Ο Γκάμπριελ Γιούζεφ Ναρουτόβιτς (πολωνικά: Gabriel Józef Narutowicz) (29 Μαρτίου 1865 – 16 Δεκεμβρίου 1922) ήταν Πολωνός καθηγητής υδροηλεκτρικής μηχανικής και πολιτικός, ο οποίος υπηρέτησε ως ο πρώτος Πρόεδρος της Πολωνίας από τις 11 Δεκεμβρίου 1922 μέχρι τη δολοφονία του στις 16 Δεκεμβρίου, πέντε ημέρες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του. Προηγουμένως υπηρέτησε ως Υπουργός Δημοσίων Έργων από το 1920 έως το 1922 και για λίγο ως Υπουργός Εξωτερικών το 1922. Ο Ναρουτόβιτς ήταν διάσημος μηχανικός και πολιτικά ανεξάρτητος, και ήταν ο πρώτος εκλεγμένος αρχηγός κράτους μετά την ανάκτηση της κυριαρχίας της Πολωνίας από τις δυνάμεις διαμελισμού.
Γεννημένος σε μια οικογένεια ευγενών με έντονο πατριωτικό αίσθημα, ο Ναρουτόβιτς σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Αγίας Πετρούπολης, πριν μετακινηθεί στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης και ολοκληρώσει τις σπουδές του στην Ελβετία.[11] Μηχανικός στο επάγγελμα, ήταν πρωτοπόρος της ηλέκτρισης και τα έργα του παρουσιάστηκαν σε εκθέσεις σε όλη τη Δυτική Ευρώπη. Διηύθυνε επίσης την κατασκευή των πρώτων ευρωπαϊκών υδροηλεκτρικών σταθμών στο Μοντέ, στο Μύλεμπεργκ και στο Άντελσμπουχ. Το 1907, διορίστηκε καθηγητής υδροηλεκτρικής και μηχανικής νερού στη Ζυρίχη, και στη συνέχεια του ανατέθηκε η συντήρηση του ποταμού Ρήνου. Τον Σεπτέμβριο του 1919, προσκλήθηκε από τις πολωνικές αρχές για την ανοικοδόμηση της υποδομής του έθνους μετά την καταστροφή που προκάλεσε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Στις 23 Ιουνίου 1920, έγινε Υπουργός Δημοσίων Έργων στην κυβέρνηση του Βουαντίσουαφ Γκράμπσκι. Μετά την επιτυχημένη διαχείρισή του στην πολωνική αντιπροσωπεία στη Διάσκεψη της Γένοβας, στις 28 Ιουνίου 1922 έγινε Υπουργός Εξωτερικών στο υπουργικό συμβούλιο του Άρτουρ Σλιβίνσκι.
Κατά τη διάρκεια των εκλογών του 1922, ο Ναρουτόβιτς υποστηρίχθηκε από την κεντροαριστερά, κυρίως από το Πολωνικό Λαϊκό Κόμμα «Απελευθέρωση», και από τις εθνικές μειονότητες, αλλά επικρίθηκε σκληρά από τους δεξιούς Εθνικοδημοκράτες. Ακροδεξιοί ζηλωτές, υπερκαθολικά συνδικάτα και εθνικιστές τον έβαλαν στο στόχαστρο για συμπάθεια προς τους Πολωνοεβραίους. Όταν νίκησε τον άλλο υποψήφιο, τον Μαουρίτσι Κλέμενς Ζαμοΐσκι, ο Ναρουτόβιτς εξελέγη ο πρώτος πρόεδρος της Δεύτερης Πολωνικής Δημοκρατίας. Μετά από μόλις πέντε ημέρες στην εξουσία, δολοφονήθηκε από τον αντιπολιτευόμενο Ελίγκιους Νιεβιαντόμσκι, ενώ έβλεπε πίνακες στην Πινακοθήκη Ζαχέντα.[12] Η κηδεία του, στην οποία συμμετείχαν σχεδόν 500.000 κόσμου, ήταν ταυτόχρονα μια εκδήλωση ειρήνης που μείωσε τη δύναμη του ακροδεξιού κινήματος τα επόμενα χρόνια. Ο Ναρουτόβιτς κηδεύτηκε με τιμές στις 22 Δεκεμβρίου 1922 στην κρύπτη Καθεδρικού Ναού του Αγίου Ιωάννη στη Βαρσοβία.
Ο Ναρουτόβιτς ήταν μη ασκούμενος Καθολικός και δραστήριος τέκτονας. Συμμετείχε σε τελετουργίες σε όλη τη χώρα.
Βιογραφία
Η ενότητα αυτή είναι κενή, ανεπαρκώς ανεπτυγμένη ή ανολοκλήρωτη. Η βοήθειά σας είναι καλοδεχούμενη! |
Ο Γκάμπριελ Ναρουτόβιτς γεννήθηκε σε μια Πολωνική-Λιθουανική οικογένεια ευγενών στο Τέλσε (σημερινό Τελσιάι, Λιθουανία), τότε μέρος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, μετά το διαμελισμό της Πολωνικής-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας.[13] Ο πατέρας του, Γιαν Ναρουτόβιτς, ήταν τοπικός επαρχιακός δικαστής και γαιοκτήμονας στο χωριό Μπρεβίκι στη Σαμογιτία. Ως αποτέλεσμα της συμμετοχής του στην Ιανουαριανή Εξέγερση του 1863 κατά της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, καταδικάστηκε σε ένα χρόνο φυλάκιση. Πέθανε όταν ο Γκάμπριελ ήταν μόλις ενός έτους.[14]
Η μητέρα του Γκάμπριελ, Βικτόρια Στσεπκόφσκα, ήταν η τρίτη σύζυγος του Γιαν. Μετά το θάνατο του συζύγου της, μεγάλωσε η ίδια τους γιους. Ήταν μορφωμένη γυναίκα, γοητευμένη από τη φιλοσοφία της Εποχής του Διαφωτισμού, και είχε μεγάλη επιρροή στην ανάπτυξη του Γκάμπριελ και της κοσμοθεωρίας των αδελφών του. Το 1873 μετακόμισε στη Λιέπαγια της Λετονίας, ώστε τα παιδιά της να μην αναγκαστούν να φοιτήσουν σε ρωσικό σχολείο (ο εκρωσισμός στη Λετονία μετά την εξέγερση του 1863 επιβλήθηκε λιγότερο από ότι στη Λιθουανία και την Πολωνία, το κέντρο της εξέγερσης).[15]
Μια απεικόνιση της διπλής φύσης της ταυτότητας της οικογένειας είναι ο αδελφός του Γκάμπριελ Ναρουτόβιτς, Στανίσουαφ Ναρουτόβιτς, ο οποίος, μετά την ανάκτηση της ανεξαρτησίας της Λιθουανίας το 1918, έγινε Λιθουανός, όχι Πολωνός, πολίτης. Νωρίτερα, προς το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Στανίσουαφ είχε γίνει μέλος του Συμβουλίου της Λιθουανίας, του προσωρινού Λιθουανικού Κοινοβουλίου. Υπέγραψε την Πράξη Ανεξαρτησίας της Λιθουανίας της 16ης Φεβρουαρίου 1918.[16]
Ο Ναρουτόβιτς τελείωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευσή του σε γυμνάσιο στη Λιέπαγια της Λετονίας. Στη συνέχεια γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Αγίας Πετρούπολης, στη Φυσικομαθηματική Σχολή. Η ασθένεια, ωστόσο, τον έκανε να αναστείλει αυτές τις σπουδές και αργότερα να μεταφερθεί στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχηςς στην Ελβετία, όπου σπούδασε από το 1887 έως το 1891.[17]
Ο Ναρουτόβιτς βοήθησε τους εξόριστους Πολωνούς που διέφυγαν από τις ρωσικές αρχές κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ελβετία. Συνδέθηκε επίσης με ένα πολωνικό μεταναστικό σοσιαλιστικό κόμμα, το «Προλεταριάτο». Ως αποτέλεσμα των συνδέσεών του, του απαγορεύτηκε η επιστροφή στη Ρωσία και είχε εκδοθεί ένταλμα σύλληψής του. Το 1895, έγινε Ελβετός πολίτης και, αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του, προσλήφθηκε ως μηχανικός κατά την κατασκευή του σιδηροδρόμου Σανκτ Γκάλεν.[18]
Αποδείχθηκε εξαιρετικός μηχανικός και, το 1895, έγινε επικεφαλής των εργασιών στον ποταμό Ρήνο. Αργότερα προσλήφθηκε στο τεχνικό γραφείο Kurstein. Τα έργα του εκτέθηκαν στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού (1896) και θα γινόταν διάσημος πρωτοπόρος της ηλέκτρισης στην Ελβετία. Διηύθυνε την κατασκευή πολλών άλλων ευρωπαϊκών υδροηλεκτρικών σταθμών, όπως στο Μοντέ, στο Μύλεμπεργκ και στο Άντελσμπουχ.
Το 1907, έγινε καθηγητής στο Ελβετικό Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Τεχνολογίας Ζυρίχης, στο ινστιτούτο υδροκατασκευής στη Ζυρίχη. Διετέλεσε κοσμήτορας αυτού του ινστιτούτου από το 1913 έως το 1919. Υπήρξε επίσης μέλος της Ελβετικής Επιτροπής για την Οικονομία των Υδάτων. Το 1915 επιλέχθηκε πρόεδρος της Διεθνούς Επιτροπής για τη ρύθμιση του ποταμού Ρήνου.
Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, συνεργάστηκε με τη Γενική Ελβετική Επιτροπή που είχε επιφορτιστεί με τη βοήθεια των θυμάτων του πολέμου στην Πολωνία και ήταν επίσης μέλος της La Pologne et la Guerre, που βρίσκεται στη Λωζάνη. Οπαδός των ιδεών του Γιούζεφ Πιουσούτσκι, τον Σεπτέμβριο του 1919 ο Ναρουτόβιτς προσκλήθηκε από την πολωνική κυβέρνηση να επιστρέψει στην Πολωνία για να συμμετάσχει στην ανοικοδόμηση της υποδομής του έθνους.[19]
Αφού επέστρεψε στην Πολωνία, στις 23 Ιουνίου 1920, ο Ναρουτόβιτς διορίστηκε Υπουργός Δημοσίων Έργων στην κυβέρνηση του Βουαντίσουαφ Γκράμπσκι. Διατήρησε αυτή τη θέση μέχρι τις 26 Ιουνίου 1922 (σε τέσσερα διαφορετικά επόμενα υπουργικά συμβούλια: του Βουαντίσουαφ Γκράμπσκι, του Βιντσέτι Βίτος και της πρώτης και της δεύτερης κυβέρνησης του Αντόνι Πονικόφσκι). Αφού έγινε Υπουργός Δημοσίων Έργων, ο Ναρουτόβιτς άρχισε αμέσως να εργάζεται για την ανοικοδόμηση της χώρας του, χρησιμοποιώντας την εμπειρία που απέκτησε στην Ελβετία ως πρωτοπόρος της ηλέκτρισης. Σύντομα θα προχωρούσε στην αναδιοργάνωση της γραφειοκρατίας και θα μείωνε τον αριθμό των εργαζομένων κατά τη διάρκεια δύο ετών, αυξάνοντας με αυτόν τον τρόπο σημαντικά την αποτελεσματικότητά της.
Ο Ναρουτόβιτς ταξίδευε συχνά σε όλη τη χώρα για να επιβλέπει και να διευθύνει προσωπικά δημόσια έργα. Μέχρι το 1921, σχεδόν 270.000 κτίρια και 300 γέφυρες είχαν ξαναχτιστεί, οι περισσότεροι δρόμοι επιδιορθώθηκαν και περίπου 200 χλμ αυτοκινητόδρομων προστέθηκαν. Επίσης, σχεδίασε φράγματα και επέβλεψε την κατασκευή ενός υδροηλεκτρικού σταθμού στην Ποράμπκα στον ποταμό Σόουα,[20]κοντά στα Όρη Μπεσκίντι και εργάστηκε στον έλεγχο της άρδευσης του ποταμού Βιστούλα.[21]
Πολιτικά είχε τη φήμη ενός μετριοπαθούς, λογικού και φιλελεύθερου ατόμου. Ήταν μέλος της κυβέρνησης σε κάθε επόμενο υπουργικό συμβούλιο (περίοδος συνεχών κυβερνητικών κρίσεων και κύκλου εργασιών). Τον Απρίλιο του 1922, εξουσιοδοτήθηκε (μαζί με τον Υπουργό Εξωτερικών της εποχής, Κονστάντι Σκίρμουντ) να συμμετάσχει στη Διάσκεψη της Γένοβας και έλαβε τα εύσημα για την επιτυχία της πολωνικής αντιπροσωπείας—πολλοί δυτικοί διπλωμάτες είχαν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στο σεβαστό Ναρουτόβιτς από ότι στους άλλους υπουργούς της κυβέρνησης της νεοσυσταθείσας χώρας.[22]
Στις 28 Ιουνίου 1922, έγινε Υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση του Άρτουρ Σλιβίνσκι. Κατείχε επίσης αυτή τη θέση στην μεταγενέστερη κυβέρνηση του Γιούλιους Νόβακ. Τον Οκτώβριο του 1922, εκπροσώπησε την Πολωνία σε ένα συνέδριο στο Ταλίν. Στις εκλογές του 1922, υποστήριξε την κεντροδεξιά Εθνική Δημόσια Ένωση (Unia Narodowo-Państwowa), που συνδεόταν με τον Γιούζεφ Πιουσούτσκι. Ο ίδιος ήταν υποψήφιος της Δημόσιας Ένωσης των Ανατολικών Συνόρων (Państwowe Zjednoczenie na Kresach) αλλά δεν κέρδισε έδρα στο Κοινοβούλιο.[23]
Αφού έχασε στις εκλογές, ο Ναρουτόβιτς συνέχισε ως Υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση του Γιούλιαν Νόβακ. Προς μεγάλη του έκπληξη, εκείνον τον Δεκέμβριο προτάθηκε ως υποψήφιος για τις επόμενες προεδρικές εκλογές. Αν και ο Πιουσούτσκι προσπάθησε να τον αποθαρρύνει από το να γίνει προεδρικός υποψήφιος (ο ίδιος αρχικά ήθελε να αρνηθεί την υποψηφιότητα, την οποία είχε προτείνει το Πολωνικό Λαϊκό Κόμμα «Απελευθέρωση», τελικά υποχώρησε και δέχτηκε.[24]
Σύμφωνα με το Σύνταγμα του Μαρτίου της Πολωνίας, ο πρόεδρος έπρεπε να επιλεγεί από την Εθνοσυνέλευση, δηλαδή τα δύο σώματα του κοινοβουλίου (δηλαδή το Σέιμ και η Γερουσία). Δεν υπήρξε ξεκάθαρος νικητής μετά τον πρώτο γύρο ψηφοφορίας. Στον δεύτερο γύρο, ο επίσημος σοσιαλιστής υποψήφιος, Ιγκνάτσι Ντασίνσκι, αποκλείστηκε. αλλά και πάλι, δεν υπήρξε ξεκάθαρος νικητής. Οι επόμενοι που αποχώρησαν ήταν οι δύο υποψήφιοι που ευνοήθηκαν περισσότερο από τους εκπροσώπους των εθνικών μειονοτήτων: συγκεκριμένα, ο Ζαν Μπουντουάν ντε Κορτονέ και ο Στανίσουαφ Βοϊτσεχόφσκι (ο τελευταίος που υποστηρίχθηκε από ορισμένους από την Αριστερά). Στον τελευταίο και αποφασιστικό γύρο, παρέμειναν μόνο δύο υποψήφιοι: ο Κόμης Μαουρίτσι Κλέμενς Ζαμοΐσκι (υποστηριζόμενος από την δεξιά Εθνική Δημοκρατία) και ο Ναρουτόβιτς (υποστηριζόμενος από ορισμένα κεντρικά και αριστερά κόμματα, καθώς και από εκπροσώπους διαφόρων εθνικών μειονοτήτων).[25]
Ο Ναρουτόβιτς επικράτησε χάρη στις ψήφους της αριστεράς, των εκπροσώπων για την ψήφο των εθνικών μειονοτήτων (αυτοί οι εκπρόσωποι ήταν αποφασισμένοι να νικήσουν το κίνημα της Εθνικής Δημοκρατίας) και του κεντρώου Πολωνικού Λαϊκού Κόμματος «Πιαστ». Αυτή η τελευταία ομάδα, που αρχικά έτεινε προς τον Ζαμοΐσκι, άλλαξε απροσδόκητα την υποστήριξή της στον Ναρουτόβιτς. Τελικά, ο Ναρουτόβιτς κέρδισε 289 ψήφους, ενώ ο Ζαμοΐσκι κέρδισε μόνο 227 ψήφους, και έτσι ο Ναρουτόβιτς εξελέγη ο πρώτος πρόεδρος της Δεύτερης Πολωνικής Δημοκρατίας.[26]
Η νίκη του Ναρουτόβιτς ήταν μια εξαιρετικά δυσάρεστη έκπληξη για διάφορους κορυφαίους δεξιούς. Μετά τις εκλογές, ορισμένες καθολικές και εθνικιστικές ομάδες ξεκίνησαν μια επιθετική εκστρατεία εναντίον του Ναρουτόβιτς προσωπικά. Μεταξύ άλλων κατηγοριών, τον αποκάλεσαν άθεο και τέκτονα, και κάποιοι από τον Τύπο τον ανάφεραν ως «ο Εβραίος πρόεδρος». Η παράταξη κατά του Πιουσούτσκι , υποστηριζόμενη από τον Στρατηγό Γιούζεφ Χάλερ, επέκρινε επίσης τη συνολική υποστήριξη του νέου προέδρου στις πολιτικές του Πιουσούτσκι.[27]
Ο Γκάμπριελ Ναρουτόβιτς υπηρέτησε ως πρόεδρος της Πολωνίας για μόλις πέντε ημέρες.[28] Κατά τη διάρκεια της τελετής ορκωμοσίας του στις 11 Δεκεμβρίου 1922, μέλη της Εθνικής Δημοκρατίας και άλλοι εκδήλωσαν την αντίθεσή τους εναντίον του εκλεγμένου προέδρου με αντικυβερνητικές διαδηλώσεις στη Βαρσοβία. Νωρίτερα εκείνη την ημέρα, οι αντίπαλοι της εκλογής του προσπάθησαν να εμποδίσουν τον εκλεγμένο πρόεδρο να εισέλθει στο Σέιμ, κλείνοντας τους δρόμους και πετώντας λάσπη στην αυτοκινητοπομπή του. Ο Ναρουτόβιτς δεν ένιωθε ποτέ άνετα με την ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι ήταν εκπρόσωπος της Αριστεράς στην πολωνική πολιτική. Είχε γίνει μόνο κατά σύμπτωση υποψήφιος του Πολωνικού Αγροτικού Κόμματος «Απελευθέρωση». Επίσης, δεν περίμενε να κερδίσει τις εκλογές (στον πρώτο γύρο, ο Ναρουτόβιτς κέρδισε μόλις 62 ψήφους, ενώ η καταμέτρηση του Ζαμόισκι είχε 222 ψήφους).[23]
Κατά τις πρώτες μέρες του μετά την ορκωμοσία του, ο Ναρουτόβιτς συναντήθηκε με τους εκπροσώπους του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος και τον καρδινάλιο Αλεξάντερ Κακόφσκι. Ο Ναρουτόβιτς συνειδητοποίησε ότι θα ήταν αδύνατο να σχηματιστεί κυβέρνηση πλειοψηφίας στο Κοινοβούλιο, γι΄ αυτό προσπάθησε να δημιουργήσει μια κυβέρνηση πέρα από τις αρμοδιότητες του κοινοβουλίου. Ως χειρονομία προς τη δεξιά πτέρυγα, πρόσφερε τη θέση του Υπουργού Εξωτερικών στον αντίπαλό του, Ζαμόισκι.[29]
Μόλις πέντε ημέρες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, στις 16 Δεκεμβρίου 1922, ο Ναρουτόβιτς δολοφονήθηκε ενώ παρακολουθούσε μια έκθεση τέχνης στην Εθνική Πινακοθήκη Ζαχέντα.[30][31] Ο δολοφόνος ήταν ο ζωγράφος Ελίγκιους Νιεβιαντόμσκι, ο οποίος είχε σχέσεις με το δεξιό Εθνικοδημοκρατικό Κόμμα και σύντομα θα γινόταν ο μάρτυρας τους. Ο δολοφόνος καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε έξω από το Οχυρό της Βαρσοβίας στις 31 Ιανουαρίου.[32]
Η δολοφονία του Ναρουτόβιτς ήταν το κύριο θέμα της πολωνικής ταινίας μεγάλου μήκους του 1977 Ο θάνατος του προέδρου (πολ.: Śmierć prezydenta), σε σκηνοθεσία Γέζι Καβαλερόβιτς.[33]