Βελισσάριος Κορένσιος | |
---|---|
Γέννηση | 1558 (περίπου)[1] ή 16ος αιώνας[2] ή 1558[3][4] Κυπαρισσία Μεσσηνίας[5] |
Θάνατος | 1640[1], Δεκαετία του 1640[2] και 1643[3][4] Νάπολη[1][2] |
Χώρα πολιτογράφησης | Ιταλία[6] |
Ιδιότητα | ζωγράφος[2] |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Βελισσάριος Κορένσιος (Belisario Corenzio, 1558-1646), γεννήθηκε στη Νοτιοδυτική Πελοπόννησο, και έδρασε κυρίως στην ιταλική χερσόνησο, στη Βενετία, τη Ρώμη, και κατεξοχήν στην ισπανοκρατούμενη Νάπολη. Η υποστήριξη τόσο της ισπανικής Αυλής όσο και των κυριότερων θρησκευτικών ταγμάτων της πόλης, του επέτρεψε την ανάληψη και την εκτέλεση ενός μεγάλου αριθμού παραγγελιών για ευρείς ζωγραφικούς κύκλους, μεταξύ άλλων, στο Ανάκτορο της Νάπολης, στο Ενεχυροδανειστήριο, το δικαστικό μέγαρο της πόλης, σε μέγαρα ευγενών, όπως και στις εκκλησίες των Iησουιτών, των Θεατίνων, των Βενεδικτίνων, των Ορατοριανών κ.ά. Με το έργο του αυτό, το οποίο μέχρι τώρα έχει μελετηθεί αποσπασματικά, o «Belisario» –όπως ήταν γνωστός στην εποχή του–, συνέβαλε σημαντικά στην εδραίωση της ζωγραφικής της Αντιμεταρρύθμισης και στη διαμόρφωση της ναπολιτάνικης σχολής ζωγραφικής. Υπήρξε ο παραγωγικότερος ζωγράφος της Νάπολης και της ευρύτερης περιοχής, όπως μας επιτρέπει να διαπιστώσουμε το σωζόμενο έργο του, το οποίο αποτελείται από μεγάλο αριθμό νωπογραφικών συνόλων, σχεδίων και ελαιογραφιών. Επιπλέον, οι πληροφορίες που αντλούμε από αρχειακές μαρτυρίες και από τις σχετικές πηγές, μας φανερώνουν έναν εξίσου μεγάλο αριθμό χαμένων ή αφανών έργων και παράλληλα αποκαλύπτουν ότι ο Βελισσάριος, πέρα από τη ζωγραφική εκτέλεση, συχνά αναλάμβανε την επίβλεψη του συνόλου της διακόσμησης σε εκκλησίες και ανάκτορα.[7]
Σπούδασε στη Βενετία υπό τον Τιντορέττο, στη συνέχεια το 1590 εγκαταστάθηκε στη Νάπολη, όπου έγινε διάσημος για την αδίστακτη συμπεριφορά του ως άνθρωπος, αλλά και την ταχεία άνοδο του ως καλλιτέχνης. Εκεί ο Κορένσιος μαζί με το Ριμπέρα και τον Καρατσιόλο απέκτησαν πλήρη υπεροχή, αφ' ενός με την ικανότητά τους, αφ' ετέρου με την υποκρισία και τη βία. Λέγεται ότι δημιούργησαν μια τριανδρία, της οποίας στόχος ήταν ο πλήρης έλεγχος όλων των μεγάλων ζωγραφικών εργασιών στη Νάπολη και ο ισομερής καταμερισμός των κερδών. Επίσης, δε δίσταζαν να καταφύγουν στα πιο βίαια μέτρα, για να βγάλουν τους αντιπάλους τους από τη μέση, όταν δεν κατάφερναν να τους εκφοβίσουν... Φημολογείται ότι όταν ο Γκουίντο Ρένι ήρθε το 1621 στη Νάπολη για να ζωγραφίσει στο παρεκκλήσι του Αγίου Ιανουαρίου, η τριανδρία δωροδόκησε ένα δολοφόνο για να τον σκοτώσει (όπως μπορεί να είχε ήδη συμβεί με τον Ντομενιτσίνο). Ο μπράβος σκότωσε τον βοηθό του Γκουίντο, και φόβισε αποτελεσματικά τον Ρένι, ο οποίος αποχώρησε στη Ρώμη. Ο Κορένσιος, ωστόσο, υπέστη μόνο προσωρινή φυλάκιση.[8] Το 1609 οι μοναχοί των Βενεδικτίνων του ανέθεσαν τη διακόσμηση της εκκλησίας των Αγίων Σεβερίνου και Σώσιου, όπου ζωγράφισε επίσης μερικά παρεκκλήσια. Το 1615 φιλοτέχνησε τη νωπογραφία που κοσμούσε το θόλο της αψίδας του ναού της Αγίας Μαρίας στην Κωνσταντινούπολη και το 1629 τη νωπογραφία του θόλου του Μόντε Κασίνο (που χάθηκε στο βομβαρδισμό του 1944). Δούλεψε πολλά χρόνια στην εκκλησία της Αγίας Μαρίας Λα Νόβα (τη νωπογραφία στην οροφή). Δημιούργησε τέσσερις ακόμη στο ναό της Αγίας Μαρίας ντε Πόπολο, καθώς επίσης υπάρχουν έργα του και στο ναό της Αγίας Πατρικίας. Ο Κορένσιος πέθανε, λέγεται, το 1646, στην ηλικία των 85, πέφτοντας από μια σκαλωσιά, ενώ διόρθωνε μία από τις νωπογραφίες του στην εκκλησία των αγίων Σεβερίνου και Σώσιου, όπου και θάφτηκε.
Ο Βελισσάριος Κορένσιος ανταποκρίθηκε με επάρκεια στην πρωτόγνωρη, για τη Νάπολη, ζήτηση ζωγραφικής εργασίας και υπήρξε ο παραγωγικότερος καλλιτέχνης της εποχής, ικανοποιώντας τις ποικίλης προέλευσης παραγγελίες σε ένα χρονικό διάστημα που ξεπερνά τον μισό αιώνα. Εργάστηκε για όλα σχεδόν τα θρησκευτικά τάγματα, ως «άγρυπνος οφθαλμός της αντιμεταρρυθμιστικής εικονογραφίας», σε όλες σχεδόν τις μεγάλες βασιλικές παραγγελίες και επιπλέον για λογαριασμό των βαρόνων. Μπορούμε, συνεπώς, να αναφερθούμε σε μια σαφή, σταθερή και ηθελημένη επιλογή και όχι σε μια τυχαία και ευκαιριακή απασχόληση ή αποδοχή του ζωγράφου και της τέχνης του, η οποία εναρμονίζεται, σε μεγάλο μέρος της, με τη ρωμαϊκή καλλιτεχνική παραγωγή των τελευταίων δεκαετιών του 16ου αιώνα.[9] Ήταν ένας επιδέξιος ελαιογράφος, αλλά δεν τον ικανοποιούσε ιδιαίτερα η συγκεκριμένη τεχνική. Φιλοδοξούσε να κάνει σπουδαίες νωπογραφίες, πολλές εκ των οποίων βρίσκονται στη Νάπολη. Οι νωπογραφίες του μπορούν να συγκριθούν ποιοτικά με νωπογραφίες λίγων μεγάλων ζωγράφων και ποσοτικά με ακόμα λιγότερων. Μπορούσε σε μία μόνο μέρα να φέρει εις πέρας τη δουλειά τεσσάρων επαγγελματιών ζωγράφων. Ένα από τα μεγαλύτερά του έργα είναι η "Σίτιση των πέντε χιλιάδων" στην τραπεζαρία των Βενεδικτίνων, το οποίο του πήρε μόλις σαράντα ημέρες. Τα έργα του συνιστούν κατά βάση μια εικονογράφηση των θρησκευτικών και πολιτικών θεμάτων.[10] Το ύφος του Κορένσιου αντλεί αρχικά και κατά κύριο λόγο από τον ύστερο ρωμαϊκό μανιερισμό, ενώ στη συνέχεια χρησιμοποιεί μέρος των πρώτων διατυπώσεων της κλασικιστικής τάσης, ραφαηλικής προέλευσης. Το ότι σε μερικά έργα του διακρίνουμε στοιχεία που ξεπερνούν τις μανιεριστικές συμβάσεις, προσεγγίζοντας, επιπόλαια, ακόμα και το κιαροσκούρο του Καραβάτσιο, δεν αρκούν για να ακυρώσουν την παραπάνω διαπίστωση, εφόσον είναι μέρος της εκλεκτικής τακτικής του Κορένσιου για ανάμιξη περισσότερων στοιχείων, που συνεισφέρουν στην πληρέστερη αφήγηση της εικονιζόμενης παράστασης.[7]