Γενοκτονία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης | |||
---|---|---|---|
Έλληνες θρηνούν συγγενείς τους που σφαγιάστηκαν στην καταστροφή της Σμύρνης το 1922 | |||
Χρονολογία | 1913 – 1923 | ||
Τόπος | Οθωμανική Αυτοκρατορία | ||
Έκβαση | Αφανισμός και εκδίωξη ελληνικών πληθυσμών | ||
Αντιμαχόμενοι | |||
Απολογισμός | |||
Γενοκτονία των Ελλήνων, συμπεριλαμβανομένης της Γενοκτονίας του Πόντου, ορίζεται η σκόπιμη και συστηματική εξόντωση, μέχρι το 1923, των ελληνικών πληθυσμών της Ανατολικής Θράκης και της Μικράς Ασίας (κυρίως της Ιωνίας, Καππαδοκίας, Πόντου, Βιθυνίας), αρχής γενομένης με τη Σφαγή του Οικονομείου στις 25 Ιανουαρίου 1913, από τους μηχανισμούς της οθωμανικής κυβέρνησης των εθνικιστών Νεότουρκων και του τουρκικού εθνικιστικού κινήματος του Μουσταφά Κεμάλ.
Η γενοκτονία των Ελλήνων πραγματοποιήθηκε παράλληλα με γενοκτονίες σε βάρος και άλλων χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δηλ. των Αρμενίων και των Ασσυρίων.[4] Οι εκτιμήσεις για τις ανθρώπινες απώλειες την περίοδο από το 1912 ως το 1922 ξεκινούν από 200-300 χιλιάδες[5] και φτάνουν, κατά ορισμένους Έλληνες μελετητές τις 800.000[6] - 1.200.000[7] ανθρώπους.
Το 1998 η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη της 14ης Σεπτεμβρίου ως «ημέρα εθνικής μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης από το Τουρκικό Κράτος»[8][9]. Η θεώρηση των γεγονότων αυτών, που για δεκαετίες αποκαλούνταν από τους Έλληνες «Μικρασιατική Καταστροφή», ως γενοκτονίας αποτελεί σημείο αντιλεγόμενο στην Ελλάδα ανάμεσα σε ιστορικούς, διανοούμενους και προσφυγικές οργανώσεις. Όσοι αμφισβητούν την καταλληλότητα του όρου «γενοκτονία» ανήκουν στο κυρίαρχο ρεύμα της κοινότητας των Ελλήνων ιστορικών.[10] Σε ψηφίσματα της Γερουσίας των ΗΠΑ γίνεται αναφορά σε γενοκτονία κατά των Ελλήνων[11][12].
Η τύχη των ελληνικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κατά τις τελευταίες δεκαετίες της ύπαρξης της, συνδέεται άμεσα με την κορύφωση του τουρκικού εθνικισμού, όπως εκφράστηκε από την ιδεολογία των Νεότουρκων. Το κίνημα των τελευταίων, που ξέσπασε το 1908, υπήρξε αποφασιστικό σημείο στην τουρκική ιστορία και ταυτόχρονα σταθμός για την πορεία του Ελληνισμού της χώρας.[13] Οι ίδιοι οι ελληνορθόδοξοι Χριστιανοί της Μικράς Ασίας την τελευταία περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας αυτοπροσδιορίζονταν ως «Ρωμιοί» (τούρκικα: Rum), που δήλωνε βυζαντινο-ρωμαϊκή καταγωγή και την ελληνορθόδοξη ταυτότητά τους, βασικότερο συστατικό της οποίας ήταν η χριστιανική πίστη, ενώ χρησιμοποιούσαν την ονομασία «Έλληνες» για τους υπηκόους του ελληνικού κράτους.[14]
Ο τίτλος που έφερε το κόμμα των Νεότουρκων «Ένωση και Πρόοδος», ήταν κατάλληλος για να συγκινήσει όλα τα έθνη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, χωρίς όμως να δημιουργεί δεσμεύσεις για τους Νεότουρκους. Αλλά η αισιόδοξη ερμηνεία του όρου «Ένωσης», δηλαδή της ενότητας των υπηκόων της Αυτοκρατορίας, είχε ερμηνευτεί από τους Νεότουρκους ως αφομοίωση των μειονοτήτων με βίαιη κρατική παρέμβαση και όχι τελικά ως παράλληλη ειρηνική διαβίωση.[13] Τα σχέδια για ένα μονοεθνικό τουρκικό κράτος προανάγγειλε το στέλεχος των νεοτούρκων Ναζίμ μπέης σε συνέντευξή του που δημοσιεύτηκε και στην «Αθήναι», την 8/9/1908.[15] Στην ουσία, πολλά μέτρα που αναγγέλθηκαν προς όφελος, θεωρητικά, της ισότητας, αποδείχτηκαν τελικά στην πράξη μέσα καταπίεσης των Ελλήνων υπηκόων της Αυτοκρατορίας, όπως η υποχρεωτική στράτευση και η άρση των προνομίων των κοινοτήτων.[13]
Παράλληλα, η εδαφική συρρίκνωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, προκάλεσαν περαιτέρω έξαρση του τουρκικού εθνικισμού, ενώ οι μειονότητες της χώρας αντιμετωπίζονταν με απροκάλυπτη εχθρότητα. Κατά το διάστημα εκείνο (1908-1912) ξέσπασαν σειρά από εξεγέρσεις και πόλεμοι, όπως με την Ιταλία και τις χριστιανικές χώρες των Βαλκανίων (Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος).[13]
Επιπρόσθετος λόγος, που προκάλεσε τη γενοκτονία, ήταν και ο οικονομικός παράγοντας. Μεγάλο μέρος του εμπορίου και της βιομηχανίας είχε συγκεντρωθεί στα χέρια των Ελλήνων, γεγονός που αποτελούσε εμπόδιο στην επιδίωξη των Γερμανών να ολοκληρώσουν την οικονομική διείσδυση στην υπανάπτυκτη Οθωμανική Αυτοκρατορία.[16] Προς αυτό το σκοπό, προπαγανδιστικά φυλλάδια της Γερμανικής Τράπεζας Παλαιστίνης, το 1915, προέτρεπαν τους Τούρκους να μην έχουν καμία οικονομική σχέση με Έλληνες και Αρμένιους.[13][17]
Γερμανοί στρατιωτικοί υπέδειξαν τον εκτοπισμό των ελληνικών πληθυσμών της ανατολικής Θράκης και της Μικράς Ασίας, κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, με σκοπό τη συστηματική μεθόδευση της μαζικής μεταφοράς χιλιάδων Ελλήνων, θεωρητικά για «στρατιωτικούς λόγους», που στην εφαρμογή του, αποσκοπούσε στη φυσική τους εξόντωση.[13]
Προοίμιο αυτών των πολιτικών ήταν ο εμπορικός αποκλεισμός της περιόδου 1909-1911, ενώ τον Ιούλιο του 1913 εγκαθιδρύθηκε δικτατορία από το νεοτουρκικό κομιτάτο. Η έναρξη γενικευμένων διωγμών ξεκίνησε κατά τα τέλη του 1913, με το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων,[18] ενώ αρχικός στόχος ήταν οι ελληνικοί πληθυσμοί της Ανατολικής Θράκης. Με την καθοδήγηση όμως Γερμανών συμβούλων της Οθωμανικής Αυτοκρατορία, από τον Μαϊού του 1914, οι διώξεις επεκτάθηκαν επίσης και στη δυτική Μικρά Ασία.[13]
Ο εκτοπισμός των Ελλήνων κατοίκων από αυτές τις περιοχές έγινε με το πρόσχημα της ασφάλειας των συνόρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με την Ελλάδα, με την παράλληλη υποστήριξη Γερμανών. Όμως το ελληνικό κράτος, εκείνη την εποχή, ήταν ουδέτερο στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ήταν γερμανόφιλος. Παρ' όλα αυτά οι ελληνικές κοινότητες, ανεξαιρέτως, θεωρούνταν ύποπτες στις τουρκικές αρχές.[13]
Σε διαταγή της Οθωμανικής Κυβέρνησης στις 14 Μαΐου 1914, η οποία διοχετεύτηκε στον ευρωπαϊκό τύπο, δίνονταν οδηγίες για τη διεξαγωγή του εκτοπισμού του ελληνικού πληθυσμού, ενώ υπενθυμίζονταν ότι έπρεπε οι εκτοπισμένοι να υπογράψουν πιστοποιητικά ότι εγκαταλείπουν ηθελημένα τα σπίτια τους. Για τους εκτοπισμούς φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκαν μέθοδοι εμπνευσμένες από Γερμανούς συμβούλους. Ήδη από το τέλος του 1913 τη στρατιωτική διοίκηση της Τουρκίας είχε αναλάβει ο Γερμανός στρατηγός Λίμαν φον Σάντερς. Ο τελευταίος θεώρησε ως επιτακτική ανάγκη την απομάκρυνση από τις περιοχές που γειτνιάζουν με την Ελλάδα, δηλαδή τα δυτικά μικρασιατικά παράλια, των ελληνικών πληθυσμών. Η ζώνη που έπρεπε να εκκενωθεί από τους Έλληνες ξεκινούσε από την περιοχή του Αδραμύττιου, βόρεια, ως και απέναντι από τη Σάμο, ενώ συπεριελάμβανε και μερικές δεκάδες χιλιόμετρα προς την ενδοχώρα.[13]
Η επιχείρηση της εκκένωσης εκδηλώθηκε συντονισμένα και ομοιόμορφα σε όλους τους οικισμούς. Αρχικά σημειώθηκε οργανωμένη ανθελληνική εκστρατεία στον τουρκικό τύπο και εντάθηκαν οι πιέσεις ώστε να προκληθεί εκούσια φυγή των ελληνικών πληθυσμών. Ταυτόχρονα, δίνονταν οπλισμός στον τουρκικό πληθυσμό, ενώ απαγορεύονταν η κατοχή όπλων στους Έλληνες. Επίσης, δημιουργήθηκε πρόχειρη χωροφυλακή, αμιγώς από Τούρκους, για να αναλάβει την επιχείρηση της εκκένωση. Τελικά, όσοι δεν κατάφεραν να διαφύγουν προς την Ελλάδα, που δέχτηκε εκείνο το διάστημα το πρώτο κύμα προσφύγων, εκτοπίστηκαν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας.[19]
Ο συνολικός αριθμός των εκτοπισμένων από τη δυτική Μικρά Ασία (πριν εισέλθει η Οθωμανική Αυτοκρατορία στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο), σύμφωνα με στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου ήταν 153.890 Έλληνες, σε αυτή τη φάση των διωγμών. Το ελληνικό στοιχείο εκδιώχθηκε τότε κυρίως από την περιοχή της Ερυθραίας, το Αδραμύττιο, το Δικελί, την Πέργαμο και τη Φώκαια. Μάλιστα στη Φώκαια η επιχείρηση εκκένωσης, συνοδεύτηκε από ακρότητες και σφαγές κατά του άμαχου πληθυσμού.[19][20]
Από την άλλη πλευρά, ο Ελληνισμός των μεγάλων αστικών κέντρων, Κωνσταντινούπολης και Σμύρνης, δεν εκτοπίστηκε λόγω πρακτικών δυσκολιών που συναντούσε το εγχείρημα. Όμως δηλώσεις Οθωμανών αξιωματούχων προκαλούσαν ιδιαίτερο πανικό για το μέλλον των κοινοτήτων των αστικών αυτών κέντρων, με αποτέλεσμα μεγάλος αριθμός να τα εγκαταλείψει. Παράλληλα, ο οικονομικός αποκλεισμός, οι διώξεις κατά συγκεκριμένων προσωπικοτήτων και η άρση των παλιών προνομίων των κοινοτήτων, δημιούργησαν κλίμα τρομοκρατίας,[16] ενώ στις 22 Αυγούστου, πολιορκήθηκε το μητροπολιτικό μέγαρο στη Σμύρνη που τελικά κατέληξε σε εξορισμό του Μητροπολίτη Χρυσόστομου από τις οθωμανικές αρχές.[19] Χαρακτηριστικό της εγκατάλειψης ήταν και η μείωση του αριθμού των μαθητών των ελληνικών σχολείων της Κωνσταντινούπολης κατά 30%-40%.[16][19]
Η ελληνική αντίδραση για τους διωγμούς εκδηλώθηκε σε έντονο ύφος με δύο ρηματικές διακοινώσεις στις οθωμανικές αρχές. Ειδικά η δεύτερη είχε ως αποτέλεσμα να αναβληθεί η εκκένωση του Αϊβαλίου. Εκείνη την εποχή συμφωνήθηκε, σε διπλωματικό επίπεδο, η δημιουργία μεικτής επιτροπής, με σκοπό την ανταλλαγή Ελλήνων της Μικράς Ασίας, με Τούρκους των περιοχών που είχε ενσωματώσει η Ελλάδα κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Αλλά και μετά τη συγκρότηση της επιτροπής οι διωγμοί των ελληνικών πληθυσμών δεν έπαυσαν. Μάλιστα οργανωμένες συμμορίες ατάκτων, καθώς και η πρόχειρη τουρκική χωροφυλακή, βρίσκονταν πολλές φορές εκτός ελέγχου, και εκτελούνταν δολοφονίες. Παράλληλα, η κωλυσιεργία της Υψηλής Πύλης στο θέμα της αναγνώρισης της κινητής περιουσίας των ελληνικών πληθυσμών οδήγησε σε ναυάγιο το εγχείρημα που είχε αναλάβει η επιτροπή.[19]
Διαμαρτυρίες πραγματοποιήθηκαν ακόμη και μέσα από το Οθωμανικό Κοινοβούλιο, από τον βουλευτή Αϊδινίου, Εμμανουήλ Εμμανουηλίδη, για τη συνέχιση των διωγμών.[19]
Η είσοδος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Α' Παγκόσμιο Πόλεμο σήμανε και την έναρξη νέων κυμάτων διωγμών. Αρχικά εφαρμόστηκαν σειρά από οικονομικά μέτρα, για την ικανοποίηση των αναγκών του πολέμου. Πέρα από την κατάργηση των διομολογήσεων, πραγματοποιήθηκαν επιτάξεις με καθαρά εθνικές διακρίσεις εντός του πληθυσμού, ενώ επιτάσσονταν, θεωρητικά για τις πολεμικές ανάγκες, ακόμη και είδη πολυτελείας. Το 1915, η οθωμανική κυβέρνηση, στην προσπάθειά της να θέσει το εμπόριο αποκλειστικά σε τουρκικά χέρια, ίδρυσε στη Σμύρνη μια αποκλειστικά μουσουλμανική εταιρεία, που ασκούσε το μονοπώλιο στις εισαγωγές και εξαγωγές.[21] Επιπρόσθετα, οι οθωμανικές αρχές απαίτησαν την απόλυση όλων των Ελλήνων που απασχολούνταν σε ξένες επιχειρήσεις στη Σμύρνη και την αντικατάστασή τους με Μουσουλμάνους.[22]
Ένα ακόμη σημαντικό μέτρο που ενεργοποίησε τη επόμενη φάση των μαζικών εξοντώσεων, ενώ αρχικά φαινόταν ως μέτρο προώθησης της ισότητας των μειονοτήτων, ήταν η στρατιωτική θητεία. Το διάταγμα για τη μαζική στρατολόγηση, αφορούσε όλους τους Οθωμανούς υπηκόους από 20 έως 45 ετών, ενώ υπήρχε η δυνατότητα εξαγοράς. Όμως όσοι ήταν πάνω από 45 ετών, υποχρεώθηκαν να εργαστούν στα περιβόητα "Τάγματα Εργασίας", το οποία στην ουσία ήταν στρατόπεδα συγκέντρωσης για την εξόντωση των ελληνικών, αλλά και των άλλων χριστιανικών πληθυσμών της χώρας. Δηλαδή, για τις μεγαλύτερες ηλικίες η στρατιωτική θητεία υποκαταστάθηκε με καταναγκαστικά έργα σε λατομεία, ορυχεία, δρόμους και αγρούς. Οι πορείες προς το εσωτερικό της Μικράς Ασίας, πραγματοποιούνταν σε άθλιες συνθήκες, ενώ όσοι επιβίωναν της απάνθρωπης πεζοπορίας και των επιδημιών, κατέληγαν και οδηγούνταν υποσιτισμένοι στα βάθη της Μικράς Ασίας, σε Άγκυρα, Ικόνιο, Σεβάστεια, Ερζερούμ ή Μερσίνη.[21]
Σύμφωνα με την έκθεση Ελλήνων βουλευτών της τουρκικής βουλής που υποβλήθηκε το 1918, τα θύματα των διωγμών συνολικά, νεκροί και εκτοπισμένοι υπολογίζονται σε 750.000.[23]
Οι εκτοπίσεις ελληνικών πληθυσμών στη δυτική Μικρά Ασία γενικεύτηκαν από τη στιγμή που ξεκίνησε η πολεμική επιχείρηση στα Δαρδανέλλια, τον Φεβρουάριο του 1915. Οι μετατοπίσεις εξυπηρετούσαν τη δημιουργία αμιγώς τουρκικών πληθυσμών στην περιοχή. Μάλιστα στους εκτοπισμένους ανακοινωνόταν ότι το μέτρο αυτό ήταν αναγκαίο λόγω του υποτιθέμενου κινδύνου από τον συμμαχικό στόλο. Όμως αμέσως μετά την αποχώρησή τους, τουρκικοί πληθυσμοί από γειτονικές περιοχές καταλάμβαναν τα σπίτια τους. Από τη συντονισμένη εκτέλεση του μέτρου αυτού σε όλους τους οικισμούς της περιοχής διαφαίνεται ότι μεθοδεύτηκε από κεντρικό όργανο της οθωμανικής εξουσίας.[21]
Η τουρκική χωροφυλακή εμφανιζόταν στους υπό διωγμό οικισμούς με ρητές διαταγές από την οθωμανική διοίκηση. Πραγματοποιούνταν άμεσα η συγκέντρωση των κατοίκων σε κάποιο κεντρικό σημείο (συνήθως στην πλατεία) και από εκεί διατάζονταν απ' ευθείας για αναχώρηση προς άγνωστο σημείο. Οι εκτοπισμένοι απαγορεύονταν αυστηρά να μεταφέρουν μαζί τους τρόφιμα, ρούχα ή στρώματα. Η εποχή που πραγματοποιούνταν οι εκτοπισμοί, ήταν συνήθως κατά τους χειμερινούς μήνες, με δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Κατά τη διάρκεια της πεζής πορείας πραγματοποιούνταν σταθμεύσεις μόνο σε ακατοίκητες περιοχές στο ύπαιθρο, ώστε να αποφεύγεται το ενδεχόμενο οι εκτοπισμένοι να εφοδιαστούν. Επίσης, απαγορεύονταν η περιποίηση των αρρώστων και η ταφή των νεκρών. Ιδιαίτερα, με θάνατο τιμωρούνταν η ελεημοσύνη από ομογενείς και η παροχή ασύλου στα εγκαταλειμμένα βρέφη.[21]
Κατά τη διάρκεια της διαδρομής, επιβάλλονταν η απολύμανση όλων σε οθωμανικά λουτρά (χαμάμ) και αμέσως μετά η έκθεση στην παγωμένη ύπαιθρο για επιθεώρηση και ιατρική εξέταση. Εκεί πραγματοποιούνταν και οι "εκκαθαρίσεις", μεταξύ των εκτοπισμένων, μέτρο που αποδίδεται σε γερμανική εισήγηση. Η πορεία συνεχίζονταν από τους εναπομείναντες, με πλήρη ασιτία.[21]
Προκειμένου να αποφύγουν, όσοι είχαν τη δυνατότητα, τα Τάγματα Εργασίας είτε εξαγόραζαν τη θητεία τους ξεπουλώντας όμως σε αυτή την περίπτωση την περιουσία τους, είτε, ιδιαίτερα οι φτωχότεροι, κατέφευγαν στα βουνά και χαρακτηρίζονταν λιποτάκτες από τις αρχές. Όμως οι συγγενείς τους αναγκάζονταν να υποστούν σκληρά αντίποινα, επομίζωμενοι βαρύτατες ευθύνες.[24] Μάλιστα τον Μάρτιο του 1916, νέος οθωμανικός νόμος καταργεί την εφάπαξ εξαγορά της θητείας και θεσπίζει ετήσιο φόρο με αναδρομικό χαρακτήρα. Ως απόρροια αυτού του μέτρου, σημειώθηκαν χιλιάδες λιποταξίες, αλλά ακολούθησε αμείλικτη αντίδραση με κύμα εκτελέσεων από τους Τούρκους.[21] Πάντως, σε σχέση με τη Γενοκτονία των Αρμενίων, που διέπραξαν οι οθωμανικές αρχές κατά τα προηγούμενα έτη, για την εξόντωση των ελληνικών πληθυσμών, προτιμήθηκαν λύσεις που θα οδηγούσαν στον αργό αλλά σταδιακό αφανισμό προκειμένου να αποφευχθεί, όσο το δυνατόν, η διεθνής κατακραυγή από το νέο κύμα ωμοτήτων.[21]
Την εμπειρία του στα τάγματα εργασίας περιέγραψε, στο βιβλίο του Το Νούμερο 31328, ο Ηλίας Βενέζης, ο οποίος μαζί με άλλους 3.000 Αϊβαλιώτες υποχρεώθηκε να υπηρετήσει σε αυτά για 14 μήνες από το 1922, σε ηλικία 18 ετών. Ο Βενέζης ήταν ένας από τους μόλις 23 συμπατριώτες του που επιβίωσαν.
Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, σε αυτό το στάδιο, ξεκίνησαν από τη βορειοδυτική Μικρά Ασία (περιοχή Μαρμαρά) και επεκτάθηκαν στην Ιωνία, νοτιοδυτική και τη βόρεια Μικρά Ασία. Το φθινόπωρο του 1914 εκκενώθηκαν 70 οικισμοί στην περιοχή της Μάκρης και του Λιβισίου, ενώ οι περισσότεροι από τους εναπομείναντες κατοίκους, με την πίεση συνεχών διωγμών από την τουρκική χωροφυλακή, πέθαναν από ασιτία σε περιβάλλον απομόνωσης. Τον Φεβρουάριο του 1916 εκτοπίστηκαν οι ελληνικοί πληθυσμοί της Νέας Εφέσου και ακολούθησαν τους επόμενους μήνες, του Γκιουλ Μπαξέ και του Γιατζιλάρ.[21]
Κατά την άνοιξη του επόμενου έτους, οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις επεκτάθηκαν στο Αϊβαλί, το οποίο είχε εξαιρεθεί κατά την πρώτη περίοδο των διωγμών.[21] Πάνω από 20.000 κάτοικοι αναγκάστηκαν σε πορεία προς την ενδοχώρα, όπου μεγάλος μέρος πέθανε από τις κακουχίες και τις ακρότητες που υπέστη από τουρκικά τμήματα. Μάλιστα το γεγονός ότι η επιχείρηση εκκαθάρισης του Αϊβαλίου πραγματοποιήθηκε ύστερα από γερμανική εντολή, έκανε αμφίβολο το μέλλον του γερμανόφιλου Έλληνα βασιλιά Κωνσταντίνου.[25]
Η τουρκική ήττα κατά τον ρωσσο-τουρκικό πόλεμο στην περιοχή, στο Σαρικαμίς στην βόρεια περιοχή της Μικράς Ασίας το 1915, αποδόθηκε στους Έλληνες που υπηρετούσαν στον οθωμανικό στρατό. Ως συνέπεια αυτού, όλοι οι στρατολογημένοι Πόντιοι εξαναγκάστηκαν σε στρατολόγηση στα τάγματα εργασίας[23]. Έτσι δεν άργησαν να εκδηλώνονται κύματα λιποταξίας, με τον κόσμο να καταφεύγει στα βουνά. Μάλιστα στην επαρχία Κερασούντας, για αυτό τον λόγο, κάηκαν 88 χωριά ολοσχερώς μέσα σε τρεις μήνες. Οι Έλληνες της επαρχίας, περίπου 30.000, αναγκάστηκαν να διανύσουν πεζή πορεία προς την Άγκυρα κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Αναπόφευκτα το ένα τέταρτο αυτών πέθαναν καθ' οδόν [26]. Οι διώξεις προκάλεσαν τη δημιουργία θυλάκων αντίστασης από τους Πόντιους. Τελικά οι διώξεις εντάθηκαν με την έκδοση διατάγματος, τον Δεκέμβριο του 1916, που προέβλεπε την εξορία όλων των ανδρών από 18 ως 40 ετών και τη μεταφορά των γυναικόπαιδων στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Η εφαρμογή αυτού του μέτρου ξεκίνησε από την Άνω Αμισό και στην Μπάφρα.[23] Στην επαρχία Αμάσειας 72.375 Έλληνες, από τους συνολικά 136,768, εκτοπίστηκαν, από τους οποίους το 70% πέθανε από τις κακουχίες.[27] Πολλοί Πόντιοι θέλησαν να αντισταθούν οργανώνοντας, στις ορεινές εκτάσεις του Πόντου, αντάρτικα εναντίον του τακτικού στρατού, όπως στη Σάντα.[23]
Στον Άγιο Γεώργιο Πατλάμ της Κερασούντας είχαν συγκεντρωθεί 3.000 Έλληνες, οι οποίοι έγκλειστοι και σε συνθήκες ασιτίας από τις οθωμανικές αρχές, βρήκαν αργό θάνατο. Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου εξορίστηκαν συνολικά 235.000 Πόντιοι, ενώ 80.000 μετανάστευσαν στη Ρωσία[23]. Ταυτόχρονα όμως, λιγότερο έντονες ήταν οι διώξεις που υπέστησαν, τότε, οι Έλληνες του ανατολικού Πόντου, στην περιοχή της Τραπεζούντας, κυρίως λόγω της ικανότητας του μητροπολίτη Χρύσανθου να συνδιαλλάσσεται με τις τοπικές αρχές, αλλά και από το γεγονός ότι από τον Απρίλιο του 1916 η περιοχή καταλήφθηκε από τον ρωσικό στρατό.[23]
Κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή τον Αύγουστο του 1922, ανάμεσα στα θύματα των Χριστιανών από τους Τούρκους συγκαταλέγεται και ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος Σμύρνης, που δολοφονήθηκε με ιδιαίτερα βασανιστικό θάνατο, καθώς και πολλοί άλλοι Επίσκοποι και ιερείς (342 μόνο στη Μητρόπολη Σμύρνης).[28]
Αποκορύφωμα η πυρπόληση της αρμενικής και της ελληνικής συνοικίας της Σμύρνης. Το κάψιμο των σπιτιών ανάγκασε τους κρυμμένους σε αυτά Χριστιανούς να βγουν έξω στους δρόμους, με αποτέλεσμα και οι τελευταίοι που είχαν γλυτώσει από τις προηγούμενες σφαγές, να πέφτουν στα χέρια των Τούρκων και να υφίστανται τρομερούς βασανισμούς πριν τον θάνατό τους. Μεταξύ των θυμάτων, υπήρξαν και μεμονωμένες περιπτώσεις Δυτικών (Αμερικανών, Ολλανδών κ.α.), παρ’ ότι οι Τούρκοι κατά κανόνα αυτούς δεν τους πείραζαν.[28][29].
Οι σφαγές κατά Ελλήνων και Αρμενίων από τους Τούρκους έκαναν τον Αμερικανό Πρόξενο στην Σμύρνη Τζωρτζ Χόρτον (George Horton) να γράψει: «Ένα από τα δυνατώτερα συναισθήματα που πήρα μαζί μου απ’ τη Σμύρνη ήταν το συναίσθημα της ντροπής, διότι άνηκα στο ανθρώπινο γένος»[30]
Το ζήτημα του πλήθους των θυμάτων των διωγμών κατά τη δεκαετία που διήρκεσε ως και τη Μικρασιατική Καταστροφή απασχολεί μελετητές και ακτιβιστές που επιζητούν την αναγνώρισή των γεγονότων ως γενοκτονίας και συναρτάται με το ερώτημα του πλήθους των Ελλήνων που ζούσαν στη Μικρά Ασία την περίοδο έναρξης του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.[31] Για τον ελληνικό πληθυσμό της οθωμανικής αυτοκρατορίας στη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη από την Άνοιξη του 1914 μέχρι το 1923, ο Αριστοκλής Ι. Αιγίδης στο βιβλίο του Η Ελλάς χωρίς τους πρόσφυγας (Αθήνα 1934) τονίζει ότι «1.200.000 ψυχές αποτελούν τον τραγικόν εις ανθρωπίνας απωλείας απολογισμόν του αγώνος»[εκκρεμεί παραπομπή]. Ο Θεοφάνης Μαλκίδης, διδάκτωρ Κοινωνικών Επιστημών και διδάσκει στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, τονίζει ότι «μιλάμε για πάνω από 800.000 Έλληνες».[εκκρεμεί παραπομπή] Στις 20 Μαρτίου 1922, ο Άγγλος διπλωμάτης Ρέντελ συνέταξε ένα μνημόνιο για τις τουρκικές ωμότητες σε βάρος των χριστιανών από το 1919 και έπειτα. Στο προοίμιο αυτού του μνημονίου αναφέρει:
«Η επίτευξη της ανακωχής με την Τουρκία, στις 30 Οκτωβρίου 1918, φάνηκε να επέφερε μια προσωρινή παύση των διωγμών των μειονοτήτων εκ μέρους των Τούρκων, που διαπράχθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Στην επιδίωξη αυτών των διωγμών, είναι γενικώς αποδεκτό ... ότι πάνω από 500.000 ‘Έλληνες εξορίστηκαν, εκ των οποίων συγκριτικώς ελάχιστοι επέζησαν...»[32][Χρειάζεται σελίδα].
Στο 1998 η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη «της 14ης Σεπτεμβρίου ως ημέρας εθνικής μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το Τουρκικό Κράτος». Η έκδοση του σχετικού προεδρικού διατάγματος από την κυβέρνηση έλαβε χώρα δύο χρόνια αργότερα. Η έκδοση του Π.Δ. συνάντησε αντιδράσεις από όσους θεωρούσαν ότι δεν είναι ιστορικά ακριβής η περιγραφή των γεγονότων ως «γενοκτονία», αλλά αποσκοπούσε στην παρεμπόδιση της ελληνοτουρκικής προσέγγισης εκείνη την εποχή, με αποτέλεσμα το Π.Δ. να μην περιέχει τον όρο αυτό και να κατηγορηθεί η κυβέρνηση για αλλαγή στάσης.[33] Ο Βλάσης Αγτζίδης αποδίδει τις αντιδράσεις στην αναγνώριση της γενοκτονίας σε "συγκεκριμένους κύκλους που εξέφραζαν τον παραδοσιακό ελλαδικό συντηρητισμό".[34]
Η αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ελλήνων αποφασίστηκε και από τη Βουλή των Αντιπροσώπων (Κύπρος).[35] Στις 24 Μαρτίου 2015 η Αρμενία αναγνώρισε τη Γενοκτονία των Ασσυρίων και Ελλήνων.[35][36]
Σε επίπεδο ομοσπονδιακό έχει αναγνωριστεί από τις Πολιτείες των Η.Π.Α. Νέα Υόρκη (2002), Νιου Τζέρσεϊ (2002), Columbia (2002), South Carolina (2003), Georgia (2003), Pennsylvania (2003), Cleveland (2005).[35]
Σε ψηφίσματα της Γερουσίας των ΗΠΑ γίνεται αναφορά σε γενοκτονία κατά των Ελλήνων[11][12].
Οι τουρκικές κυβερνήσεις αρνούνται πως υπήρξε γενοκτονία και τοποθετούν επισήμως το θάνατο των Ελλήνων στα πλαίσια των ευρύτερων απωλειών του πολέμου, του λιμού ή άλλων κοινωνικών αναταράξεων. Στα πλαίσια της πολιτικής άρνησης των γενοκτονιών των Ελλήνων, όπως και των Αρμενίων και Χριστιανών Ασσυρίων, το τουρκικό κράτος χρηματοδοτεί στο εξωτερικό ενέργειες που αντισταθμίζουν, ελαχιστοποιούν, σχετικοποιούν και υποβαθμίζουν αυτές τις γενοκτονίες.[37][38][39]
Το Δεκέμβριο του 2007 η Διεθνής Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών (IAGS) υπερψήφισε ένα ψήφισμα ότι η εκστρατεία εναντίον των Οθωμανών Ελλήνων από το 1917 ως το 1923 αποτελούσε γενοκτονία.[40] Χρησιμοποιώντας τον όρο "Ελληνική Γενοκτονία", το ψήφισμα επιβεβαίωνε ότι μαζί με τους Ασσύριους, οι Οθωμανοί Έλληνες υπέστησαν γενοκτονία "ποιοτικά όμοια" με την γενοκτονία των Αρμενίων από τους Οθωμανούς. Ο πρόεδρος του IAGS Γκρέγκορυ Στάντον προέτρεψε την τουρκική κυβέρνηση να αναγνωρίσει τις τρεις γενοκτονίες λέγοντας ότι "η ιστορία αυτών των γενοκτονιών είναι ξεκάθαρη και δεν υπάρχει πλέον δικαιολογία για την τωρινή τουρκική κυβέρνηση, που δεν διέπραξε το έγκλημα, να αρνείται τα γεγονότα."[41] Συνταγμένο από τον Καναδό μελετητή Άνταμ Τζόουνς, το ψήφισμα υιοθετήθηκε την 1η Δεκεμβρίου 2007 με την υποστήριξη του 83% όλων των μελών του IAGS που ψήφισαν.[42]
Πολλοί μελετητές που ασχολούνται ερευνητικά με τη γενοκτονία των Αρμενίων, όπως οι Πήτερ Μπαλακιάν, Τανέρ Ακτσάμ, Ρίτσαρντ Χοβανισιάν και Ρόμπερτ Μέλσον, ισχυρίστηκαν ότι το θέμα θα έπρεπε να ερευνηθεί περαιτέρω πριν ψηφιστεί κάποιο ψήφισμα."[43] Ο Μάνους Μιντλάρσκυ παρατηρεί μία διαφορά μεταξύ δηλώσεων γενοκτονικής πρόθεσης εναντίον των Ελλήνων από Οθωμανούς αξιωματούχους και των πράξεών τους, υποδεικνύοντας τον περιορισμό των σφαγών σε επιλεγμένες "ευαίσθητες" περιοχές και το μεγάλο αριθμό Ελλήνων επιζώντων στο τέλος του πολέμου. Εξαιτίας πολιτισμικών και πολιτικών δεσμών των Οθωμανών Ελλήνων με τις Ευρωπαϊκές δυνάμεις, ισχυρίζεται ο Μιντλάρσκυ, η γενοκτονία δεν αποτελούσε "για τους Οθωμανούς εφικτή επιλογή στην περίπτωσή τους".[44] Ο Τανέρ Ακτσάμ παραπέμπει σε συγκαιρινές καταγραφές που σημειώνουν τη διαφορά στη μεταχείριση των Οθωμανών Ελλήνων και Αρμενίων από την κυβέρνηση κατά τον πρώτο παγκόσμιο και καταλήγει ότι "παρά τις αυξανόμενα αυστηρές πολιτικές κατά την περίοδο του πολέμου, ιδίως για την περίοδο από το ύστερο 1916 ως τους πρώτους μήνες του 1917, η μεταχείρηση των Ελλήνων από την κυβέρνηση - αν και συγκρίσιμη σε κάποιον τρόπο με τα μέτρα εναντίον των Αρμενίων - διέφερε ως προς το εύρος, την πρόθεση και το κίνητρο".[45]
Άλλοι μελετητές γενοκτονιών όπως οι Dominik J. Schaller και Jürgen Zimmerer, δηλώνουν ωστόσο ότι "η γενοκτονική ποιότητα των δολοφονικών εκστρατειών εναντίον των Ελλήνων" είναι "προφανής".[46] Ο Νίαλ Φέργκιουσον έχει κάνει έναν παραλληλισμό μεταξύ των σποραδικών σφαγών κοινοτήτων Ελλήνων του Πόντου μετά το 1922 και της μοίρας των Αρμενίων.[47] Η κυρίαρχη τάση μεταξύ των Ελλήνων ιστορικών είναι η αμφιβολία για τη χρησιμότητα του όρου "γενοκτονία" στην περίπτωση αυτή και η απόρριψη του ισχυρισμού ότι επρόκειτο για γενοκτονία ως βασιζόμενου σε "ανιστορικές και αντιεπιστημονικές απόψεις".[48][49]
Ιστορικοί εξετάζουν τις ομοιότητες, αναλογίες και διαφορές στις μεταξύ των γενοκτονιών Ελλήνων και Αρμενίων. Ο καθηγητής Hannibal Travis πιστεύει ότι χωρίς την κυβερνητική πρόθεση θα ήταν αδύνατο να γίνουν οι γενοκτονίες των Αρμενίων, Ασσυρίων και Ελλήνων σε τόσο μεγάλη κλίμακα. Επίσης είναι γνωστό ότι στις συνόδους του Κόμματος Ενότητας και Προόδου του 1910 και 1911, ελήφθησαν αποφάσεις κατά των Χριστιανών που αναφέρονταν και στα δύο έθνη (Αρμενίους και Έλληνες). Υπάρχουν διαφορετικές απόψεις για το αν ο εκτοπισμός των Ελλήνων από τα παράλια του Αιγαίου το 1913-14 ήταν ή όχι μέρος του ίδιου σχεδίου με την Αρμενική Γενοκτονία που άρχισε τον επόμενο χρόνο. Οι Ι. Χασιώτης και G. Vardanyan θεωρούν ότι τα δύο αυτά φαινόμενα δεν πρέπει να εξετάζονται ως ξεχωριστά. Οι διαφορές στον τρόπο εκτέλεσης των γενοκτονιών οφείλονται στην ύπαρξη του ελληνικού κράτους και την ανυπαρξία αρμενικού, όμως η απόφαση ήταν κοινή και για τις δύο περιπτώσεις. Υπήρχαν επίσης μερικά κοινά πρόσωπα στην εκτέλεση των δύο γενοκτονιών, όπως οι Dr Resid, Dr Mehmed Nazim και Ταλαάτ πασάς. Η γενοκτονία των Ελλήνων το 1912-13 αποτέλεσε προηγούμενο για την περίπτωση των Αρμενίων, τόσο λόγω της επιτυχίας της μεθόδου όσο και λόγω της απραξίας της διεθνούς κοινότητας. Ο Vardanyan σημειώνει και τη διαφορά ότι οι Κούρδοι είχαν σημαντικό ρόλο στην περίπτωση των Αρμενίων αλλά όχι στην περίπτωση των Ελλήνων, αλλά αυτό αποδίδεται ότι δεν υπήρχε πολυάριθμο κουρδικό στοιχείο στις περιοχές όπου ζούσαν Έλληνες. Διαφορά υπάρχει και στον αριθμό των θυμάτων, αλλά αυτή είναι «ποσοτική» και όχι «ποιοτική» (εισαγωγικά του συγγραφέα). Τέλος, στην περίπτωση των Αρμενίων υπήρξε προσπάθεια για την εξόντωση της πνευματικής ηγεσίας (intelligentsia). Στην περίπτωση των Ελλήνων εξοντώθηκαν επίσης ηγετικά άτομα, αλλά δεν αποτέλεσαν ιδιαίτερο στόχο. Σημειώνεται όμως ότι η ιστορική έρευνα έχει ασχοληθεί αρκετά με την ιντελιγκέντσια των Αρμενίων αλλά όχι των Ελλήνων κατά τις γενοκτονίες.[50][51] Κατά άλλον συγγραφέα, «ο πιο σημαντικός δεσμός μεταξύ της τύχης των Ελλήνων και των Αρμενίων είναι η σχεδόν πλήρης εξαφάνιση και των δύο ομάδων από το οθωμανικό/τουρκικό έδαφος», κάτι που ήταν επιλογή του CUP.[52]