος παρά μόνον στις ζωικές λειτουργίες του: φαγητό, πιοτό και αναπαραγωγή, στην καλύτερη περίπτωση στην κατοικία του -για ένα μεγάλο κομμάτι της ανθρωπότητας συνολικά θεωρούμενης και όχι του δυτικού κόσμου μόνον- κ.λπ.
Η σχέση εργαζόμενου και εργασίας, ωστόσο, είναι από τα βασικά θεμέλια της ποιότητας της ανθρώπινης ζωής ως πολιτικό ον. Μετατρεπόμενη διαρκώς και βάσει άγνωστων -ως επί το πλείστον- οικονομικών συμφερόντων η εργασία σε μέσο αυτοβασανισμού και αποξένωσης από τον εαυτό, προσφέρεται ως μέσο διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού από εξουσιαστικά κέντρα με επίσης άγνωστες σκοπιμότητες.