Οι βρυκόλακες[1][2] είναι δημιουργήματα της λαϊκής φαντασίας, τα οποία στην ελληνική και χριστιανορθόδοξη παράδοση έχουν ποικίλα χαρακτηριστικά. Κατά τις διάφορες δοξασίες πρόκειται για σώματα νεκρών που για κάποιες αιτίες εξέρχονται από τους τάφους τη νύκτα και μπορούν να πάρουν διάφορες μορφές ζώων, ιδιαίτερα κατοικίδιων π.χ. σκύλου ή κατσικιού με απώτερο σκοπό να φοβίσουν ή να ενοχλήσουν τους ζωντανούς συγγενείς τους ή και ξένους, περιφερόμενοι στους χώρους που διαβιούσαν. Έτσι συνδέονται άμεσα με το κακό και τον Σατανά. Σε κάποιες περιοχές λέγονται "καταχανάδες" ή "τυμπανιαίοι" γιατί είναι φουσκωμένοι από το αίμα των ανθρώπων που έχουν πιεί. Κατά μύθους πέθαιναν από ένα παλούκι ξύλου στην καρδιά. Επίσης σε πολλά βιβλία οι βρικόλακες δεν μπορούσαν να πιουν θεραπευτικά βότανα.[3][4][5]
Τρέφονται κυρίως με αίμα, αλλά και γάλα ή αλεύρι, μαγαρίζουν (λερώνουν) το σπίτι συγγενικών τους προσώπων και σκοτώνουν πρώτα τους συγγενείς τους. Δεν τους επηρεάζει ο ήλιος, αλλά φοβούνται τα Θεία και, κατά κάποιες ελληνικές παραδόσεις, η μόνη ημέρα που γυρίζουν στον τάφο τους είναι το Σάββατο ή η Κυριακή. Δεν μπορούν να διασχίσουν νερό, ειδικά θαλασσινό.[3][4][5]
Δεν πρέπει να συγχέονται με τα Βαμπίρ της Ανατολικής Ευρώπης,[6] που έχουν δικές τους παραδόσεις, αλλά ούτε και με τα αποκυήματα της λογοτεχνίας, δηλ. τον Δράκουλα του Μπραμ Στόκερ, το Βαμπίρ του Τζον Πολλιντόρι, ή την Καμίλλα του Λε Φανού,του Λορδου Ρε Τζεκους Τζορτζιαν. Σύμφωνα με τη λογοτεχνία, τα βαμπίρ τρέφονται με το αίμα των ζωντανών. Μένουν στους τάφους τους κατά τη διάρκεια της μέρας και βγαίνουν απ' αυτούς μόλις νυχτώσει, εξαιτίας της αδυναμίας τους στο ηλιακό φως. Επίσης είναι ευάλωτα στο ασήμι, στο σκόρδο και στα θεία αντικείμενα όπως στον σταυρό και τον αγιασμό. Συνήθως παρουσιάζονται, σε έργα φαντασίας, με κυνόδοντες μεγαλύτερους του κανονικού, τους οποίους χρησιμοποιούν για να τρυπούν το σώμα των θυμάτων τους.
Περισσότερο γνωστές στο ευρύ κοινό είναι οι παραδόσεις των βαμπίρ στη Ρουμανία,[6] και αγνοούνται οι πλούσιες ελληνικές παραδόσεις για τους βρυκόλακες (ή βουρβούλακες ή βρυκολάκιους), που υπήρχαν σε όλη την Ελλάδα και στη Μ. Ασία (π.χ. Πόντος).[3][4][5][7]
Σήμερα, οι σύγχρονοι ανθρωπολόγοι προσπαθούν να διαχωρίσουν τον μύθο από την πραγματικότητα και να εξηγήσουν γιατί οι παραδόσεις για τους «απέθαντους» είναι τόσο διαδεδομένες, δεδομένου πως δεν έχει αποδειχθεί η ύπαρξη τέτοιων όντων.[7][8][9][10][11]
Οι περί βρυκολάκων δοξασίες ενέπνευσαν και μεγάλους ποιητές διαφόρων χωρών καθώς και άγνωστους δημιουργούς δημοτικών τραγουδιών. Ο Γκαίτε έγραψε σχετική μπαλάντα με τον τίτλο Ερλ Καίνιχ που μεταφράστηκε και στην ελληνική. Με τον τίτλο Βρυκόλακες φέρεται επίσης ένα δράμα του Ίψεν. Στην ελληνική ποίηση το θέμα του βρυκόλακα εκμεταλλεύτηκε αριστοτεχνικά ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης στο ποίημά του Θανάσης Βάγιας.
Στοιχεία Βρυκόλακα εμπεριέχει και το βιβλίο Το Φάντασμα του Γρηγορίου Ξενόπουλου το οποίο βασίζεται σε μια ιστορία που διαδραματίστηκε το ΙΗ΄ αιώνα στη Βενετοκρατούμενη Ζάκυνθο. Η τραγική ηρωίδα βασανίζεται από τον νεκρό αρραβωνιαστικό της και αναγκάζεται παρανόμως να τον ξεθάψει, ανακαλύπτοντας το πτώμα άλιωτο.[12]
Ηθογραφική τραγωδία με θέμα και τίτλο Ο Βρυκόλακας έχει γράψει ο Αργύρης Εφταλιώτης, καθώς και ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου το δράμα Ο όρκος του πεθαμένου με υπόθεση από το γνωστό δημοτικό τραγούδι- παραλογή Toυ νεκρού αδελφού που βρυκολάκιασε προκειμένου να φέρει την αδελφή του Αρετή, από τα ξένα, στη μητέρα του όπως της είχε υποσχεθεί καθόσον ζούσε.
Αυτό το λήμμα σχετικά με τη μυθολογία χρειάζεται επέκταση. Μπορείτε να βοηθήσετε την Βικιπαίδεια επεκτείνοντάς το. |