Ως Βαρλίκ Βεργκισί (Varlık Vergisi) έχει μείνει γνωστός ο διαβόητος έκτακτος ειδικός φόρος επί της περιουσίας που επεβλήθη στη Τουρκία το 1942. Ο φόρος επεβλήθη ως αναγκαίος για την συγκέντρωση κεφαλαίων, ενόψει της ενδεχόμενης εισόδου της χώρας στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο.
Ωστόσο έχει αναγνωριστεί ως φόρος που στόχευε στην οικονομική καταστροφή των μειονοτικών πληθυσμών (Αρμενίων, Εβραίων και Ελλήνων) προς όφελος των Τούρκων.[1] [2]
Ο νόμος εισήχθη προς ψήφιση στη τουρκική βουλή από τον τότε πρωθυπουργό Σουκρού Σαράτζογλου και ψηφίστηκε στις 11 Νοεμβρίου του 1942. Ανακλήθηκε στις 15 Μαρτίου 1944, και αφού είχε δεχτεί έντονη κριτική διεθνώς. [3]
Ο Σαράτζογλου σε κλειστή συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΡΛΚ δήλωσε : «Αυτός ο νόμος είναι επίσης νόμος της επανάστασης. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια ευκαιρία που θα μας δώσει την οικονομική μας ανεξαρτησία. Εξαλείφοντας τους ξένους που κυριαρχούν στην αγορά μας, θα βάλουμε την τουρκική αγορά στα χέρια των Τούρκων.»[4]
Ο φόρος έπρεπε να καταβληθεί από όλους τους πολίτες της Τουρκίας, αλλά ασυνήθιστα υψηλότεροι συντελεστές επιβλήθηκαν στους μη μουσουλμάνους κατοίκους της χώρας, με αυθαίρετο και ληστρικό τρόπο. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε διαλυθεί μόλις είκοσι χρόνια νωρίτερα, και οι αναμνήσεις των διακρίσεων της ύστερης οθωμανικής εποχής εξακολουθούσαν να βαραίνουν πολύ τη συλλογική συνείδηση αυτών των μειονοτικών ομάδων.[5] Η δε προθεσμία καταβολής του ήταν μόλις 30 ημέρες. Όσοι δεν κατάφερναν να αποδώσουν τον φόρο αυτό μέσα στη τακτή αυτή προθεσμία, συλλαμβάνονταν και στέλνονταν σε στρατόπεδα καταναγκαστικών έργων της επαρχίας Ερζερούμ στην ανατολική Ανατόλια και στο Ντιγιάρμπακιρ.[6] Αντιθέτως, ο αντίστοιχος φόρος που επιβλήθηκε στους Τούρκους έφτανε στο 5% των περιουσιακών τους στοιχείων και όσοι δεν μπόρεσαν να τον πληρώσουν καταδικάστηκαν σε πολύ ελαφρύτερες ποινές.
Από τον κυριολεκτικά εξοντωτικό αυτό νόμο επήλθε τεράστια καταστροφή κυρίως των Ελλήνων, των Εβραίων και των Αρμενίων της Κωνσταντινούπολης, εναντίον των οποίων ουσιαστικά και στρέφονταν ο νόμος αυτός, καθώς ειδικά για τις μειονότητες ο φόρος υπολογιζόταν από τις τοπικές αρχές αυθαίρετα, χωρίς κάποιο συγκεκριμένο συντελεστή, αλλά κυριολεκτικά από ένα καπρίτσιο της στιγμής. Τεράστιες περιουσίες χάθηκαν τότε ή και εγκαταλείφθηκαν, ενώ κάποια άτομα από τις μειονότητες που καταστράφηκαν, έφτασαν ακόμα και στην αυτοκτονία.[7] Από τον Δεκέμβριο του 1942 ως και τον Ιανουάριο του 1943, χιλιάδες ακίνητα που ανήκαν σε μη μουσουλμάνους άλλαξαν χέρια στην Κωνσταντινούπολη. Ανάμεσα στα ακίνητα που άλλαξαν χέρια ήταν και τα περισσότερα κτίρια της οδού Ιστικλάλ. Το 67% των πωληθέντων ακινήτων αγοράστηκε από Τούρκους ιδιώτες και το 30% από επίσημα ιδρύματα και οργανισμούς.[8] Από τις 21 Ιανουαρίου 1943, χιλιάδες μη μουσουλμανικά σπίτια και επιχειρήσεις κατασχέθηκαν και δημοπρατήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη.
Όμως η εφαρμογή αυτού του νόμου επέφερε παράλληλα μία τρομερή αύξηση της τιμής των αγαθών προκειμένου να μειωθούν οι όποιες απώλειες, με συνέπεια να βαρύνει ακόμα περισσότερο τις οικονομικά χαμηλότερες τάξεις. Τελικά ο νόμος αυτός καταργήθηκε στις 15 Μαρτίου του 1944 λόγω διεθνών πιέσεων από τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο, αν και πλέον είχε επέλθει τεράστια οικονομική εξαθλίωση των θρησκευτικών μειονοτήτων. Μετά την κατάργηση του νόμου, όσοι είχαν οδηγηθεί στα καταναγκαστικά έργα γύρισαν στα σπίτια τους. Η κυβέρνηση της Τουρκίας υποσχέθηκε να τους αποδώσει πίσω και τις περιουσίες τους, αλλά στην πράξη δεν συνέβη ποτέ κάτι τέτοιο σε κανέναν.[9]
^ α: Σημειώνεται ότι παρόμοιο νόμο τόσης υψηλής φορολογίας ουδέποτε είχε εκδώσει η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Επίσης ένας μεγάλος αριθμός Ελλήνων αναγκάστηκε τότε να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη και να έλθει στη κατεχόμενη τότε Ελλάδα. Οι ελληνικές κυβερνήσεις μετά την απελευθέρωση δεν προέβησαν σε καμία διαμαρτυρία για τον διωγμό που είχαν υποστεί οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης.
Αυτό το λήμμα σχετικά με την Τουρκία χρειάζεται επέκταση. Μπορείτε να βοηθήσετε την Βικιπαίδεια επεκτείνοντάς το. |