Συντεταγμένες: 39°19′N 26°42′E / 39.317°N 26.700°E
Αϊβαλί | ||
---|---|---|
| ||
39°19′0″N 26°42′0″E | ||
Χώρα | Τουρκία | |
Διοικητική υπαγωγή | Επαρχία Μπαλικεσίρ | |
Πληθυσμός | 71.063 (2018) | |
Ταχ. κωδ. | 10400 | |
Ζώνη ώρας | UTC+03:00 | |
Ιστότοπος | Επίσημος ιστότοπος | |
Σχετικά πολυμέσα | ||
Το Αϊβαλί (τουρκικά: Ayvalık), επίσης γνωστό ως Κυδωνίες, είναι πόλη και λιμάνι της Τουρκίας στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας, απέναντι από τη Λέσβο, στα βορειοανατολικά της Μυτιλήνης. Βρίσκεται στην επαρχία Μπαλικεσίρ και κοντά στην Πέργαμο. Υπολογίζεται ότι έχει περίπου 30.000 κατοίκους, οι οποίοι αυξάνονται κατά την καλοκαιρινή περίοδο λόγω τουρισμού.
Το Αϊβαλί υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα ιστορικά κέντρα του Ελληνισμού στη Μικρά Ασία, το δεύτερο μετά τη Σμύρνη. Μεγάλο εμπορικό κέντρο, λόγω του λιμένα, είχε ανθρώπινη παρουσία από το 1500 π.Χ.
Η μεγάλη ακμή του Αϊβαλιού τοποθετείται χρονικά μετά το 1773 και αποδίδεται στα προνόμια που παραχωρήθηκαν τότε στους χριστιανούς κατοίκους της πόλης με ειδικό φιρμάνι του Σουλτάνου Σελίμ Γ΄. Ο ελληνικός πληθυσμός του άσκησε μεγάλη επιρροή στη ντόπια ζωή μέχρι και το 1922, όταν το σύνολο των Ελλήνων εκδιώχθηκε και στη θέση τους ήρθαν μουσουλμάνοι, κυρίως από την Κρήτη, στα πλαίσια της υποχρεωτικής ανταλλαγής πληθυσμών, για να αποτελέσει και η πόλη αυτή σύμβολο της προσφυγιάς του 1922.
Το Αϊβαλί είναι κτισμένο στα ΒΔ παράλια της Μικράς Ασίας και συγκεκριμένα στο ΝΔ άκρο του Αδραμυττηνού κόλπου, ενώ η ύπαρξη των Μοσχονησίων παρέχει στο λιμάνι ασφάλεια έναντι των καιρικών φαινομένων[1].
Η ονομασία της πόλης προέρχεται από την τουρκική λέξη ayva, (αϊβά) η οποία μεταφράζεται ως «κυδώνι»[1][2]. Εκτός από την κυρίαρχη ονομασία «Αϊβαλί» ήταν σε χρήση και η λόγια «Κυδωνίαι». Υποστηρίζεται πως η επιλογή χρήσης μιας εκ των δύο μορφών στην ελληνική γλώσσα σχετιζόταν με ιδεολογικά αλλά και κοινωνικά κριτήρια[2].
Από τις νεότερες πόλεις της Μικράς Ασίας οι Κυδωνιές ιδρύθηκαν στα τέλη του 16ου ή στις αρχές του 17ου αιώνα από κατοίκους της Λέσβου[2][3], οι οποίοι εγκατέλειψαν την πατρίδα τους αναζητώντας καλύτερους όρους διαβίωσης. Είναι άγνωστο πόσοι ήταν οι άποικοι, όταν δημιουργήθηκε ο πρώτος οικισμός, όμως η ανάπτυξή του υπήρξε ραγδαία και από τα μέσα του 18ου αιώνα διεδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην οικονομική και την πνευματική ζωή της περιοχής.
Το 1773 η πόλη απέκτησε μια σειρά προνομίων[4]. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ο κληρικός Ιωάννης Δημητρακέλλης, γνωστός και ως Οικονόμος από το εκκλησιαστικό του αξίωμα, πέτυχε, με τη βοήθεια του ηγεμόνα της Βλαχίας και δραγουμάνου του στόλου Νικολάου Μαυρογένη, τη χορήγηση προνομίων στην πόλη. Με τα προνόμια αυτά οι Κυδωνίες αναγνωρίστηκαν ως αμιγής χριστιανική κοινότητα, επικεφαλής της οποίας ήταν τρεις δημογέροντες και δύο Τούρκοι αξιωματούχοι, ο αγάς ή βοεβόδας και ο καδής.
Το 1780, με φροντίδα του Δημητρακέλλη, οικοδομήθηκε μεγαλοπρεπής ναός της Παναγίας των Ορφανών, στην περίβολο του οποίου ιδρύθηκε νοσοκομείο και βρεφοκομείο, καθώς και κτήριο που στέγασε την Ελληνική Σχολή, με βιβλιοθήκη αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων και έργων φιλοσοφικών και θεολογικών. Πρώτοι διδάσκαλοι της Σχολής υπήρξαν ο ιεροδιάκονος Ευγένιος από τα Βουρλά ή την Κίο της Βιθυνίας, ο Βησσαρίων από τη Σύμη των Δωδεκανήσων, ο Θεοδόσιος από τα Μουδανιά κ.ά. Λίγα χρόνια αργότερα, η Σχολή του Οικονόμου, που πέθανε το 1792, αναδιοργανώθηκε, στεγάστηκε σε νέο οίκημα, πήρε το χαρακτήρα ανώτερης σχολής και ονομάστηκε Ακαδημία.
Στην Ακαδημία Κυδωνιών, που υπήρξε ένα από τα αξιολογότερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του τουρκοκρατούμενου Ελληνισμού, δίδαξαν μεταξύ άλλων οι λόγιοι Βενιαμίν ο Λέσβιος, Θεόφιλος Καΐρης και Γρηγόριος Σαράφης[1]. Στην Ελληνική Σχολή της Παναγίας των Ορφανών είχε εισαχθεί η διδασκαλία της ευρωπαϊκής μουσικής και της γαλλικής και τουρκικής γλώσσας. Το 1816 εκδιώχθηκε ο Γάλλος μουσικοδιδάκαλος ονόματι Μπουσάρ, διότι κάποιος Τούρκος υπάλληλος που τον είδε να δίνει το ρυθμό τον κατήγγειλε ότι έδινε στους μαθητές στρατιωτικά παραγγέλματα. Μετά από αυτό, η σχολή συνέχισε διδάσκοντας μόνο βυζαντινή μουσική και οι απόφοιτοί της εργάζονταν σε διάφορα μέρη ως ιεροψάλτες. Στην ίδια σχολή διδασκόταν και κλασσικό θέατρο με τραγωδίες, όπως η Εκάβη του Ευριπίδη[5].
Οι Κυδωνίες, με ελληνικό πληθυσμό 30.000 στις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης, ένα από τα σπουδαιότερα οικονομικά και πολιτιστικά κέντρα του υπόδουλου Ελληνισμού, το δεύτερο μετά τη Σμύρνη στη Μικρά Ασία, καταστράφηκε από τουρκικό στρατό, που μπήκε στην πόλη στις 2 Ιουνίου 1821 για να εκδικηθεί για την πυρπόληση τουρκικού δίκροτου στις 27 Μαΐου στην Ερεσό. Στις 3 Ιουνίου ο Ιωάννης Φιλήμων χαρακτηριστικά αναφέρει:
Η πυρκαϊά, άμα τεθείσα, ηυξήθη κολοσσιαία, ένεκα των πολλών ελαιουργείων και ελαιοπωλείων· οι ναοί, η σχολή, η βιβλιοθήκη και πάντα τα καταστήματα κατέπεσαν ολόκαυστα. Πατέρες, σύζυγοι, τέκνα, περιέτρεχον από του ενός εις το άλλο μέρος τρομώδη και αμηχανούντα, όπως διεκφύγωσι την σφαγήν... Ούτω κατεστράφη η πόλις των Κυδωνιών, σφαγείσα και αιχμαλωτισθείσα κατά το έν τρίτον, λεηλατηθείσα κατά το όλον και αποτεφρωθείσα κατά κράτος.
Όσοι κάτοικοι σώθηκαν, κατέφυγαν σε νησιά του Αιγαίου, όπως, μεταξύ άλλων, η Σύρος,[6] καθώς και στην Πελοπόννησο. Επίσης, αρκετοί Αϊβαλιώτες, όπως, μεταξύ άλλων, οι Στυλιανός Γονατάς και Ευστράτιος Πίσσας, συμμετείχαν ενεργά στην Ελληνική Επανάσταση[7].
Το 1827 άρχισε η επάνοδος των προσφύγων στην κατεστραμμένη πόλη και άρχισε η ανοικοδόμησή της με ταχύ ρυθμό. Το 1842 οι κάτοικοι είχαν ανέλθει σε 18.000 και η αύξηση του πληθυσμού συνεχίστηκε. Κατά τον αιώνα από την επανεγκατάσταση ως τη Μικρασιατική Καταστροφή, η βιοτεχνία και το εμπόριο παρουσίασαν ραγδαία ανάπτυξη, ενώ η ίδρυση ατμοκίνητων ελαιοτριβείων και η ναυτιλιακή δραστηριότητα των κατοίκων κατέστησαν τις Κυδωνίες κέντρο εμπορίας λαδιού που η ετήσια παραγωγή του έφθανε τις 4.000.000 οκάδες. Το Γυμνάσιο της πόλης με την πλουσιότατη βιβλιοθήκη του, που ονομάστηκε Διδότειος προς τιμήν του παρισινού εκδοτικού οίκου Didot, ο οποίος την εμπλούτισε με χιλιάδες τόμους, τα τυπογραφεία (μετά το 1911), από τα οποία εκδίδονταν εφημερίδες και περιοδικά, και οι πολιτιστικοί σύλλογοι δημιούργησαν πνευματική ζωή και ανέβασαν το πολιτιστικό επίπεδο. Χαρακτηριστικός είναι ο μεγάλος αριθμός λογίων και ανώτερων κληρικών που κατάγονται από τις Κυδωνίες.
Στις αρχές του 20ού αιώνα οι Έλληνες αποτελούσαν το σύνολο του πληθυσμού της πόλης.[8][9] Οι διωγμοί που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου εναντίον του μικρασιατικού Ελληνισμού έπληξαν ιδιαίτερα τους Κυδωνιάτες. Οι ομαδικές εκτοπίσεις κατοίκων στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας και η φυγή νέων κυρίως Κυδωνιατών το 1917 προς τη Λέσβο ανέκοψαν επί μήνες την ανάπτυξη της πόλης, στην οποία οι φυγάδες κάτοικοί της επανήλθαν μετά την ανακωχή της Κομπιέν στις 11ης Νοεμβρίου 1918.
Στις 29 Μαΐου 1919 ο ελληνικός στρατός που είχε αποβιβαστεί στη Σμύρνη από την αρχή του μήνα, κατέλαβε τις Κυδωνίες, σύμφωνα με το σχέδιο του ελληνικού στρατηγείου οπότε και άρχισε η επανεγκατάσταση του ελληνικού στοιχείου που είχε προηγουμένως εκδιωχθεί.
Το οριστικό πλήγμα δόθηκε λίγα χρόνια αργότερα με την άτακτη υποχώρηση του ελληνικού στρατού που είχε τραγικές συνέπειες και για τις Κυδωνίες. Στις 29 Αυγούστου 1922 μπήκαν στην πόλη τα πρώτα τουρκικά στρατιωτικά τμήματα, που ενισχύθηκαν στις 6 Σεπτεμβρίου. Οι άνδρες στάλθηκαν σε Τάγματα Εργασίας σε στρατόπεδα του εσωτερικού της Ανατολίας, άλλοι εκτελέστηκαν, και ελάχιστοι μόνο σώθηκαν, που με τα γυναικόπαιδα κατέφυγαν στη Λέσβο και από εκεί σε άλλες περιοχές της Ελλάδας. Την εμπειρία του στα Τάγματα Εργασίας περιέγραψε, στο βιβλίο του Το Νούμερο 31328, ο Ηλίας Βενέζης, ο οποίος μαζί με άλλους 3.000 Αϊβαλιώτες υποχρεώθηκε να υπηρετήσει σε αυτά για 14 μήνες από το 1922, σε ηλικία 18 ετών. Ο Βενέζης ήταν ένας από τους μόλις 23 συμπατριώτες του που επιβίωσαν.
Θύμα του φανατισμού υπήρξε και ο μητροπολίτης Κυδωνιών Γρηγόριος, που είχε αρνηθεί να εγκαταλείψει την πόλη και συνελήφθη από τον κεμαλικό στρατό στις 30 Σεπτεμβρίου 1922. Μετά από βασανισμούς, εκτελέστηκε μαζί με δεκάδες ιερείς, προκρίτους και πλήθος συμπολιτών του, στις 3 Οκτωβρίου 1922.[10]
Οι Έλληνες πρόσφυγες των Κυδωνιών κατέφυγαν μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την Ανταλλαγή Πληθυσμών σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Ειδικότερα στη Λέσβο, όπου και δημιούργησαν τις Νέες Κυδωνίες στη θέση του προγενέστερου τουρκικού οικισμού του Μπαλτζίκι,[11] ενώ και στο Αιγάλεω Αττικής πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν και ονόμασαν τον συνοικισμό τους Νέες Κυδωνιές. Στη θέση τους ήρθαν Τούρκοι πρόσφυγες από την Ελλάδα, οι οποίοι στα τέλη του 1924 ανέρχονταν σε 21.000 άτομα[12].
Οι επίσημες τουρκικές εκτιμήσεις υπολόγιζαν πως γύρω στο 1926, ο προσφυγικός πληθυσμός που είχε συρρεύσει στο Αϊβαλί αριθμούσε περίπου 25500 άτομα. Ωστόσο λόγω των συνθηκών, τα επόμενα χρόνια υπέστη ραγδαία μείωση με αποτέλεσμα το 1933 να ζουν εντός των ορίων του δήμου μόλις 13502 κάτοικοι. Σε ό,τι αφορά την τοπική οικονομία, αυτή στηριζόταν στην ελαιουργία, τη σαπωνοποιία και τα καπνά.[13] Κατά τη δεκαετία του 1980 ξεκίνησε η τουριστική ανάπτυξη της περιοχής[12].
Στη σύγχρονη εποχή, το Αϊβαλί αποτελεί ένα αναπτυσσόμενο αστικό, εμπορικό και τουριστικό κέντρο, διατηρώντας ακόμα αρκετά από στοιχεία του ελληνικού του παρελθόντος. Το 2007 στο λιμάνι του Αϊβαλιού έγινε για πρώτη φορά μετά το 1922 τελετή αγιασμού των υδάτων κατά την ημέρα των Θεοφανίων.[14]