Ο Βουαντίσουαφ Ρατσκιέβιτς (πολωνικά: Władysław Raczkiewicz) (28 Ιανουαρίου 1885 - 6 Ιουνίου 1947) ήταν Πολωνός πολιτικός, δικηγόρος, διπλωμάτης και ο πρώτος πρόεδρος της πολωνικής εξόριστης κυβέρνησης, από το 1939 μέχρι το θάνατό του το 1947. Μέχρι το 1945, ήταν ο διεθνώς αναγνωρισμένος αρχηγός κράτους της Πολωνίας, καθώς η πολωνική εξόριστη κυβέρνηση αναγνωριζόταν ως συνέχεια της πολωνικής κυβέρνησης του 1939.
Ο Βουαντίσουαφ Ρατσκιέβιτς γεννήθηκε στο Κουτάισι,[8] τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Γεωργίας, εκείνη την εποχή μέρος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, από Πολωνούς γονείς, τον Γιούζεφ Ρατσκιέβιτς, δικαστή και την Λουντβίκα Γουκασέβιτς. Σπούδασε στην Αγία Πετρούπολη όπου έγινε μέλος της Πολωνικής Οργάνωσης Νέων. Αφού αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Τάρτου, εργάστηκε ως δικηγόρος στο Μινσκ. Με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου υπηρέτησε στο Ρωσικό Αυτοκρατορικό Στρατό, αλλά μετά τη Ρωσική Επανάσταση εντάχθηκε στην εμπροσθοφυλακή για την πολωνική ανεξαρτησία. Υπηρέτησε ως επικεφαλής της Naczelny Polski Komitet Wojskowy (Ανώτατη Πολωνική Στρατιωτική Επιτροπή) και βοήθησε στη δημιουργία του Πολωνικού Σώματος στη Ρωσία. Αργότερα υπηρέτησε υπό τον μελλοντικό στρατάρχη και αρχηγό του κράτους, Γιούζεφ Πιουσούτσκι,[8] ο οποίος δημιούργησε τις Πολωνικές Λεγεώνες, οι οποίες τελικά βοήθησαν την Πολωνία στην αποκατάσταση της ανεξαρτησίας της.
Ως εθελοντής πολέμησε στον Πολωνο-Σοβιετικό Πόλεμο μεταξύ 1919 και 1920. Αρχικά ήταν υποστηρικτής της Εθνικής Δημοκρατίας, αλλά αργότερα εντάχθηκε στο στρατόπεδο Σανάτσια, με επικεφαλής τον Πιουσούτσκι και τους στενότερους υποστηρικτές του. Ο Ρατσκιέβιτς υπηρέτησε ως βοεβόδας του Βοεβοδάτου Νοβογκρούντεκ από το 1921 έως το 1924, ως κυβερνητικός εκπρόσωπος στο Βοεβοδάτο Βίλνο (1924–1925) και αργότερα ως βοεβόδας (1926–1931). Μετά τις εκλογές του Μπρεστ διορίστηκε Διευθύνων της Γερουσίας (1930-1935), βοεβόδας του Βοεβοδάτου Κρακοβίας το 1935 και βοεβόδας του Βοεβοδάτου Πομερανίας από το 1936 έως το 1939.[8]
Όταν η Πολωνία κατελήφθη από τη Βέρμαχτ το 1939, δραπέτευσε στην Ανζέ όπου εγκαταστάθηκε η πολωνική εξόριστη κυβέρνηση. Έζησε στο κοντινό Κάστρο του Πινιερόλ από τις 2 Δεκεμβρίου 1939 μέχρι να μετακομίσει στις 10 Ιουνίου 1940 στο Λονδίνο, όπου ενώθηκε με τον Στρατηγό Βουαντίσουαφ Σικόρσκι και τον Στανίσουαφ Μικοουάιτσικ στην μετεγκατεστημένη πολωνική εξόριστη κυβέρνηση. Ήταν αντίπαλος της συμφωνίας Σικόρσκι-Μάισκι.
Η κυβέρνηση των Ρατσκιέβιτς και Σικόρσκι προώθησε μια φιλελεύθερη-δημοκρατική ατζέντα με ίσα δικαιώματα για την πολωνική-εβραϊκή μειονότητα, μια άποψη που δεν συμμεριζόταν η πλειοψηφία της πολωνικής κοινωνίας εκείνη την εποχή και μια παρέκκλιση από τις αντισημιτικές διοικήσεις πριν από τον πόλεμο.[9]
Τον Φεβρουάριο του 1945, ο Ιωσήφ Στάλιν, ο Ουίνστον Τσώρτσιλ και ο Φραγκλίνος Ρούζβελτ πραγματοποίησαν τη Διάσκεψη της Γιάλτας. Το μέλλον της Πολωνίας ήταν ένα από τα κύρια θέματα που συζητήθηκαν. Ο Στάλιν ισχυρίστηκε ότι μόνο μια ισχυρή φιλοσοβιετική κυβέρνηση στην Πολωνία θα μπορούσε να εγγυηθεί την ασφάλεια της Σοβιετικής Ένωσης. Ως αποτέλεσμα της διάσκεψης, οι Σύμμαχοι συμφώνησαν να αποσύρουν την αναγνώρισή τους για την πολωνική εξόριστη κυβέρνηση, μετά το σχηματισμό νέας κυβέρνησης στην πολωνική επικράτεια.
Ο Ρατσκιέβιτς πέθανε στην εξορία το 1947, στην ουαλική πόλη Ρίθιν.[10] Είναι θαμμένος στο κοιμητήριο του Νιούαρκ-ον-Τρεντ στην Αγγλία.