Βασίλειο των Βανδάλων και των Αλανών Regnum Vandalorum et Alanorum | |||||
| |||||
---|---|---|---|---|---|
| |||||
Η επικράτεια του Βασιλείου των Βανδάλων κατά τη μέγιστη ακμή του (περ. 476)
| |||||
Πρωτεύουσα | Ιππώνη (435–439), Καρχηδόνα (439-534) | ||||
Γλώσσες | Λατινικά, Αφρικανικά Ρομανικά, Βανδαλικά, Καρχηδονιακά, Μεσαιωνικά Ελληνικά | ||||
Θρησκεία | Αρειανισμός, Χαλκηδόνιος Χριστιανισμός | ||||
Πολίτευμα | Προφεουδαρχική Μοναρχία | ||||
Βασιλιάς | |||||
- | 435–477 | Γιζέριχος | |||
- | 530–534 | Γελίμερος | |||
Ιστορία | |||||
- | Άφιξη των Βανδάλων στη Μαυριτανία και τη Νουμιδία | 435 | |||
- | Κατάλυση του Βασιλείου των Βανδάλων | 534 |
Το Βασίλειο των Βανδάλων (λατινικά: Regnum Vandalum) ή Βασίλειο των Βανδάλων και των Αλανών (λατινικά: Regnum Vandalorum et Alanorum) ιδρύθηκε από τη γερμανική φυλή των Βανδάλων την περίοδο εξουσίας του Γιζέριχου. Υπήρχε από το 435 μέχρι το 534 και ήλεγχε σημαντικό μέρος της Βόρειας Αφρικής και της Μεσογείου Θάλασσας.[1][2][3]
Το 429 μ.Χ., οι Βάνδαλοι, που εκτιμάται ότι αριθμούσαν 80.000 άτομα, κατέφθασαν με πλοία από την Ισπανία στη βόρεια Αφρική. Προχώρησαν ανατολικά, κατακτώντας τις παράκτιες περιοχές του σημερινού Μαρόκου, της Αλγερίας και της Τυνησίας.[4] Το 435, όταν έγινε σαφές ότι ο στρατός των Βανδάλων δεν μπορούσε να ηττηθεί από τις ρωμαϊκές στρατιωτικές δυνάμεις, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, που τότε κυβερνούσε τη Βόρεια Αφρική, επέτρεψε στους Βάνδαλους να εγκατασταθούν στις επαρχίες της Νουμιδίας και της Μαυριτανίας. Το 439 οι Βάνδαλοι προωθήθηκαν ακόμη ανατολικότερα καταλαμβάνοντας την Καρχηδόνα, τη σημαντικότερη τότε πόλη της βόρειας Αφρικής. Έπειτα, το νεοσύστατο Βασίλειό τους κατέκτησε τα ρωμαϊκά νησιά Μαγιόρκα, Σικελία, Σαρδηνία και Κορσική στη δυτική Μεσόγειο. Κατά τη δεκαετία του 460, οι Ρωμαίοι πραγματοποίησαν δύο αποτυχημένες στρατιωτικές αποστολές δια θαλάσσης σε μια προσπάθεια να ανατρέψουν τους Βάνδαλους και να ανακτήσουν τη βόρεια Αφρική. Η κατάκτηση της βόρειας Αφρικής από τους Βάνδαλους επέφερε ένα σημαντικό πλήγμα στην παραπαίουσα Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, καθώς η βόρεια Αφρική αποτελούσε μια σημαντική πηγή εσόδων και σιτηρών για την πόλη της Ρώμης.[5]
Το Βασίλειο των Βανδάλων καταλύθηκε το 534, όταν κατακτήθηκε από τον Βυζαντινό στρατηγό Βελισάριο, κατά τον Βανδαλικό Πόλεμο, και ενσωματώθηκε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Οι επιζώντες Βάνδαλοι είτε αφομοιώθηκαν στον αυτόχθονα αφρικανικό πληθυσμό είτε διασκορπίστηκαν μεταξύ των βυζαντινών εδαφών.[6][7]
Οι Βάνδαλοι, υπό τον ηγεμόνα τους Γιζέριχο, έφθασαν στην Αφρική το 429.[8][9] Αν και ο ακριβής αριθμός τους είναι άγνωστος, γνωρίζουμε ότι ο Βυζαντινός ιστορικός Προκόπιος ο Καισαρεύς εκτιμούσε τον αριθμό των Βανδάλων και των Αλανών που μετακινήθηκαν στη βόρεια Αφρική σε περίπου 80.000 άτομα.[10][11] Σύμφωνα με τον Προκόπιο, οι Βάνδαλοι μετέβησαν στην Αφρική κατόπιν αιτήματος του Βονιφάτιου, στρατιωτικού κυβερνήτη της περιοχής.[12] Εντούτοις, εκτιμάται ότι μετανάστευσαν σε αναζήτηση ασφαλούς τόπου εγκατάστασης, καθώς οι σχέσεις τους με τους Ρωμαίους ήταν εχθρικές. Προχωρώντας ανατολικά κατά μήκος των αφρικανικών ακτών, οι Βάνδαλοι πολιόρκησαν την τειχισμένη πόλη Ιππώνη (430).[8] Μέσα σε αυτήν, ο Άγιος Αυγουστίνος και οι ιερείς του προσεύχονταν για τη σωτηρία από τους εισβολείς, θεωρώντας βέβαιο ότι η πτώση της πόλης θα σηματοδοτούσε μεταστροφή ή θάνατο για πολλούς Χριστιανούς. Στις 28 Αυγούστου του 430, τρεις μήνες μετά την έναρξη της πολιορκίας, ο 75χρονος Άγιος Αυγουστίνος πέθανε, ίσως από πείνα ή στενοχώρια, καθώς τα χωράφια σιταριού έξω από την πόλη ήταν ακαλλιέργητα και είχαν αποξηρανθεί.[13] Μετά από 14 μήνες, η πείνα και οι ασθένειες μάστιζαν τόσο τους κατοίκους της πόλης όσο και τους Βανδάλους που βρίσκονταν έξω από τα τείχη. Η πόλη τελικά έπεσε στα χέρια των τελευταίων, οι οποίοι την έκαναν πρωτεύουσα του νεοσύστατου βασιλείου τους.[14]
Η ειρήνη μεταξύ των Ρωμαίων και των Βανδάλων επιτεύχθηκε το 435, με τη σύναψη συνθήκης μεταξύ του Αυτοκράτορα Βαλεντινιανού Γ΄ και του Γιζέριχου. Σύμφωνα με τους όρους της, ο τελευταίος αποκτούσε τον έλεγχο των παράκτιων περιοχών της Νουμιδίας και τμημάτων της Μαυριτανίας. Το 439, όμως, αποφάσισε να παραβιάσει τη συνθήκη, εισβάλλοντας στην Επαρχία της Αφρικής και καταλαμβάνοντας την Καρχηδόνα.[15] Η πόλη καταλήφθηκε αιφνιδιαστικά μέσα σε μία ημέρα, την ώρα που οι κάτοικοί της παρακολουθούσαν αγώνες στον ιππόδρομο. Ο Γιζέριχος όρισε την Καρχηδόνα ως νέα πρωτεύουσα του και αυτοανακηρύχθηκε Βασιλιάς των Βανδάλων και των Αλανών, υποδηλώνοντας με αυτόν τον τρόπο τη σημασία των συμμάχων του, Αλανών, στο Βασίλειό του. Μετέπειτα κατέλαβε τη Σικελία, τη Σαρδηνία, την Κορσική, τη Μάλτα και τις Βαλεαρίδες Νήσους, δημιουργώντας μια περιφερειακή δύναμη στη δυτική Μεσόγειο.[16]
Η εντύπωση που δίνεται από ιστορικές πηγές όπως ο Βίκτωρ της Βίτας, ο Κουοντβουλτντέους και ο Φουλγέντιος του Ρούσπε είναι ότι η κατάληψη της Καρχηδόνας και της βόρειας Αφρικής από τους Βάνδαλους οδήγησε σε εκτεταμένη καταστροφή. Ωστόσο, πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες αμφισβητούν αυτόν τον ισχυρισμό.[17] Αν και το Ωδείο της Καρχηδόνας καταστράφηκε, το οδικό δίκτυο παρέμεινε ίδιο και κάποια δημόσια κτίρια ανακαινίστηκαν. Ο ιστορικός Άντι Μέριλς θεωρεί ότι οι μεγάλες ποσότητες αφρικανικών κεραμικών σκευών, που ανακαλύφθηκαν σε όλη τη Μεσόγειο και χρονολογούνται στην περίοδο των Βανδάλων, αμφισβητούν την υπόθεση ότι η περίοδος της βανδαλικής κυριαρχίας της βόρειας Αφρικής ήταν μια εποχή οικονομικής αστάθειας.[18] Όταν οι Βάνδαλοι εισέβαλαν στη Σικελία το 440, η Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν απασχολημένη με πολέμους στη Γαλατία και ήταν αδύνατον να αντιδράσει. Ο Θεοδόσιος Β΄, Αυτοκράτορας της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, πραγματοποίησε μια εκστρατεία για να αντιμετωπίσει τους Βανδάλους το 441, αλλά προωθήθηκε μόνο μέχρι τη Σικελία. Η Δυτική Αυτοκρατορία υπό τον Βαλεντινιανό Γ΄ συνήψε ειρήνη με τους Βανδάλους το 442.[19] Σύμφωνα με αυτή τη συνθήκη, οι Βάνδαλοι εξασφάλιζαν την επαρχία Βυζακινής, την Τριπολιτανία και μέρος της Νουμιδίας, ενώ επιβεβαιωνόταν η εξουσία τους στην Επαρχία της Αφρικής.[20]
Ιστορικοί, από τον 18ο αιώνα και εξής, θεωρούν ότι η κατάληψη της βόρειας Αφρικής από τους Βανδάλους και τους Αλανούς αποτέλεσε θανάσιμο πλήγμα για τη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και τον αγώνα που έδινε για να επιβιώσει.[21][22] Πριν από τους Βάνδαλους, η βόρεια Αφρική ήταν ευημερούσα και ειρηνική, διατηρώντας ένα μικρό σχετικά ποσοστό των στρατιωτικών δυνάμεων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ενώ αποτελούσε μια σημαντική πηγή φόρων και σιτηρών για την αυτοκρατορία και την ίδια τη Ρώμη.[21] Ο ιστορικός του 1ου αιώνα μ.Χ., Ιώσηπος Φλάβιος, ανέφερε ότι η βόρεια Αφρική τροφοδοτούσε τη Ρώμη οκτώ μήνες κάθε έτους, με τους υπόλοιπους τέσσερις μήνες να λαμβάνει τα απαραίτητα σιτηρά από την Αίγυπτο.[23] Οι ρωμαϊκές ανάγκες για σιτηρά από τη βόρεια Αφρική πιθανόν τον 5ο αιώνα να είχαν μειωθεί, καθώς ο πληθυσμός της Ρώμης και των Ρωμαίων στρατιωτών είχε ελαττωθεί. Η συνθήκη του 442, μεταξύ Ρώμης και Βανδάλων, φαίνεται να διασφάλισε τη συνέχιση του εμπορίου σιτηρών.[24] Ωστόσο, όσον αφορά την ανάσχεση των εχθροπραξιών, η συνθήκη παραβιάστηκε, καθώς οι Ρωμαίοι είχαν σε άμεση προτεραιότητα την ανάκτηση της βόρειας Αφρικής και τον έλεγχο των σιτηρών της περιοχής.[21]
Η συνθήκη ειρήνης του 442 δεν σταμάτησε τις επιδρομές των Βανδάλων στη δυτική Μεσόγειο. Για τα επόμενα 35 χρόνια, ο Γιζέριχος χρησιμοποίησε τον μεγάλο ναυτικό στόλο του για να λεηλατεί τις ακτές τόσο της Ανατολικής όσο και της Δυτικής Αυτοκρατορίας. Μετά το θάνατο του Αττίλα των Ούννων, το 453, οι Ρωμαίοι έστρεψαν την προσοχή τους στους Βανδάλους, οι οποίοι είχαν υπό τον έλεγχό τους μερικά από τα πλουσιότερα εδάφη που κατείχε άλλοτε η Ρώμη.
Σε μια προσπάθεια να φέρει τους βάνδαλους υπό την κυριαρχία της Αυτοκρατορίας, ο Ουαλεντινιανός Γ΄ πρόσφερε το χέρι της κόρης του, Ευδοκίας, σε γάμο με τον γιο του Γιζέριχου, τον Ονώριχο. Ο γάμος, όμως, δεν είχε πραγματοποιηθεί μέχρι το 455, όταν ο Βαλεντιανός δολοφονήθηκε από συνεργούς του Πετρόνιου Μάξιμου, ο οποίος σφετερίστηκε το θρόνο της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Πετρόνιος Μάξιμος παντρεύτηκε αμέσως τη χήρα του Βαλεντιανού, την Αυτοκράτειρα Λικινία Ευδοξία, και ακύρωσε τον αρραβώνα της Ευδοκίας με τον Ονώριχο. Πάντρεψε μάλιστα την Ευδοκία με τον γιο του Παλλάδιο. Η διπλωματία μεταξύ Ρώμης και Βανδάλων κατέρρευσε. Η Λικινία Ευδοξία, σε επιστολή της προς τον Γιζέριχο, ικέτευε τον βασιλιά των Βανδάλων να μεταβεί στη Ρώμη και να τη βοηθήσει. Ισχυριζόμενος ότι ο διαλυμένος αρραβώνας μεταξύ του Ονώριχου και της Ευδοκίας ακύρωνε τη συνθήκη ειρήνης του που είχε επιτευχθεί επί Βαλεντιανού, ο Γιζέριχος λεηλάτησε τη Ρώμη, διασώζοντας τη Λικινία Ευδοξία, την Ευδοκία και τη μικρότερη κόρη της Λικινίας Ευδοξίας, την Πλακιδία. Ο Πετρόνιος Μάξιμος και ο Παλλάδιος δολοφονήθηκαν από έναν εξαγριωμένο όχλο καθώς εγκατέλειπαν τη Ρώμη.
Ο χρονικογράφος Πρόσπερος της Ακουιτανίας περιγράφει τα γεγονότα που συνέβησαν στις 2 Ιουνίου του 455, όταν ο Πάπας Λέων Α΄ υποδέχτηκε τον Γιζέριχο, παρακαλώντας τον να σταματήσει τις δολοφονίες και τις πυρπολήσεις και ζητώντας του να αρκεστεί στη λεηλασία. Οι Βάνδαλοι αναχώρησαν με αμέτρητα πολύτιμα είδη, συμπεριλαμβανομένων σπάνιων κειμηλίων που προέρχονταν από το Δεύτερο Ναό της Ιερουσαλήμ. Η Λικινία Ευδοξία και οι κόρες της μεταφέρθηκαν στην Καρχηδόνα, όπου η Ευδοκία παντρεύτηκε τον Ονώριχο λίγο αργότερα.[20]
Η λεηλασία της Ρώμης από τους Βανδάλους συσχέτισε το λαό αυτό με την άκρατη καταστροφή και ετυμολογικά αποδίδει τον όρο βανδαλισμός.[25][26]
Η Βανδαλική λεηλασία της Ρώμης, η πειρατεία στην Μεσόγειο και η ανάγκη των Ρωμαίων να επαναφέρουν το πλεονέκτημα τους στο εμπόριο σιτηρών ήταν οι σημαντικότερες προτεραιότητες για τους Ρωμαίους αυτοκράτορες. Ο δυτικός αυτοκράτορας Μαϊοριανός ξεκίνησε το καλοκαίρι του 458 να οργανώνει την άμυνα απέναντι στους Βανδάλους. Μια ναυτική δύναμη απεστάλη από την Καρθαγένη στην Ισπανία, θα καταλάμβανε την Μαυριτανία και κατόπιν θα βάδιζε στην Καρχηδόνα, με μιά άλλη έφοδο ο Μαρκελλίνος θα ανακαταλάμβανε την Σικελία. Ο αυτοκράτορας συγκρότισε τον στόλο του (460) αλλά ο Γιζέριχος έμαθε για τις κινήσεις του και προσπάθησε να δηλητηριάσει όλα τα πηγάδια της Μαυριτανίας ώστε οι Ρωμαίοι όταν καταλάβουν την περιοχή να βρουν καμμένη γη. Σε μια άλλη ναυτική δύναμη ο ίδιος ο Μαϊοριανός ήταν αρχηγός του στόλου του ο οποίος νίκησε τους Ρωμαίους στην Καρχηδόνα.[27][28] Η δυτική και η ανατολική Ρωμαική αυτοκρατορία προσπάθησαν να ανακαταλάβουν την Αφρική (468) με πολλές αμφιβολίες αν κατορθώσουν τελικά να νικήσουν τους Βανδάλους. Ο στόλος περιείχε σύμφωνα με τις πηγές της εποχής 1113 πλοία και μετέφεραν 100.000 άνδρες, ο Χίδερ απέρριψε αυτό το νούμερο προτείνοντας 50.000 στρατιώτες και ναύτες, στηρίχθηκαν σε 16.000 Ρωμαίους στρατιώτες που μεταφέρθηκαν με 500 πλοία (532). Ο Άντι Μέριλς και ο Ρίτσαρντ Μάιλς τονίζουν ότι η επιχείρηση αυτή ήταν αξιοθαύμαστη για την λαμπρότητα της.[29] Στην ναυμαχία του ακολούθησε στο Καπ Μπον της Τυνησίας οι Βάνδαλοι καταστρέφουν τον στόλο των δυτικών Ρωμαίων και μέρος των ανατολικών με την χρήση Πυρπολικών.[30]
Μετά την ήττα των Ρωμαίων οι Βάνδαλοι στράφηκαν στην κατάκτηση της Πελοποννήσου, επιτέθηκαν στην Καινήπολις της Μάνης αλλά οι Μανιάτες τους συνέτριψαν.[31] Οι Βάνδαλοι οργίστηκαν σε τέτοιο βαθμό που πήγαν στην Κεφαλλονιά, συνέλεξαν 500 ομήρους και τους κομμάτιασαν, πέταξαν τα μέλη τους στην θάλασσα στον δρόμο τους για την Καρχηδόνα.[31] Την δεκαετία του 470 οι Ρωμαίοι εγκατέλειψαν την τακτική του πολέμου με τους Βανδάλους, με την επέμβαση του Γερμανικής καταγωγής δυτικού Ρωμαίου στρατηγού Ρικίμερ ο Γιζέριχος έκλεισε ειρήνη με την Κωνσταντινούπολη.[30] Οι σχέσεις από τότε ανάμεσα στους Βανδάλους με τις Ρωμαικές αυτοκρατορίες ήταν ομαλές.[32] Ο Γιζέριχος έκοψε τα δικά του νομίσματα, αντικατέστησε τα νομίσματα χαμηλής αξίας αλλά διατήρησε τα υψηλότερης αξίας επειδή δεν ήθελε να σφετεριστεί τον αυτοκρατορικό τίτλο.[33] Ο ιδρυτής του βασιλείου των Βανδάλων Γιζέριχος πέθανε υπέργηρος σε ηλικία 88 ετών (25 Ιανουαρίου 477). Ο διάδοχος του σύμφωνα με τον νόμο της πρωτοτοκίας που θέσπισε ο ίδιος ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Ονώριχος, διέκοψε τις διώξεις στους Καθολικούς της Αγίας Τριάδας για να διατηρήσει καλές σχέσεις με την Κωνσταντινούπολη. Τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του ωστόσο (482) ξεκίνησε νέες διώξεις σε Καθολικούς και Μανιχαϊστές, εκτέλεσε και πολλά μέλη της βασιλικής οικογένειας.[34] Οι γηγενείς Βέρβεροι στην βόρεια Αφρική ξεκίνησαν τις εξεγέρσεις, δημιούργησαν το πρώτο ανεξάρτητο Βασίλειο της Αρτάβα υπό τον Μαστές στα Όρη Ωρές (483).[34][35] Ο πρώτος ξάδελφος και διάδοχος του Γουνθαμούνδος (484) σταμάτησε τις διώξεις αλλά οι Βάνδαλοι είχαν χάσει σημαντικά την ισχύ τους, ο Θεοδώριχος ο Μέγας είχε καταλάβει το μεγαλύτερο τμήμα της Σικελίας και οι Βέρβεροι έκαναν συνέχεια επιδρομές στις ακτές.[36] Ο αδελφός και ο διάδοχος του Θρασαμούνδος είχε μεγάλο θρησκευτικό φανατισμό αλλά δεν προχώρησε σε αιματηρές διώξεις.[37]
Τον Θρασαμούνδο διαδέχθηκε ο πρώτος ξάδελφος του Χιλδέριχος γιος του Ονώριχου ο οποίος λόγω της μητέρας του είχε πολύ καλές σχέσεις με την Καθολική θρησκεία που την νομιμοποίησε πλήρως όπως επίσης και το Βυζάντιο. Ο Προκόπιος γράφει ότι ήταν "ένας πολύ ιδιαίτερος φίλος, που συχνά φιλοξενούσε ο Ιουστινιανός Α΄, ο οποίος δεν είχε ακόμη γίνει Αυτοκράτορας". Οι Βάνδαλοι εξεγέρθηκαν απέναντι στην τακτική αυτή, ο ξάδελφος του Γελίμερος τον ανέτρεψε, τον φυλάκισε και τον αντικατέστησε στον θρόνο. Ο Ιουστινιανός διαμαρτυρήθηκε, απαίτησε επαναφορά στον θρόνο του Χιλδέριχου, ο Γελίμερος το αρνήθηκε. Ο περίφημος στρατηγός Βελισσάριος απεστάλη από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό με εντολή να ανατρέψει τον Γελίμερο και να προσαρτήσει το Βανδαλικό βασίλειο της Αφρικής στην Βυζαντινή αυτοκρατορία. Με το άκουσμα των νέων ο Γότθος κυβερνήτης της Σαρδηνίας Γώδας εξεγέρθηκε και δήλωσε την πίστη του στον Βελισάριο. Ο Γελίμερος απέστειλε τον αδελφό του Τζάζωνα με ένα μεγάλο τμήμα του Βανδαλικού στρατού για να τον καταστείλει. Η απουσία αυτή επέτρεψε στον Βελισάριο να εισέλθει στην Αφρική και να αντιμετωπίσει τον Γελίμερο στην "μάχη του Δέκιμου", 16 χιλιόμετρα από την Καρχηδόνα. Οι Βάνδαλοι με τον Γελίμερο αγωνίστηκαν σκληρά αλλά όταν έπεσε ο αδελφός του Αμμάτας ο Γελίμερος απογοητεύτηκε έντονα και δραπέτευσε, ο Βελισάριος κατέλαβε την Καρχηδόνα.[38] Ο Βελισσάριος και ο Γελίμερος συναντήθηκαν ξανά στην "μάχη του Τρικάμαρον" σε απόσταση 32 χιλιόμετρα από την Καρχηδόνα, οι Βάνδαλοι αγωνίστηκαν σκληρά αλλά όταν έπεσε και ο άλλος αδελφός του Τζάζωνας ο Γελίμερος δραπέτευσε στην Ιππώνα. Ο Γελίμερος αποσύρθηκε στο Όρος Πάππουα, υπέφερε έντονα από την πείνα και τον κρύο και αναγκάστηκε να παραδοθεί στον Βελισσάριο. Ο Βελισσάριος μετέφερε τους καλύτερους Βάνδαλους στρατιώτες στην υπηρεσία του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, τους τοποθέτησε στα Βυζαντινά σύνορα στην Αρμενία για να προστατεύσουν την αυτοκρατορία από τους Πέρσες.[39] Ο Γελίμερος είχε πολύ καλή μεταχείριση, του πρόσφεραν κτήματα στην Γαλατία, του πρόσφεραν τον βαθμό του Πατρίκιου υπό την προϋπόθεση να αρνηθεί τον Αρειανισμό αλλά εκείνος το αρνήθηκε. Ο Ρότζερ Κόλινς έγραψε ότι "οι υπόλοιποι Βάνδαλοι μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, εισήλθαν στον αυτοκρατορικό στρατό και έγιναν Ρωμαίοι".[40] Ένα μεγάλο ποσοστό των Βανδάλων παρέμεινε στην Αφρική και αναμείχθηκε με τους τοπικούς Βερβερικούς πληθυσμούς.[41]