Ο Γκασπάρ ντε Κολινί (γαλλικά: Gaspard de Coligny)(16 Φεβρουαρίου 1519 - 24 Αυγούστου 1572), ήταν Γάλλος ευγενής και Ναύαρχος της Γαλλίας, ηγέτης των Ουγενότων κατά τους Θρησκευτικούς πολέμους της Γαλλίας και στενός φίλος και σύμβουλος του Γάλλου βασιλιά Καρόλου Θ΄.[7]
Ο Γκασπάρ ντε Κολινί κατάγονταν από παλιά οικογένεια ευγενών της Βουργουνδίας, που από τη βασιλεία του Λουδοβίκου ΙΑ΄ ήταν στην υπηρεσία του βασιλιά της Γαλλίας. Ο πατέρας του, Γκασπάρ Α΄ ντε Κολινί γνωστός ως «στρατάρχης του Σατιγιόν», υπηρέτησε στους Ιταλικούς πολέμους από το 1494 έως το 1516, παντρεύτηκε το 1514 και ανήλθε στο αξίωμα του Στρατάρχη της Γαλλίας το 1516. Με τη σύζυγό του, Λουίζ ντε Μονμορανσί, αδερφή του Αν του Μονμορανσύ, απέκτησε τρεις γιους, όλοι τους έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πρώτη περίοδο των Θρησκευτικών πολέμων και υπήρξαν από τους πιο ενθουσιώδεις αριστοκράτες υποστηρικτές του Προτεσταντισμού στη Γαλλία του 16ου αιώνα.[8]
Ο Γκασπάρ ντε Κολινί γεννήθηκε στο Σατιγιόν (Λουαρέ) το 1519 και ήρθε στη βασιλική αυλή σε ηλικία 22 ετών όπου απέκτησε φιλικές σχέσεις με τον Φραγκίσκο του Γκιζ. Έλαβε μέρος στους Ιταλικούς πολέμους από το 1544 υπό τον κόμη του Ανγκιάν και τον Φραγκίσκο Α΄ , διακρίθηκε, τραυματίστηκε και χρίσθηκε ιππότης στο πεδίο μάχης. Επιστρέφοντας στη Γαλλία, στην υπηρεσία του Ερρίκου Β΄ αναδείχθηκε ταχύτατα. Συμμετείχε σε διάφορες στρατιωτικές επιχειρήσεις και αφού έγινε Γενικός διοικητής του πεζικού το 1547, επέδειξε μεγάλη ικανότητα και ευφυΐα ως στρατιωτικός μεταρρυθμιστής.
Το 1547 νυμφεύτηκε την Καρλόττα του Λαβάλ (απεβ. 1568). Το 1552 αναδείχθηκε σε ναύαρχο. Ως διοικητής της Πικαρδίας από το 1555, το 1557 υπερασπίσθηκε το Σαιν-Κεντέν που πολιορκούνταν από τους Ισπανούς οι οποίοι τον συνέλαβαν αιχμάλωτο. Με την πληρωμή λύτρων 50.000 κορόνων ελευθερώθηκε.
Μέχρι το 1559, ασπάσθηκε τον Καλβινισμό, μέσω της επιρροής του αδερφού του Φρανσουά. Η πρώτη γνωστή επιστολή που του απηύθυνε ο Καλβίνος χρονολογείται από τις 4 Σεπτεμβρίου 1558.
Ο Γκασπάρ ντε Κολινί επικεντρώθηκε κρυφά στην προστασία των ομοϊδεατών του, προσπαθώντας να ιδρύσει αποικίες στο εξωτερικό, στις οποίες οι Ουγενότοι θα μπορούσαν να βρουν καταφύγιο. Οργάνωσε την αποστολή αποικίας Ουγενότων στη Βραζιλία, υπό την ηγεσία του φίλου του Αντιναύαρχου Νικολά Ντυράν ντε Βιλγκαινιόν, ο οποίος ίδρυσε την αποικία της Γαλλικής Ανταρκτικής στο Ρίο ντε Τζανέιρο το 1555, που καταστράφηκε από τους Πορτογάλους το 1567.[9]
Μετά το θάνατο του Ερρίκου Β΄, τάχθηκε με τον Λουδοβίκο Α΄ του Κοντέ και ζήτησε θρησκευτική ανοχή και άλλες μεταρρυθμίσεις υπέρ των Ουγενότων. Το 1561 προσχώρησε στην πολιτική συμφιλίωσης της βασιλομήτορος Αικατερίνης των Μεδίκων και ήταν μέλος του ιδιαίτερου γραφείου του βασιλιά. Τον Απρίλιο του 1562, όταν άρχισε ο πρώτος Θρησκευτικός πόλεμος, προσχώρησε στον προτεσταντικό στρατό που είχε συγκεντρωθεί στην Ορλεάνη υπό τον Κοντέ. Έλαβε μέρος στις μάχες του Ντρε (1562) και του Σαιν-Ντενί (1567) αν και παρέμεινε πάντα έτοιμος να διαπραγματευτεί. Σε κανέναν από αυτούς τους πολέμους δεν έδειξε ανώτερη ικανότητα, αλλά ενήργησε με μεγάλη σύνεση και εξαιρετική επιμονή.
Το 1569, η ήττα και ο θάνατος του Λουδοβίκου Α΄ του Κοντέ στη μάχη του Ζαρνάκ άφησαν τον Κολινί αναμφισβήτητο ηγέτη των προτεσταντικών στρατευμάτων. Μετά την ήττα των Ουγενότων στο Μονκοντούρ το 1569, κατόρθωσε να ανασυγκροτήσει προτεσταντικό στρατό στο Λανγκεντόκ και τον οδήγησε σε νίκη στη μάχη του Αρλαί-λε-Ντυκ το 1570. Μετά την ειρήνη του Σαιν-Ζερμαίν (1570), στις διαπραγματεύσεις της οποίας συμμετείχε, ανακλήθηκε στη βασιλική αυλή.[10]
Παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο τη Ζακλίν ντε Μονμπέλ ντ'Αντρεμόν και επέστρεψε στη βασιλική αυλή το 1571, επανερχόμενος στο ιδιαίτερο συμβούλιο του βασιλιά, και έγινε στενός συνεργάτης και μέντορας του βασιλιά Καρόλου Θ΄.
Επειδή ήθελε να στρέψει τον πόλεμο προς το εξωτερικό για να ειρηνεύσει το βασίλειο και να συμφιλιώσει Ρωμαιοκαθολικούς και Ουγενότους, πίεσε τον βασιλιά να παρέμβει στις Κάτω Χώρες το 1572. Όμως, η μεγάλη επιρροή που ασκούσε ο Κολινί στον βασιλιά Κάρολο Θ΄, ο σεβασμός του βασιλιά για τον ναύαρχο και τα όλο και πιο τολμηρά αιτήματα των Ουγενότων ανησυχούσαν την Αικατερίνη των Μεδίκων, τα άλλα μέλη του ιδιαίτερου Συμβουλίου και τους Ρωμαιοκαθολικούς ηγέτες, οι οποίοι αντιτάχθηκαν στην παρέμβαση αυτή που θα οδηγούσε σε πόλεμο εναντίον της Ισπανίας.
Στις 22 Αυγούστου, έγινε δολοφονική απόπειρα εναντίον του, που πιθανόν είχε εξυφανθεί από τη βασιλομήτορα και τον οίκο των Γκιζ, από την οποία διέφυγε τραυματισμένος ελαφρά. Στις 24 Αυγούστου 1572 όμως, ο Κολινί και οι προτεστάντες ηγέτες, που είχαν προσκληθεί για να παρευρεθούν στο γάμο του μελλοντικού βασιλιά Ερρίκου Δ΄ και της Μαργαρίτας του Βαλουά στο Παρίσι, δολοφονήθηκαν κατά τις σφαγές της νύχτας του Αγίου Βαρθολομαίου.[11]