Μέρος της Αντικουλτούρας της δεκαετίας του 1960 | |
Ημερομηνία | 1964–1967[1] |
---|---|
Τοποθεσία | Ηνωμένο Βασίλειο και Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής |
Έκβαση | Βρετανική επίδραση στη μουσική των ΗΠΑ |
Η βρετανική εισβολή ήταν ένα πολιτισμικό φαινόμενο των μέσων της δεκαετίας του 1960, όταν η ροκ και η ποπ μουσική από το Ηνωμένο Βασίλειο[2] και άλλες πτυχές του βρετανικού πολιτισμού έγιναν δημοφιλείς στις Ηνωμένες Πολιτείες με σημαντική επιρροή στην αυξανόμενη "αντικουλτούρα της δεκαετίας του 1960" και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού Ωκεανού.[3] Βρετανικά ποπ και ροκ συγκροτήματα όπως Beatles, Rolling Stones, Who, Kinks,[4] Zombies, Small Faces, Dave Clark Five,[5] Spencer Davis Group, Herman's Hermits, Hollies, Animals, Gerry and the Pacemakers, Searchers, Yardbirds, Them και Manfred Mann,[6] καθώς και σόλο τραγουδιστές όπως οι Ντάστι Σπρίνγκφιλντ, Σίλια Μπλακ, Πετούλα Κλαρκ, Τομ Τζόουνς και ο Ντόνοβαν, βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή της "εισβολής".[7]
Ο επαναστατικός τόνος και η αντίστοιχη εικόνα των Αμερικανών ροκ εν ρολ και μπλουζ μουσικών έγινε δημοφιλής στη βρετανική νεολαία στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Ενώ οι πρώιμες εμπορικές απόπειρες αναπαραγωγής του αμερικανικού ροκ εν ρολ ως επί το πλείστον απέτυχαν, η τρέλα που βασίστηκε στο τζαζ σκιφλ[8] οδήγησε σε δύο κορυφαίες επιτυχίες του Λόνι Ντόνεγκαν στις ΗΠΑ.[9][10] Στη Βρετανία, ομάδες νεαρών άρχισαν να συνδυάζουν διάφορα βρετανικά και αμερικανικά στιλ, όπως για παράδειγμα το κίνημα του Λίβερπουλ γνωστό ως Merseybeat ή το "beat boom".[11][12][13]
Ενώ οι μουσικοίς από τις ΗΠΑ ήταν δημοφιλείς στο Ηνωμένο Βασίλειο, λίγοι Βρετανοί είχαν σημειώσει επιτυχία στις ΗΠΑ πριν από το 1964. Ο Κλιφ Ρίτσαρντ, ο Βρετανός ηθοποιός με τις μεγαλύτερες πωλήσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο εκείνη την εποχή, είχε μόνο μία επιτυχία στο Top 40 στις ΗΠΑ, με το "Living Doll" το 1959. Μαζί με τον Ντόνεγκαν, εξαιρέσεις σε αυτή την τάση ήταν οι νούμερο ένα επιτυχίες στις ΗΠΑ "Auf Wiederseh'n, Sweetheart" της Βέρα Λιν το 1952 (η Λιν είχε μία ακόμη επιτυχία σε χαμηλότερη θέση αλλά πιο διαρκή στα τσαρτ, με το " We'll Meet Again"), "He's Got the Whole World in His Hands" του Λόρι Λόντοντο 1958, και τα οσχηστρικά "Stranger on the Shore" του Άκερ Μπιλκ και "Telstar" από τους Tornados, και τα δύο το 1962.[14] Το 1961, το "Let's Get Together" της Χέιλι Μιλς από την ταινία Η αδελφή μου και εγώ (The Parent Trap) έφτασε στην πρώτη δεκάδα.[15] Επίσης το 1962, στο Billboard Hot 100, το "Midnight in Moscow" του Κένι Μπολ έφτασε στο νούμερο δύο, το "I Remember You" του Φρανκ Άιφιλντ έγινε το επόμενο βρετανικό φωνητικό κομμάτι που έσπασε την πρώτη πεντάδα και η ερμηνεία του "Silver Threads and Golden Needles" από τους Springfields έφτασε στο τοπ 40.[16]
Κάποιοι παρατήρησαν ότι οι έφηβοι στις ΗΠΑ είχαν βαρεθεί τα σινγκλ που προσανατολίζονταν στην ποπ όπως αυτά του Φάμπιαν και των "Μπόμπι": Μπόμπι Ντάριν, Μπόμπι Βίντον, Μπόμπι Ραϊντέλ, Μπόμπι Βι κ.λπ.[17] Οι Μοντ and Ρόκερ, δύο νεανικές "συμμορίες" στα μέσα της δεκαετίας του 1960 στη Βρετανία είχαν επίσης αντίκτυπο στη μουσική της βρετανικής εισβολής. Τα συγκροτήματα με αισθητική Μοντ έγιναν πιο δημοφιλή, αλλά τα συγκροτήματα που μπορούσαν να συνδυάσουν και τα δύο (π.χ. οι Beatles) ήταν επίσης επιτυχημένα.[18]
– Περιοδικό Life, αρχές 1964
Τον Οκτώβριο του 1963, εμφανίστηκαν στις ΗΠΑ τα πρώτα άρθρα εθνικών εφημερίδων σχετικά με τη βρετανική φρενίτιδα γύρω από τους Beatles.[20] Η Royal Variety Performance των Beatles στις 4 Νοεμβρίου μπροστά στη βασιλομήτορα προκάλεσε το ενδιαφέρον της μουσικής βιομηχανίας και των μέσων ενημέρωσης για το συγκρότημα.[20] Τον Νοέμβριο, ορισμένα μεγάλα έντυπα των ΗΠΑ και δύο βραδινά τηλεοπτικά προγράμματα δημοσίευσαν και μετέδωσαν ιστορίες για το φαινόμενο που έγινε γνωστό ως "μπιτλομανία".[20][21]
Στις 10 Δεκεμβρίου, ο παρουσιαστής της εκπομπής του CBS Evening News Γουόλτερ Κρόνκαϊτ, αναζητώντας να μεταδώσει κάτι θετικό, επανέλαβε μια ιστορία μπιτλομανίας που προβλήθηκε αρχικά στην έκδοση του CBS Morning News στις 22 Νοεμβρίου, αλλά έμεινε στο ράφι λόγω της δολοφονίας του προέδρου Τζον Κένεντι.[20][22] Αφού είδε το ρεπορτάζ, η 15χρονη Μάρσα Άλμπερτ από το Σίλβερ Σπρινγκ του Μέριλαντ έγραψε την επόμενη μέρα μια επιστολή στον ντι τζέι Κάρολ Τζέιμς στον ραδιοφωνικό σταθμό WWDC ρωτώντας: "Γιατί δεν μπορούμε να έχουμε τέτοια μουσική εδώ στην Αμερική;"[22] Στις 17 Δεκεμβρίου, ο Τζέιμς ζήτησε από τη δεσποινίδα Άλμπερτ να παρουσιάσει το "I Want to Hold Your Hand" ζωντανά στον αέρα.[22] Τα τηλέφωνα του WWDC άναψαν και τα δισκοπωλεία της περιοχής της Ουάσιγκτον πλημμύρισαν από αιτήματα για έναν δίσκο που δεν είχαν διαθέσιμο.[22] Ο Τζέιμς έστειλε τον δίσκο σε άλλους ντι τζέι σε όλη τη χώρα, προκαλώντας παρόμοια αντίδραση.[20] Στις 26 Δεκεμβρίου, η Capitol Records κυκλοφόρησε το δίσκο τρεις εβδομάδες νωρίτερα από το χρονοδιάγραμμα.[22] Η κυκλοφορία του δίσκου ενώ οι έφηβοι ήταν διακοπές βοήθησε στη διάδοση της μπιτλομανίας στις ΗΠΑ.[22] Στις 29 Δεκεμβρίου, η εφημερίδα The Baltimore Sun, υιθετώντας την απορριπτική άποψη των περισσότερων ενηλίκων, έγραψε: «Η Αμερική καλά θα κάνει να σκεφτεί πώς θα αντιμετωπίσει την εισβολή. Ένα συγκρατημένο "Beatles go home" μπορεί να είναι ακριβώς αυτό που χρειάζεται».[20] Μόνο την επόμενη χρονιά, οι Beatles θα είχαν τριάντα διαφορετικές κομμάτια στο Billboard Hot 100.[23]
Στις 3 Ιανουαρίου 1964, η εκπομπή The Jack Paar Program μετέδωσε, με άδεια από το BBC, πλάνα από τη συναυλία των Beatles «για πλάκα», αλλά τα παρακολούθησαν 30 εκατομμύρια θεατές. Ενώ αυτό το ξεχάστηκε σε μεγάλο βαθμό, ο παραγωγός των Beatles, Τζορτζ Μάρτιν, είπε ότι «κίνησε την περιέργεια των παιδιών».[20] Στα μέσα Ιανουαρίου 1964, εμφανίστηκε ξαφνικά το "I Want to Hold Your Hand" και έφτασε στην κορυφή σχεδόν κάθε καταλόγου επιτυχιών στις ΗΠΑ, ξεκινώντας τη συνεχή, τεράστια επιτυχία του συγκροτήματος. Το "I Want to Hold Your Hand" ανέβηκε στο νούμερο ένα στην έκδοση του περιοδικού Cash Box στις 25 Ιανουαρίου 1964 (πώληση στις 18 Ιανουαρίου)[22] και στην έκδοση της 1ης Φεβρουαρίου 1964 του Hot 100.[24] Στις 7 Φεβρουαρίου 1964, το CBS Evening News μετέδωσε ένα ρεπορτάζ για την άφιξη των Beatles στις ΗΠΑ εκείνο το απόγευμα, για την οποία ο Γουόλτερ Κρόνκαϊτ είπε: «Η βρετανική εισβολή αυτή τη φορά έχει το κωδικό όνομα μπιτλομανία».[25] Δύο μέρες αργότερα, την Κυριακή, 9 Φεβρουαρίου, η ομάδα εμφανίστηκε στην εκπομπή The Ed Sullivan Show. Η εταιρεία Nielsen Media Research υπολόγισε την είδα ότι το 45% των τηλεθεατών στις ΗΠΑ εκείνη τη νύχτα.[13]
Σύμφωνα με τον Μάικλ Ρος, «είναι κάπως ειρωνικό το γεγονός ότι η μεγαλύτερη στιγμή στην ιστορία της ποπ μουσικής βιώθηκε για πρώτη φορά στις ΗΠΑ ως τηλεοπτικό γεγονός». Το Ed Sullivan Show ήταν για αρκετό καιρό μια συμβατική εκπομπή. Πολλοί από τους 73 εκατομμύρια θεατές που παρακολουθούσαν τον Φεβρουάριο του 1964 δεν καταλάβαιναν πλήρως τι αντίκτυπο θα είχε το συγκρότημα που έβλεπαν.[26]
– 'Περιοιδικό 'Life, Απρίλιος 1967.
Οι Beatles προκάλεσαν γρήγορα αντικρουόμενες αντιδράσεις βγάζοντας στην πορεία περισσότερους καινοτόμους δίσκους από οποιονδήποτε άλλο μουσικό – τουλάχιστον 200 μεταξύ 1964–1965 και περισσότερους εμπνευσμένους από τη φήμη «Ο Πολ είναι νεκρός» το 1969.[28]
Στις 4 Απριλίου, οι Beatles κατείχαν τις πέντε πρώτες θέσεις στον κατάλογο των σινγκλ Billboard Hot 100. Κανένας άλλος μουσικός δεν είχε καταλάβει ταυτόχρονα ούτε καν την πρώτη τετράδα.[13][29] Οι Beatles κατείχαν επίσης τις πέντε πρώτες θέσεις στον κατάλογο των σινγκλ του Cash Box την ίδια εβδομάδα, με τις δύο πρώτες θέσεις σε αντεστραμμένη σειρά από αυτήν του Hot 100.[30] Η τεράστια επιτυχία του γκρουπ, η οποία περιελάμβανε τουλάχιστον δύο σινγκλ τους που κατείχαν την πρώτη θέση στο Hot 100 επί επτά διαδοχικά χρόνια ξεκινώντας από το 1964, συνεχίστηκε μέχρι τη διάλυση τους το 1970.[13]
Μια εβδομάδα αφότου οι Beatles μπήκαν στο Hot 100 για πρώτη φορά, η Ντάστι Σπρίνγκφιλντ, έχοντας ξεκινήσει σόλο καριέρα μετά τη συμμετοχή της στους Springfields, έγινε η επόμενη μουσικός από τη Βρετανία που έφτασε στο Hot 100, φτάνοντας στο νούμερο 12 με το "I Only Want to Be with You".[31][33] Μέσα στα επόμενα τρία χρόνια, θα εμφανίζονταν πολλά ακόμη βρετανικά τραγούδια με σινγκλ στις ΗΠΑ που έμπαινε στην κορυφή των καταλόγων επιτυχιών.[52] Λίγο πριν από το 1965, εμφανίστηκε ένα ακπομη κύμα καλλιτεχνών της βρετανικής εισβολής, που έπαιζαν κυρίως σε πιο ποπ στιλ, όπως οι Hollies ή οι Zombies, καθώς και καλλιτέχνες με πιο σκληρό ήχο, προσέγγιση βασισμένη στα μπλουζ, όπως οι Dave Clark Five, οι Kinks και οι Rolling Stones.[53][54][54] Μέχρι τις 17 Απριλίου, τα βρετανικά τραγούδια αντιστοιχούσαν σε 30 δίσκους στο Hot 100,[55] και στις 8 Μαΐου, αποτελούσαν οκτώ από τα εβδομαδιαία Top Ten των Hot 100.[56] Την Πρωτομαγιά, η Βρετανική Κοινοπολιτεία σχεδόν σάρωσε στο Top Ten των τσαρτ σινγκλ του Cash Box, αφήνοντας μόνο μια επιτυχία στο νούμερο έξι, ενώ κράτησε και την πρώτη εξάδα στο Hot 100 την Πρωτομαγιά και την πρώτη εξάδα στο Top Ten των τσαρτ σινγκλ του Cash Box στις 24 Απριλίου.[57] Την ίδια χρονιά, οι μισοί από τους 26 κορυφαίους του Billboard Hot 100 (μαζί με το «I Feel Fine» των Beatles, που μεταφέρθηκε από το 1964) και η νούμερο ένα θέση στις 28 από τις 52 εβδομάδες τσαρτ ανήκαν σε Βρετανούς μουσικούς.[58] Η βρετανική τάση συνεχίστηκε το 1966 και αργότερα.[7] Οι Βρετανοί κυριαρχούσαν και στα μουσικά τσαρτ στο ίδιο το Ηνωμένο Βασίλειο.[59]
Το μουσικό ύφος των καλλιτεχνών της βρετανικής εισβολής, όπως οι Beatles, είχε επηρεαστεί από παλαιότερο αμερικανικό ροκ εντ ρολ, ένα είδος που είχε χάσει λίγη από τη δημοτικότητά του μέχρι την εποχή της εισβολής. Ωστόσο, μια επόμενη φουνριά Βρετανών ερμηνευτών, ιδιαίτερα οι Rolling Stones και οι Animals, απευθυνόταν σε ένα πιο «περιθωριακό» κοινό, ουσιαστικά αναζωογονώντας και εκλαϊκεύοντας, για τους νέους τουλάχιστον, ένα μουσικό είδος με ρίζες στα μπλουζ, τον ρυθμό και τη μαύρη κουλτούρα,[60] που είχε σε μεγάλο βαθμό αγνοηθεί ή απορριφθεί όταν ερμηνεύτηκε από μαύρους καλλιτέχνες των ΗΠΑ τη δεκαετία του 1950.[61] Τέτοιες μπάντες θεωρούνταν ενίοτε επαναστατικές από τη μεγαλύτερη γενιά στις ΗΠΑ, σε αντίθεση με τα φιλικά προς τους γονείς ποπ συγκροτήματα όπως οι Beatles. Οι Rolling Stones έγιναν το μεγαλύτερο συγκρότημα εκτός από τους Beatles που βγήκε από τη βρετανική εισβολή,[62] ανεβαίνοντας οκτώ φορές στην κορυφή του Hot 100.[63] Καμιά φορά, υπήρχε σύγκρουση μεταξύ των δύο στιλ της βρετανικής εισβολής, των λαμπερών ποπ μουσικών και των πιο σκληρών μουσικών με βάση τα μπλουζ, λόγω των προδιαγραφών που είχαν θέσει οι Beatles. Ο Έρικ Μπάρντον των Animals είπε: "Μας έντυναν με τα πιο περίεργα κοστούμια. Έφερναν ακόμη και χορογράφο για να μας μάθει να κινούμαστε στη σκηνή. Ήταν γελοίο. Ήταν κάτι που ήταν πολύ μακριά από τη φύση μας, μας χτύπησαν στην πλάτη και μας είπαν "Όταν φτάσετε στην Αμερική, μην αναφέρετε τον πόλεμο [το Βιετνάμ]! Δεν μπορείτε να μιλήσετε για τον πόλεμο". Νιώσαμε να μας φιμώνουν».[64]
Το Freakbeat είναι ένας όρος που ενίοτε αποδίδεται σε ορισμένους μουσικούς της βρετανικής εισβολής που συνδέονται στενά με τη Μοντ σκηνή, ιδιαίτερα με πιο σκληρά βρετανικά μπλουζ συγκροτήματα της εποχής που συχνά παρέμεναν άγνωστα στους ακροατές των ΗΠΑ και που ενίοτε θεωρούνται αντίστοιχα των garage rock συγκροτημάτων στην Αμερική.[65][66] Ορισμένοι μουσικοί, όπως οι Pretty Things and οι Creation, είχαν κάποιο βαθμό επιτυχίας στο Ηνωμένο Βασίλειο και συχνά θεωρούνται υποδείγματα της φόρμας.[67][68][69] Η εμφάνιση ενός σχετικά ομοιογενούς παγκόσμιου στιλ «ροκ» μουσικής που σηματοδοτεί το τέλος της «εισβολής» σημειώθηκε το 1967.
Εκτός από τη μουσική, άλλες πτυχές της βρετανικής τέχνης και μηχανικής, όπως οι μοτοσικλέτες BSA, έγιναν δημοφιλείς στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου και οδήγησαν τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης να ανακηρύξουν το Ηνωμένο Βασίλειο ως το κέντρο της μουσικής και της μόδας.
Η ταινία A Hard Day's Night των Beatles σηματοδότησε την είσοδο του γκρουπ στον κινηματογράφο. Η ταινία Μαίρη Πόπινς με την Αγγλίδα ηθοποιό Τζούλι Άντριους στον πρωταγωνιστικό ρόλο, που κυκλοφόρησε στις 27 Αυγούστου 1964, έγινε η ταινία της Disney με τα περισσότερα βραβεία και υποψηφιότητες για Όσκαρ στην ιστορία. Το Ωραία μου Κυρία, που κυκλοφόρησε στις 25 Δεκεμβρίου 1964 με πρωταγωνίστρια τη βρετανίδα ηθοποιό Όντρεϊ Χέπμπορν στον ρόλο της λουλουδούς Ελίζα Ντούλιτλ από τις λαϊκές γειτονιές του Λονδίνου, κέρδισε οκτώ βραβεία Όσκαρ[70] και το Όλιβερ! που κυκλοφόρησε το 1968 κέρδισε Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας και έγινε το τελευταίο μιούζικαλ που το κατάφερεα αυτό μέχρι το Σικάγο το 2002.
Εκτός από τη σειρά ταινιών Μποντ που ξεκίνησε με τον Σον Κόνερι ως Τζέιμς Μποντ το 1962, κυκλοφόρησαν και ταινίες βρετανικού κλίματος όπως το είδων ταινιών "οργισμένοι νέοι", το Χαρέμι για δύο (What's New Pussycat) και Άλφι, ο σατράπης. Ένα νέο κύμα Βρετανών ηθοποιών όπως οι Πίτερ Ο' Τουλ, Μάικλ Κέιν και Πίτερ Σέλερς κέντρισε το ενδιαφέρον του κοινού στις ΗΠΑ.[17] Τέσσερις από τις ταινίας που κέρδισαν Όσκαρ καλύτερης ταινίας εκείνη τη δεκαετία ήταν βρετανικές παραγωγές, ανάμεσα στις οποίες και το επικό Λόρενς της Αραβίας, με πρωταγωνιστή τον Ο' Τουλ ως αξιωματικό του βρετανικού στρατού Τόμας Έντουαρντ Λόρενς, που κέρδισε επτά Όσκαρ το 1963.[71]
Οι βρετανικές τηλεοπτικές σειρές όπως Danger Man (μετονομάστηκε ως Secret Agent στις ΗΠΑ), Ο άγιος και Οι εκδικητές άρχισαν να εμφανίζονται στις αμερικανικές οθόνες, αποτελώντας έμπνευση για μια σειρά από εκπομπές κατασκοπείας αμερικανικής παραγωγής όπως το Είμα κατάσκοπος, Ο άνθρωπος της UNCLE και η σειρά παρωδίας Get Smart. Μέχρι το 1966, οι κατασκοπευτικές σειρές (τόσο η βρετανική όσο και η αμερικανική έκδοση) είχαν γίνει το αγαπημένο είδος στις ΗΠΑ, μαζί με τα γουέστερν και τις κωμωδίες καταστάσεων.[72] Τηλεοπτικές εκπομπές που παρουσίαζαν μοναδικά αμερικανικά μουσικά στιλ, όπως Sing Along with Mitch και Hootenanny, κόπηκαν γρήγορα και αντικαταστάθηκαν με εκπομπές όπως Shindig! και Hullabaloo που έπαιζαν τις νέες βρετανικές επιτυχίες,[73] και τμήματα των νέων εκπομπών μαγνητοσκοπούνταν στην Αγγλία.[74][75]
Η μόδα και η εικόνα ξεχώρισαν τους Beatles από προηγούμενους ομολόγους τους της ροκ εντ ρολ στις ΗΠΑ. Το ξεχωριστό, ομοιόμορφο στιλ τους «προκαλούσε το παραδοσιακό στιλ ανδρικών ρούχων στις ΗΠΑ», ακριβώς όπως η μουσική τους αμφισβητούσε τις προηγούμενες συμβάσεις του ροκ εντ ρολ.[61] Οι μόδες "Μοντ", όπως η μίνι φούστα από σχεδιαστές όπως η Μαίρη Κουάντ, φορέθηκαν από τα πρώτα τοπ μόντελ Τουίγκι, Τζιν Σρίμπτον και άλλα και έγιναν δημοφιλείς παγκοσμίως.[76][77][78][79] Ο αρθρογράφος Τζον Κρόσμπι έγραψε: «Το κορίτσι από την Αγγλία έχει έναν ενθουσιασμό που οι Αμερικανοί άνδρες βρίσκουν απολύτως σαγηνευτικό. Θα ήθελα να εισαγάγω ολόκληρο το κορίτσι από το Τσέλσι και τη φιλοσοφία του "η ζωή είναι υπέροχη" στην Αμερική».[80]
Εν αναμονή της επετείου των 50 χρόνων από τη βρετανική εισβολή το 2013, κόμικς όπως το Nowhere Men, τα οποία βασίζονται σε γεγονότα της, κέρδισαν δημοτικότητα.[81]
– Κόνι Φράνσις, 2002
Η βρετανική εισβολή είχε βαθύ αντίκτυπο στην ποπ μουσική, διεθνοποιώντας την παραγωγή του ροκ εντ ρολ, καθιέρωσε τη βρετανική βιομηχανία της ποπ ως βιώσιμο κέντρο μουσικής δημιουργίας[83] και άνοιξε την πόρτα στη διεθνή επιτυχία για τους επόμενους Βρετανούς ερμηνευτές. Στην Αμερική, η εισβολή σημείωσε αναμφισβήτητα το τέλος της δημοτικότητας της ορχηστρικής μουσικής σερφ,[84] των φωνητικών κοριτσίστικων γκρουπ πριν από τη Motown, της αναβίωσης της φολκ (που προσαρμόστηκε εξελισσόμενη σε φολκ ροκ), τη μουσική κάντρι του Νάσβιλ (η οποία αντιμετώπισε τη δική της κρίση με τον ταυτόχρονο θάνατο μερικών από τους μεγαλύτερους σταρ της) και, προσωρινά, των εφηβικών ειδώλων που είχαν κυριαρχήσει στα τσαρτ των Ηνωμένων Πολιτειών στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και στις αρχές της δεκαετίας του 1960.[85] Έπληξε τις καριέρες καθιερωμένων R&B μουσικών όπως ο Τσάμπι Τσέκερ και εκτροχίασε προσωρινά την καριέρα ορισμένων ροκ εντ ρολ σταρ που επέζησαν, όπως οι Ρίκι Νέλσον,[86] Φατς Ντόμινο, Everly Brothers και Έλβις Πρίσλεϊ (ο οποίος ωστόσο σημείωσε τριάντα Hot 10 επιτυχίες από το 1964 έως το 1967).[87] Παρακίνησε πολλά υπάρχοντα garage rock συγκροτήματα να υιοθετήσουν έναν ήχο με κλίση βρετανικής εισβολής και ενέπνευσε τη δημιουργία πολλών άλλων γκρουπ, δημιουργώντας μια σκηνή από την οποία θα προέκυπταν πολλοί σημαντικοί μουστικοί των ΗΠΑ την επόμενη δεκαετία.[88] Η βρετανική εισβολή έπαιξε επίσης σημαντικό ρόλο στην άνοδο ενός ξεχωριστού είδους ροκ μουσικής και εδραίωσε την πρωτοκαθεδρία του ροκ συγκροτήματος, που βασιζόταν στις κιθάρες και τα ντραμς.[89]
Τον Φεβρουάριο του 2021, ο Κεν Μπαρνς του USA Today, ανέλυσε την επιτυχία των μουσικών των ΗΠΑ πριν και κατά τη διάρκεια της εισβολής σε ένα άρθρο για το Radio Insight, προσπαθώντας να επιβεβαιώσει ή να καταρρίψει τον ισχυρισμό ότι η βρετανική εισβολή κατέστρεψε τη μουσική των ΗΠΑ. Στην ανάλυσή του, σημείωσε ότι αρκετοί των οποίων η σταδιοδρομία επισκιάστηκε από την εισβολή - ανάμεσά τους οι Μπόμπι Βι, Νιλ Σεντάκα, Dion και Έλβις Πρίσλεϊ - τελικά επέστρεψαν μετά την πτώση της εισβολής. Άλλοι, όπως οι Μπιλ Άντερσον και Μπόμπι Μπέαρ, παρέμειναν επιτυχημένοι στη σφαίρα της κάντρι, παρόλο που η επιτυχία τους στον ποπ χώρο είχε εξασθενίσει. Το 24% των αμερικανικών μουσικών είδαν την επιτυχία τους να συνεχίζεται κατά τη διάρκεια της εισβολής, όπως οι Beach Boys και οι Frankie Valli and the Four Seasons. Το 14% όπως οι Σεντάκα, Βι και Πρίσλεϊ στο ότι υπέφεραν κατά τη διάρκεια της εισβολής αλλά ανέκαμψαν αργότερα. και το 20% υπέστη μοιραία ζημιά στη σταδιοδρομία τους εξαιτίας της εισβολής.[73]
Αν και πολλοί από τους μουσικούς που σνδέονται με την εισβολή δεν επέζησαν μέχρι το τέλος της, πολλοί άλλοι θα γίνουν είδωλα της ροκ μουσικής. Ο ισχυρισμός ότι τα βρετανικά μπιτ συγκροτήματα δεν διέφεραν ριζικά από τα συγκροτήματα των ΗΠΑ όπως οι Beach Boys και έβλαψαν την καριέρα μαύρων και γυναικών καλλιτεχνών στην Αμερική.[90] Ωστόσο, ο ήχος της Motown, που χαρακτηρίζεται από τους Supremes, Temptations και Four Tops, εξασφάλισε (με τον πρώτο δίσκο καθενός από τους παραπάνω) στους 20 κορυφαίους κατά το πρώτο έτος της εισβολής το 1964 και ακολούθησε με άλλους κορυφαίους μουσικούς σταθερής ή ακόμα και επιταχυνόμενης απόδοση of Miracles, Gladys Knight & the Pips, Μάρβιν Γκέι, Martha & the Vandellas και Στίβι Γουόντερ.[91]
Άλλα συγκροτήματα των ΗΠΑ επέδειξαν επίσης παρόμοιο ήχο με τους καλλιτέχνες της βρετανικής εισβολής και με τη σειρά τους τόνισαν πώς ο βρετανικός «ήχος» δεν ήταν από μόνος του εντελώς νέος ή πρωτότυπος.[92] Ο Ρότζερ Μαγκουίν των Byrds, για παράδειγμα, αναγνώρισε το χρέος που όφειλαν οι καλλιτέχνες των ΗΠΑ σε Βρετανούς μουσικούς, όπως οι Searchers, αλλά ότι «χρησιμοποιούσαν φολκ μουσική που εγώ χρησιμοποιούσα ούτως ή άλλως».[93] Τόσο το αμερικανικό sunshine pop συγκρότημα Buckinghams όσο και το αμερικανικό Tex-Mex συγκρότημα Sir Douglas Quintet που επηρεάστηκε από τους Beatles, υιοθέτησε ονόματα που ακούγονταν βρετανικά,[94][95] Ο Ρότζερ Μίλερ έκανε έναν επιτυχημένο δίσκο το 1965 με ένα αυτογραφικό τραγούδι με τίτλο England Swings, με στίχο του αποτίει φόρο τιμής στον παραδοσιακό βρετανικό τρόπο ζωής.
Στην Αυστραλία, η επιτυχία των Seekers και των Easybeats (οι τελευταίοι αποτελούμενοι ως επί το πλείστον από Βρετανούς μετανάστες) ήταν παράλληλη με εκείνη της βρετανικής εισβολής. Οι Seekers είχαν δύο επιτυχίες στο Hot 100 κατά τη διάρκεια της βρετανικής εισβολής, στο νούμερο τέσσερα το "I'll Never Find Another You" (ηχογραφημένο στο στούντιο Abbey Road του Λονδίνου) τον Μάιο του 1965 και το νούμερο δύο "Georgy Girl" τον Φεβρουάριο του 1967. Οι Easybeats βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό στον ήχο της βρετανικής εισβολής και είχαν μια επιτυχία στις ΗΠΑ, το νούμερο 16 "Friday on My Mind" τον Μάιο του 1967.[96][97]
Σύμφωνα με τον Ρόμπερτ Τζ. Τόμσον, στο Πανεπιστήμιο του Σίρακιουζ, η βρετανική εισβολή έκανε την αντικουλτούρα mainstream.[26]
Το ιστορικό συμπέρασμα από τη βρετανική εισβολή είναι διφορούμενο. Το κύμα αγγλοφιλίας σε μεγάλο βαθμό έσβησε, καθώς η αμερικανική κουλτούρα μετατοπίστηκε ως αντίδραση στον πόλεμο του Βιετνάμ και τις επακόλουθες κοιωνικές ταραχές στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Καθώς οι πολιτισμικές πτυχές της βρετανικής εισβολής εξασθενούσαν, οι Βρετανοί μουσικοί διατήρησαν τη δημοτικότητά τους καθ' όλη τη δεκαετία και κατά τη δεκαετία του 1970, ανταγωνιζόμενοι τους ομολόγους τους στις ΗΠΑ. Οι Βρετανοί προγκρέσιβ ροκ μουσικοί της δεκαετίας του 1970 ήταν συχνά πιο δημοφιλείς στις ΗΠΑ από ό,τι την πατρίδα τους τη Βρετανία, καθώς η εργατική τάξη των ΗΠΑ γενικά συμπαθούσε αυτήν τη σκηνή, ενώ το βρετανικό κοινό των συγκροτημάτων αυτών περιοριζόταν στα ανώτερα στρώματα.[98]
Βρετανικές μπάντες όπως Badfinger και Sweet και το συγκρότημα των ΗΠΑ Raspberries θεωρείται ότι έχουν εξελίξει το είδος σε power pop. Το 1978, δύο ροκ περιοδικά έγραψαν εξώφυλλα αναλύοντας το power pop ως σωτήριο τόσο για το νιου γουέιβ όσο και για την άμεση απλότητα της ροκ. Μαζί με τη μουσική, η δύναμη του νιου γουέιβ επηρέασε τη μόδα, για παράδειγμα με το στιλ Μοντ των Jam. Αρκετοί καλλιτέχνες της power pop ήταν εμπορικά επιτυχημένοι, όπως οι Knack, των οποίων το "My Sharona" ανέβηκε στην κορυφή των σινγκλ στις ΗΠΑ το 1979. Αν η δημοτικότητα των Knack και της power pop έπεσε, το είδος συνεχίζει να είναι καλτ με περιστασιακές περιόδους μέτριας επιτυχίας.[99]
Ένα επόμενο κύμα Βρετανών καλλιτεχνών έγινε δημοφιλές στις αρχές της δεκαετίας του 1980, με την εμφάνιση βρετανικών μουσικών βίντεο στα μέσα ενημέρωσης των ΗΠΑ, οδηγώντας σε αυτό που σήμερα είναι γνωστό ως «δεύτερη βρετανική εισβολή». Ένα ακόμη κύμα βρετανικής κυριαρχίας στους καταλόγους μουσικών επιτυχιών των ΗΠΑ ήρθε στα μέσα της δεκαετίας του 1990 με τη σύντομη επιτυχία των Spice Girls, Oasis, Blur, Radiohead και Ρόμπι Γουίλιαμς. Τουλάχιστον μια βρετανική επιτυχία εμφανιζόταν σε κάποιο σημείο του Hot 100 κάθε εβδομάδα από τις 2 Νοεμβρίου 1963 έως τις 20 Απριλίου 2002, ξεκινώντας από το ντεμπούτο των Caravelles "You Don't Have to Be a Baby to Cry". Τα βρετανικά τραγούδια μειώθηκαν σε δημοτικότητα τη δεκαετία του 1990 και στο τεύχος του Billboard της 27ης Απριλίου 2002, κανένα από τα τραγούδια στο Hot 100 δεν ήταν από Βρετανούς καλλιτέχνες. Εκείνη την εβδομάδα, μόνο δύο από τα 100 κορυφαία άλμπουμ ήταν από Βρετανών καλλιτεχνών, αυτά των Κρεγκ Ντέβιντ και Όζι Όσμπορν.[100]
Το τελευταίο κίνημα ήρθε στα μέσα έως τα τέλη της δεκαετίας του 2000, όταν Βρετανοί καλλιτέχνες R&B και σόουλ όπως Έιμι Γουάινχαουζ, Εστέλ, Τζος Στόουν, Duffy, Νατάσα Μπέντινγκφιλντ, Φλόρενς Γουέλς, Αντέλ, Jessie J και Λεόνα Λιούις γνώρισαν τεράστια επιτυχία στα αμερικανικά charts, κάτι που οδήγησε στη συζήτηση περί "τρίτης βρετανικής εισβολής" ή "βρετανικής εισβολής σόουλ". Το αγορίστικο συγκρότημα One Direction έχει επίσης περιγραφεί ως σημαντικό μέρος μιας νέας "βρετανικής εισβολής" ως το πρώτο βρετανικό συγκρότημα του οποίου το πρώτο άλμπουμ ανέβηκε στο νούμερο ένα στα αμερικανικά charts μαζί με τη συνολική κυριαρχία τους στην Αμερική.[101][102]