Βλαδίμηρος Τριανταφύλλοφ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 14 Μαρτίου 1894[1] Ataköy |
Θάνατος | 12 Ιουλίου 1931[2] Μόσχα[2] |
Αιτία θανάτου | πτώση αεροσκάφους |
Συνθήκες θανάτου | θανατηφόρο δυστύχημα |
Τόπος ταφής | Νεκρόπολη Τείχους του Κρεμλίνου |
Χώρα πολιτογράφησης | Ρωσική Αυτοκρατορία Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Ρωσικά[3][4] |
Σπουδές | Στρατιωτική Ακαδημία του Γενικού Επιτελείου Ενόπλων Δυνάμεων της Ρωσίας |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | στρατιωτικός θεωρητικός στρατιωτικός[5] |
Περίοδος ακμής | 1914 |
Πολιτική τοποθέτηση | |
Πολιτικό κόμμα/Κίνημα | Κομμουνιστικό Κόμμα Σοβιετικής Ένωσης |
Στρατιωτική σταδιοδρομία | |
Βαθμός/στρατός | Ρωσικός αυτοκρατορικός στρατός και Κόκκινος Στρατός |
Πόλεμοι/μάχες | Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και Ρωσικός Εμφύλιος Πόλεμος |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | τάγμα του Κόκκινου Λαβάρου |
Ο Τριανταφύλλοφ Βλαντίμηρ Kυριάκοβιτς γεννήθηκε στις 14-03-1894 στο χωριό Μαγκαράτζι της περιοχής Καρς (σήμερα η περιοχή ανήκει στην Τουρκία[6]). Έλληνας στην καταγωγή του, ύπηρξε Σοβιετικός στρατιωτικός ηγέτης και στρατιωτικός θεωρητικός.
Τα πρώτα σχολικά του βήματα τα έκανε παρακολουθώντας σεμινάριο στην Υπερκαυκασία, από το οποίο αποφοίτησε το 1914. Τον Φεβρουάριο του 1915 κατατάχθηκε στο στρατό και εστάλη ως απλός φαντάρος στο Νοτιοδυτικό Μέτωπο. Τον Νοέμβριο του 1915, αποφοίτησε από τη 2η Σχολή υπαξιωματικών της Μόσχας και επέστρεψε και πάλι στο Νοτιοδυτικό Μέτωπο. Πολέμησε στο 6ο Φινλανδικό Σύνταγμα τυφεκιοφόρων υπό τις διαταγές του στρατιωτικού θεωρητικού στρατηγού Αλεξάντερ Σβέτσιν[6]. Μέχρι την έναρξη της Επανάστασης τον Φεβρουάριο του 1917, ο Τριανταφύλλοφ αποφοίτησε με τον βαθμό του αρχιλοχία. Μετά την επανάσταση, προτάθηκε αρχικά ως στρατιωτικός διοικητής του συντάγματος και στη συνέχεια ως διοικητής του 7ου σώματος στρατού[6].
Στον Κόκκινο Στρατό προσχώρησε την 1η Ιουνίου του 1918. Τις χρονιές 1918-1919 διετέλεσε διοικητής της λόχου, κατόπιν διοικητής τάγματος των Ευελπίδων του Σαράτοφ. Συμμετείχε στις μάχες στο μέτωπο των Ουραλίων ενάντια στα στρατεύματα του Αταμάν Αλεξάντρ Ντούτοφ και στα νότιο και νοτιοδυτικό μέτωπο ενάντια στα στρατεύματα του στρατηγού Αντόν Ντενίκιν και του Bαρόνου Πιότρ Βράνγκελ[6]. Σε μια μάχη με τους Κοζάκους, στις 31 Μαΐου του 1919, κοντά στο χωριό Ντεγκτέβ, στη περιοχή του ποταμού Ντον, είχε τραυματιστεί, αλλά παρέμεινε στη μάχη. Τον Σεπτέμβριο του 1919, στάλθηκε για σπουδές στη Στρατιωτική Ακαδημία του Κόκκινου Στρατού.
Ως φοιτητής της ακαδημίας, ολοκλήρωσε την μετεκπαίδευσή του ασκώντας καθήκοντα διοικητού τάγματος τυφεκιοφόρων, πρώτα στον 27ο και στη συνέχεια στα 41ο σύνταγμα πεζικού. Το 1921 συμμετείχε σε μάχες με συμμορίες στην περιοχή του Βόλγα. Αφού αποφοίτησε από την Ακαδημία το 1923, είχε προταθεί από τον Μιχαήλ Φρούνζε να εργαστεί στο επιτελείο του Κόκκινου Στρατού, όπου στις 15 Απριλίου 1924 διορίστηκε επικεφαλής του Πρώτου (δηλαδή επιχειρησιακού) τμήματος και στη συνέχεια επικεφαλής της επιχειρησιακής διευθύνσεως του επιτελείου του Κόκκινου Στρατού.
Το 1928 διορίστηκε αναπληρωτής αρχηγός του επιτελείου του Κόκκινου Στρατού. Από τις 19 Νοεμβρίου 1929 έως τις 15 Οκτωβρίου 1930 ήταν διοικητής και στρατιωτικός επίτροπος του δεύτερου σώματος τυφεκιοφόρων και από τις 15 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου και μέχρι την ημέρα του θανάτου του ήταν και πάλι αναπληρωτής αρχηγός του προσωπικού του Κόκκινου Στρατού. Συμμετείχε άμεσα στην εφαρμογή της στρατιωτικής μεταρρύθμισης του 1924-1925 και στην οργάνωση της ανασυγκρότησης του Κόκκινου Στρατού. Έγραψε περισσότερα από 20 στρατιωτικο-ιστορικά και στρατιωτικά θεωρητικά έργα σχετικά με την ιστορία του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου και τον Εμφύλιο Πόλεμο καθώς και την ανάπτυξη της σοβιετικής στρατιωτικής τεχνικής, την εκπαίδευση και την εκπαίδευση στρατευμάτων, διοικητών και επιτελείων. Στα κύρια κείμενά του συγκαταλέγονται «Το πεδίο των λειτουργιών των σύγχρονων στρατών» (Μόσχα, 1926) και «Η φύση των λειτουργιών των σύγχρονων στρατών» (Μόσχα, 1929)[6].
Έκανε μια προσπάθεια να καθορίσει τις βασικές αρχές της θεωρίας της στρατηγικής, της επιχειρησιακής τέχνης και επέκρινε την τακτική των "Μικρών στρατευμάτων". Πίστευε ότι οι μελλοντικοί πόλεμοι θα οδηγήσουν αναπόφευκτα στην σύγκρουση των μαζικών στρατιωτικών τεχνικών εξοπλισμών, υποστηρίζοντας ότι η περαιτέρω ανάπτυξη των αυτόματων όπλων θα καθιστούσε αδύνατη τη μάχη των μονάδων ιππικού. Η νίκη, έλεγε, θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με τις προσπάθειες όλων των ειδών των όπλων μάχης.
Ο Tριανταφύλλοφ έδειξε ότι η σύγχρονη επιχείρηση είναι μια σημαντική διαδικασία πολέμου, που απαιτεί ακριβείς επιστημονικούς και τεχνικούς υπολογισμούς. Νέα αντίληψη στην οργάνωση και στην διεξαγωγή του πολέμου. Θεωρούσε ότι βασικό χαρακτηριστικό της σύγχρονης τακτικής είναι η ταυτόχρονη ανάπτυξη όλων των ειδών των όπλων και σε βάθος του μετώπου, στο πεδίο της μάχης, με την χρησιμοποίηση της αεροπορίας, των τεθωρακισμένων και του πυροβολικού[6]. Ο Tριανταφύλλοφ συνέβαλε σημαντικά στην ανάπτυξη της θεωρίας των διαδοχικών επιχειρήσεων και της θεωρίας των επιχειρήσεων σε βάθος του μετώπου της μάχης[7]. Αυτές οι θεωρίες, εμπλουτισμένες και εξελιγμένες αργότερα με τις προσπάθειες σοβιετικών στρατιωτικών επιστημόνων και στρατιωτικών ηγετών, επιβεβαιώθηκαν κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου και διατηρούν μια ορισμένη αξία στις σύγχρονες συνθήκες.
Στις 12 Ιουλίου του 1931, κατά την διάρκεια της πτήσης μιας επιτροπής με επικεφαλής τον Τριανταφύλλοφ και άλλων εφτά αξιωματικών, το αεροσκάφος που τους μετέφερε έπεσε, με αποτέλεσμα όλοι να σκοτωθούν. Το ατύχημα συνέβη στη περιοχή Αλάμπινο[6], κοντά στη Μόσχα. Το αεροπλάνο οδηγούσε έμπειρος πιλότος, όμως οι καιρικές συνθήκες στάθηκαν αιτία του ατυχήματος. Μετά την αποτέφρωση της σορού του η τεφροδόχος του βρίσκεται στο τείχος του Κρεμλίνου στην Κόκκινη Πλατεία[6]. Είχε φτάσει στο βαθμό του στρατηγού, κάτι που κατάφερε μόλις στα 37 του χρόνια.