Γεώργιος Βιζυηνός | |
---|---|
Ψευδώνυμο | Γεώργιος Βιζυηνός[1] |
Γέννηση | 8 Μαρτίου 1849[2][3][4] Βιζύη |
Θάνατος | 15 Απριλίου 1896 (47 ετών) Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής «Δρομοκαΐτειο»[5][6] |
Χώρα πολιτογράφησης | Ελλάδα |
Σπουδές | Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν και Πανεπιστήμιο της Λειψίας |
Ιδιότητα | συγγραφέας, ποιητής, πεζογράφος[7], ψυχολόγος[7], καθηγητής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης[7], διηγηματογράφος και θεατρικός συγγραφέας[8] |
Σημαντικά έργα | Το αμάρτημα της μητρός μου, Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου, Το μόνον της ζωής του ταξείδιον και Ο Μοσκώβ-Σελήμ |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Γεώργιος Βιζυηνός (πραγματικό ονοματεπώνυμο Γεώργιος Μιχαήλ Σύρμας ή Μιχαηλίδης, Βιζύη, 8 Μαρτίου 1849[9] – Αθήνα, 15 Απριλίου 1896 (47 ετών), ήταν Έλληνας πεζογράφος, ποιητής και λόγιος. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ελληνικής λογοτεχνίας.
Γεννήθηκε στη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης, το σημερινό Βιζέ της Τουρκίας, στις 8 Μαρτίου 1849, γιος πολύ φτωχικής οικογένειας. Ο πατέρας του, Μιχαήλος Σύρμας, δούλευε στα καμίνια του ασβέστη. Αργότερα έγινε πραματευτής και πέθανε από τύφο το 1854 αφήνοντας τον γιο του ορφανό σε ηλικία 5 ετών. Είχε άλλα τέσσερα αδέλφια: τον Μιχαήλο, που πέθανε τρία χρόνια πριν από τον Γεώργιο, τον Χρηστάκη, τον αδικοσκοτωμένο ταχυδρόμο, για τον οποίο μιλά στο διήγημά του Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου, και δύο κορίτσια, την Άννα, που πέθανε με τις συνθήκες που περιγράφει στο Αμάρτημα της μητρός μου και την Αννιώ, που πήρε το όνομα της αδελφής της, αλλά πέθανε κι αυτή μικρή.[10]
Σε ηλικία 10 ετών οι παππούδες του τον στέλνουν στην Κωνσταντινούπολη κοντά σε ένα θείο του για να μάθει ραπτική. Μετά όμως από 2-3 χρόνια πεθαίνει ο θείος του κι εγκαταλείπει τη ραπτική, επιστρέφοντας στο σχολείο προστατευόμενος από τον Κύπριο έμπορο, Γιάγκο Γεωργιάδη. Παραμένει στην Πόλη μέχρι την ηλικία των 18 και τον Ιούλιο του 1868 ταξιδεύει ως προστατευόμενος του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Σωφρονίου Β΄ και ζει για τέσσερα χρόνια στην Κύπρο (Λευκωσία). Εκεί φοιτά στην Ελληνική Σχολή Λευκωσίας, αριστεύει στα μαθήματα, ορίζεται “ευταξίας” (σχολικός επιμελητής), διαμένει στην Αρχιεπισκοπή, φορά ράσα και τελεί ιεροψάλτης (ο Σωφρόνιος τον προόριζε για την ιεροσύνη). Ερωτεύεται όμως παράφορα τη νεαρή Ελένη Φυσεντζίδη και της γράφει ερωτικά ποιήματα, “παράπτωμα” για το οποίο τιμωρείται με επιτίμιο[11]. Η Φυσεντζίδη τον είχε ερωτευτεί τόσο που δεν παντρεύτηκε ώς τα 40 της, περιμένοντάς τον και πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του· το 1930, με άσπρα μαλλιά πλέον, διηγήθηκε από μνήμης σε δημοσιογράφο τα ποιήματα που της είχε γράψει.
Το 1872 ο Βιζυηνός επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη, βγάζει τα ράσα, θέλει να συνεχίσει τις σπουδές του αλλά δεν έχει χρήματα. Απευθύνεται στον Γεώργιο Χασιώτη, διευθυντή του Ελληνικού Λυκείου, που μεσολαβεί να γραφτεί ιεροσπουδαστής στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, χωρίς όμως την υποχρέωση να ιερωθεί ή να φορά ράσα. Εκεί, το 1873 δημοσιεύει και την πρώτη του ποιητική συλλογή (Ποιητικά Πρωτόλεια)[12]. Μεταξύ των καθηγητών του αναφέρεται και ο Κωνσταντινουπολίτης ποιητής Ηλίας Τανταλίδης, ο οποίος διέκρινε στον Βιζυηνό στοιχεία ιδιαίτερου ταλέντου και ευφυίας, ώστε τον σύστησε στην Ιφιγένεια Μαυροκορδάτου Συγγρού, σύζυγο του Ανδρέα Συγγρού, και στον πλούσιο τραπεζίτη κι εθνικό ευεργέτη Γεώργιο Ζαρίφη[13].
Το 1874 έρχεται στην Αθήνα και το επικό ποίημά του Κόδρος βραβεύεται στον Βουτσιναίο Ποιητικό Διαγωνισμό[14]. Στην Αθήνα συμμετέχει μαζί με τον συμφοιτητή του Νικόλαο Πολίτη στο φοιτητικό κίνημα που διεκδικεί καλύτερες φοιτητικές συνθήκες, δράση για την οποία συλλαμβάνονται και κρατούνται σε αστυνομικό τμήμα. Την ίδια χρονιά εγγράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, αλλά απογοητευμένος από την ποιότητα σπουδών, μαθαίνει γερμανικά και με δαπάνες του Γ. Ζαρίφη μεταβαίνει στη Γερμανία, στη Γοτίγγη, όπου το διάστημα 1875-1878 σπουδάζει φιλολογία και φιλοσοφία. Το 1876 η επόμενη ποιητική συλλογή του Άραις μάραις κουκουνάραις (μετονομάστηκε σε Βοσπορίδες Αύραι) αποστέλλεται στην Αθήνα και βραβεύεται στον Βουτσιναίο Διαγωνισμό, στον οποίο, το 1877 η συλλογή του Εσπερίδες επαινείται. Το 1881 τυπώνεται στη Λειψία η διδακτορική του διατριβή Das Kinderspiel in Bezug auf Psychologie und Paedagogik («Το παιδικό παιχνίδι υπό άποψη ψυχολογική και παιδαγωγική»)[13].
Οι σπουδές του στη Γερμανία διεύρυναν σημαντικά τον πνευματικό του κόσμο και τον έφεραν σε επαφή με έναν χώρο που έστρεφε πλέον την πλάτη του στον ρομαντισμό και στον αποστεωμένο κλασικισμό και στρεφόταν στον εσωτερικό άνθρωπο. Το τελευταίο αυτό στοιχείο ήταν καθοριστικό για το πεζογραφικό έργο του Βιζυηνού. Στη Γερμανία υπήρξε, μεταξύ άλλων, μαθητής του φιλοσόφου Χέρμαν Λότζε (Hermann Lotze) αλλά και του θεμελιωτή της Πειραματικής Ψυχολογίας Βίλ(χ)ελμ Βουντ (Wilhelm Wundt). Η ψυχογραφική ανάλυση των ηρώων του είναι εκείνη στην οποία προπάντων οφείλει την πρωτοποριακή θέση που κατέχει στα νεοελληνικά γράμματα. Το 1882 ο Βιζυηνός επισκέπτεται το Παρίσι, όπου γνωρίζει τον Δημήτριο Βικέλα, τον Σαιντ-Ιλαίρ[15] (Marquis Queux de Saint-Hilaire) και τη Ζυλιέτ Αντάμ. Περίπου ένα χρόνο μετά, το 1883, επισκέπτεται το Λονδίνο, όπου σχετίζεται με τον πρεσβευτή Πέτρο Βράιλα-Αρμένη. Παράλληλα, δημοσιεύει την ποιητική συλλογή Ατθίδες αύραι.
Την ίδια χρονιά (1883), μετά από προτροπή του φίλου του, πια, Δημήτριου Βικέλλα[16] που είχε δημοσιεύσει το 1879 το Λουκής Λάρας, συγγράφει και δημοσιεύει στην Εστία το πρώτο μεγάλο διήγημά του, Το αμάρτημα της μητρός μου. Ο Βικέλλας συνεχίζει να τον προτρέπει να γράψει και στέλνει τα γραπτά στον εκδότη της Εστίας Γ. Κασδόνη[16]· έτσι δημοσιεύονται επίσης το Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως και το αριστούργημά του Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου. Γράφοντας σε πλούσια καθαρεύουσα διανθισμένη με ζωντανούς διαλόγους στη δημοτική και φωτίζοντας με ανθρωπιά και ευαισθησία τον εσωτερικό κόσμο των ηρώων του, τα διηγήματά του εγκαινίασαν το ψυχογραφικό είδος στη νεοελληνική λογοτεχνία.
Το 1884, λόγω του θανάτου τού χρηματοδότη του Γ. Ζαρίφη, υποχρεώνεται να επιστρέψει στην Αθήνα και αρχικά διορίζεται καθηγητής στο Βαρβάκειο Γυμνάσιο, όπου όμως δεν έμεινε πολύ. Ένα χρόνο αργότερα εκλέγεται υφηγητής στην έδρα της Ιστορίας της Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, με την επί υφηγεσία διατριβή «Η φιλοσοφία του καλού παρά Πλωτίνω»[17]. Ωστόσο δεν καταφέρνει να κερδίσει την έδρα καθηγητή στο πανεπιστήμιο, ούτε και τον μισθό που τη συνόδευε, κάτι που τον φέρνει πια σε δεινή οικονομική κατάσταση. Παράλληλα δημοσιεύονται τα διηγήματά του Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας και Το μόνον της ζωής του ταξείδιον. Εκείνη την εποχή για να βιοποριστεί αρχίζει να ασχολείται με ένα μεταλλείο στο θρακικό χωριό Σαμάκοβο. Το 1886 γράφει το Ο Μοσκώβ-Σελήμ που διαδραματίζεται στη Θράκη. Τελικά εγκαταλείπει την Αθήνα κι εγκαθίσταται μόνιμα στη γενέτειρά του.
Το 1890 αρχίζουν να τον ταλαιπωρούν πόνοι από νόσημα του μυελού των οστών[16] που του φέρνουν αϋπνίες, τον καθιστούν ανίκανο να εργαστεί και τον εξαντλούν σωματικά και οικονομικά. Έπειτα από σύσταση γιατρού μεταβαίνει το καλοκαίρι του ίδιου έτους σε θερμές, ιαματικές πηγές στο Μπαντ Γκαστάιν (Bad Gastein) της Αυστρίας. Σε επιστολή του προς το μικρότερο αδελφό του Μιχαήλο γράφει:
«Τούτο (το νόσημα) ευρίσκεται μέσα εις την κοκκαλοραχιά, και επομένως είναι νόσημα των κινητικών και αισθητικών νεύρων των κάτω άκρων. Οι πόνοι είναι κάτι σουβλιαίς που σε τρυπούν πότ’ εδώ και πότ’ εκεί, σαν αστραπαίς μέσα εις τους ποντικούς του σώματος».[16]
Όλες οι θεραπείες αποδεικνύονται ανεπαρκείς. Το 1892 το νόσημα εξελίσσεται σε φρενική νόσο και καταλήγει έγκλειστος στις 14 Απριλίου 1892 στο Δρομοκαΐτειο Ψυχιατρείο[18]. Εκεί ζει βυθισμένος σε ουτοπικές εμμονές του για την εκμετάλλευση του μεταλλείου στην πατρίδα του και στο παραληρηματικό πάθος του για τη νεαρή Μπετίνα Φραβασίλη (14 ετών), μαθήτριά του στο Ωδείο Αθηνών, την οποία επιθυμούσε να νυμφευθεί[19]. Ύστερα από τέσσερα χρόνια εγκλεισμού, πεθαίνει στις 15 Απριλίου 1896, σε ηλικία 47 ετών.
Η ζωή του ενέπνευσε τον σκηνοθέτη Λάκη Παπαστάθη και γύρισε την ταινία Το μόνον της ζωής του ταξείδιον. Η ταινία παρουσιάζει την περίοδο που ο συγγραφέας (ερμηνεία Ηλίας Λογοθέτης) ήταν έγκλειστος στο ψυχιατρείο και μεταφέρεται στην παιδική του ηλικία μέσα από διαλόγους με τον παππού του, ο οποίος του μιλούσε για φανταστικά ταξίδια.
Το αφηγηματικό του υλικό, αντλημένο από προσωπικές και οικογενειακές μνήμες, από τις παραδόσεις και τα βιώματα της λαϊκής ζωής στην ιδιαίτερη πατρίδα του, διοχετεύεται στα διηγήματά του. Το υλικό αυτό ενισχυμένο από το στέρεο υπόβαθρο της παιδείας του και την επιστημονική γνώση της ψυχολογίας ενσωματωμένο σε μια ποικίλη, πλούσια γλώσσα υψηλού ήθους (λόγια, λαϊκή, ιδιωματική) διοχετεύεται στα διηγήματά του. Έτσι ο Βιζυηνός αναπτύσσει τη μυθοπλασία του. Ανακαινιστής και πρωτοπόρος, ανοίγει τον δρόμο της νεοελληνικής διηγηματογραφίας. Η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, η μυθιστορηματική πλαστικότητα των χαρακτήρων, οι δραματικές συγκρούσεις, η δομή, η δραματικότητα, η άρτια αφηγηματική τεχνική –η ενδιαφέρουσα διαπλοκή του ιστορικού και του αφηγηματικού χρόνου– είναι μερικά από τα βασικά γνωρίσματα του Αμαρτήματος της μητρός μου, αλλά και των άλλων διηγημάτων του.
Όλες οι μελέτες του –όπως και αρκετές ποιητικές συλλογές– εκδόθηκαν σε αυτοτελή τόμο. Τα διηγήματα και τα άρθρα δημοσιεύθηκαν σε διάφορα έντυπα της εποχής και δεν συγκεντρώθηκαν σε τόμο κατά τη διάρκεια της ζωής του. Από τα χειρόγραφά του σώζονται κάποιες επιστολές και αρκετά ποιήματα. Βλ. την έκδοση «Επιστολές» σε επιμέλεια Γ. Παπακώστα (Αθήνα: Πατάκης 2004) και για εκτενή βιβλιογραφικά τον Α´ τόμο της έκδοσης «Τα Ποιήματα» (Αθήνα: Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη 2003).
Αυτοτελείς διατριβές και παιδαγωγικά εγχειρίδια.