Συντεταγμένες: 31°22′N 75°9′E / 31.367°N 75.150°E
Γκοϊντβάλ | |
---|---|
31°22′0″N 75°9′0″E | |
Χώρα | Ινδία |
Πολιτεία | Παντζάμπ |
Περιφέρεια | Ταρν Ταράν |
Υψόμετρο | 228 |
Πληθυσμός | 7,772 (2010) |
Ταχ. κωδ. | 143422 |
Ζώνη ώρας | IST (UTC+05:30) |
Η Γκοϊντβάλ (Παντζάμπι: ਗੋਇੰਦਵਾਲ), επίσης γνωστή και ως Γκοϊντβάλ Σαχίμπ, είναι πόλη η οποία βρίσκεται στην περιφέρεια Ταρν Ταράν της περιοχής Μάτζα, στην πολιτεία του Παντζάμπ της Ινδίας, και βρίσκεται σε απόσταση περίπου 23 χιλιομέτρων από την πόλη Ταρν Ταράν Σαχίμπ. Βρίσκεται στις όχθες του ποταμού Ύφαση και αποτελεί ένα από τα σημεία εστίασης μικρής κλίμακας βιομηχανιών της περιφέρειας Ταρν Ταράν. Τον 16 αιώνα, κατά τη διάρκεια της ηγεσίας του Σιχ-Γκουρού, Γκουρού Αμάρ Ντας, έγινε σημαντικό κέντρο της θρησκείας του Σιχισμού.
Ο Γκουρού Αμάρ Ντας (ο τρίτος Σιχ-Γκουρού) έζησε στην Γκοϊντβάλ για 33 χρόνια όπου εγκαθίδρυσε ένα νέο κέντρο για να μπορεί να κηρύσσει για τον Σιχισμό. Εκεί κατασκευάστηκε κι ένα μπαόλι με 84 σκαλοπάτια. Μερικοί Ινδουιστές πιστεύουν πως απαγγέλοντας την προσευχή Τζαπτζί Σαχίμπ, ο θεϊκός Λόγος αποκαλύφθηκε στον Γκουρού Νάνακ σε κάθε ένα από τα 84 σκαλοπάτια και πως μετά το μπάνιο στο μπαόλι παρέχεται Μόκσα, απελευθέρωση από τους 84,00,000 κύκλους της ζωής αυτού του κόσμου και ένωση με τον Θεό (μούχτι). Αυτό δεν είναι κάτι που γίνεται αποδεκτό από τους Σιχ, οι οποίοι αντιμετωπίζουν το μπαόλι απλά ως μια πηγή νερού. Η Γκοϊντβάλ είναι επίσης το μέρος όπου ο Γκουρού Αμάρ Ντας συνάντησε τον Γκουρού Ραμ Ντας, τον διάδοχό του κι επόμενο Σιχ-Γκουρού, καθώς και η πόλη όπου γεννήθηκε στις 15 Απριλίου 1563 ο Γκουρού Αρντζάν. Η πόλη αποκαλείται άξονας του Σιχισμού, καθώς απετέλεσε το πρώτο κέντρο του Σιχισμού.
Σήμερα, ο Γκουντβάρα και το Μπαόλι της πόλης αποτελούν κύριο τουριστικό προορισμό και η τεράστια λάνγκαρ της κοινότητας παρέχει καθημερινά φαγητό σε έναν μεγάλο αριθμό επισκεπτών.[1]
Στη σημερινή τοποθεσία της πόλης, αρχικά υπήρχε ένας εθνικός δρόμος ο οποίος διέσχιζε τον ποταμό Ύφαση ενώνοντας το Δελχί με τη Λαχόρη,[2] και ο οποίος ήταν επίσης ένα σημαντικό πέρασμα για τα πλοία του ποταμού.[3] Με την ανακαίνιση του δρόμου από τον Σερ Σαχ Σουρί, τον Αφγανό ηγέτη της βόρειας Ινδίας (1540–1545), η συγκεκριμένη τοποθεσία μετατράπησε σε ένα σημαντικό σημείο διέλευσης.[4]
Αυτό οδήγησε τον Γκοϊντά ή Γκόντα, έναν Μαρβάχα Χάτρι έμπορο,[5] να αρχίσει να σχεδιάζει την ίδρυση μιας οικιστικής περιοχής στη δυτική μεριά του περάσματος.[6] Ωστόσο, φυσικές καταστροφές εκμηδένιζαν τις όποιες προσπάθειές του, κάτι το οποίο ο Γκοϊντά απέδιδε στα κακά πνεύματα, τα οποία δεν άφηναν κανέναν να εγκατασταθεί εκεί. Έτσι, ο Γκοϊντά πήγε στη Χαντούρ αποζητώντας την ευλογία του Γκουρού Ανγκάντ, ζητώντας μάλιστα αν γινόταν κάποιος από τους γιους του να εγκατασταθεί στο σημείο, έτσι ώστε οι προκαταλήψεις του κόσμου σχετικά με τα κακά πνεύματα να εξαφανιστούν και σιγά σιγά το χωριό να κατοικηθεί.[7][8]
Ο Γκουρού Ανγκάντ συμφώνησε να βοηθήσει τον Γκοϊντά, αλλά κανείς από τους γιους του δε συμφώνησε με την πρόταση να εγκατασταθούν στο χωριό. Έτσι, ο Γκουρού ζήτησε από τον πιστό του ακόλουθο Αμάρ Ντας να βοηθήσει εκείνος τον Γκοϊντά. Ο Μπάι Αμάρ Ντας, ο οποίος γνώριζε πολύ καλά την περιοχή καθώς κουβαλούσε καθημερινά νερό από το ποτάμι στην Χαντούρ για το μπάνιο του δασκάλου του,[5] έθεσε τον θεμέλιο λίθο για το χωριό, το οποίο στη συνέχεια ονομάστηκε Γκοϊντβάλ, από το όνομα του εμπόρου Γκοϊντά. Ο έμπορος, για να ευχαριστήσει τον Γκουρού Ανγκάντ για τη βοήθειά του, έχτισε ένα ειδικό μνημείο στο χωριό προς τιμήν του.
Ο Γκουρού Ανγκάντ παρακάλεσε τον Μπάι Αμάρ Ντας να κάνει την Γκοϊντβάλ σπίτι του. Έτσι, κατά τη διάρκεια της νύχτας ο Μπάι Αμάρ Ντας κοιμόταν στην Γκοϊντβάλ, ενώ κατά τη διάρκεια της μέρας αναλάμβανε τα καθήκοντα που είχε ως προς τον Γκουρού, και κουβαλούσε νερό από το ποτάμι στη Χαντούρ για το πρωινό μπάνιο του Γκουρού.[9] Ενώ περπατούσε καθημερινά την ίδια διαδρομή, ο Μπάι Αμάρ Ντας απάγγελλε την πρωινή προσευχή των Σιχ, «Τζαπτζί Σαχίμπ». Ο Γκουντβάρα Νταμντάμα Σαχίμπ χτίστηκε στο σημείο όπου ο Γκουρού Αμάρ Ντας σταμάτησε για να ξεκουραστεί, κάτω από ένα δέντρο, περίπου 2.5 χιλιόμετρα από την Γκοϊντβάλ. Το ιστορικό αυτό δέντρο διατηρείται μέχρι και σήμερα. Ο Γκουρού Αμάρ Ντας παρέμενε στην Χαντούρ για να ακούσει τον ύμνο Άσα ντι Βαρ, μία σύνθεση του Γκουρού Ανγκάντ, διανθισμένη με ύμνους του Γκουρού Νάνακ. Έπειτα, επέστρεφε στην Γκοϊντβάλ για να φέρει περισσότερο νερό για την κοινοτική κουζίνα της Χαντούρ.
Ο Γκουρού Ανγκάντ ζήτησε από τον πιστό του ακόλουθο, Μπάι Αμάρ Ντας, να επιβλέπει τη διαδικασία χτισίματος της Γκοϊντβάλ. Του έδωσε και μία ράβδο, με τις οδηγίες πως θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί για την απομάκρυνση τυχόν εμποδίων.[10] Ο Γκουρού Ανγκάντ είχε ξεχωρίσει τον Μπάι Αμάρ Ντας ως τον πιο πιστό από όλους τους Σιχ και τον διόρισε διάδοχό του. Όταν το 1552 ο Αμάρ Ντας πήρε το χρίσμα κι έγινε ο νέος Σιχ-Γκουρού στην ηλικία των 73 ετών, μετακόμισε μαζί με την οικογένεια και ακολούθους του από την Χαντούρ στην Γκοϊντβάλ.[11] Την ίδια χρονιά, ο Γκουρού Αμάρ Ντας ξεκίνησε σκάψιμο με σκοπό τη δημιουργία ενός μπαόλι στην Γκοϊντβάλ, ενός πηγαδιού με σκαλοπάτια που σε οδηγούν στο νερό. Όταν το μπαόλι ολοκληρώθηκε, προσέλκυσε προσκυνητές τόσο από κοντινά, όσο και από μακρινά μέρη.[12]
Κατά την περίοδο ηγεσίας του Γκουρού Αμάρ Ντας, η Γκοϊντβάλ έγινε επίσης το κέντρο ενός ετήσιου πανηγυριού το οποίο ξεκίνησε ο Γκουρού στην πόλη και το οποίο γινόταν με την ευκαιρία του φεστιβάλ Βαϊσάχι.[13] Ο Γκουρού καθιέρωσε επίσης τη λάνγκαρ ως αναπόσπαστο κομμάτι της Σιχ κοινότητας και επέμενε πως όλοι όσοι ήθελαν να τον συναντήσουν, θα έπρεπε πρώτα να συμμετάσχουν στην λάνγκαρ μαζί με τους υπόλοιπους, δημιουργώντας την παροιμία: «Pehlay Pangat tay picchhay Sangat» («Πρώτα καθίστε στην 'Κοινότητα των Ποδιών' και στη συνέχεια να συμμετάσχετε στην 'Παρέα των Τραγουδιστών'»).[14] Ο Γκουρού Αμάρ Ντας ανέπτυξε επίσης ένα νέο σύστημα με σκοπό να διαδοθεί ο Σιχισμός σε μακρινά μέρη, το σύστημα μάντζι,[15] σταμάτησε την πρακτική του σάτι (Ινδουιστικό έθιμο όπου η χήρα γυναίκα θυσιάζεται κατά τη διάρκεια της κηδείας του συζύγου της, με το να κάθεται στην κορυφή της πυράς που έκαιγε το σώμα του νεκρού)[16] και έγραψε το Ανάντ Σαχίμπ ενώ βρισκόταν στην Γκοϊντβάλ.
Επίσης, ο Μπάι Γκούρντας, ένας διακεκριμένος Σιχ ποιητής, γεννήθηκε στην Γκοϊντβάλ το 1551,[17] ενώ ο Γκουρού Αρντζάν έφτασε στην πόλη για να πάρει τους τέσσερις πρώτους ύμνους του Γκουρού από τον Μπάμπα Μοχάν, για να τους συμπεριλάβει στο Αντί Γκραντ.[18]
Όταν ο Γκουρού Αμάρ Ντας έγινε Σιχ-Γκουρού, πλήθος κόσμου τον επισκεπτόταν απλά για να πάρει την ευλογία του, κάτι το οποίο εκνεύρισε τον ζηλιάρη Ντάττου, τον μικρότερο γιο του Γκουρού Ανγκάντ. Έτσι, ο Ντάττου πήγε στην Γκοϊντβάλ και βρήκε τον Γκουρού περιτριγυρισμένο από μαθητές.[19] Κυριευμένος από θυμό, κλώτσησε τον Γκουρού αλλά ο Γκουρού, μη θέλοντας να τον εκθέσει, ισχυρίστηκε πως ο πόνος που ένιωθε πιθανόν να προερχόταν από τα πονεμένα του κόκαλα λόγω ηλικίας.[20] Αυτό το περιστατικό και η γενική δυσφορία που ένιωθε ο Ντάττου προς το πρόσωπο του Γκουρού, οδήγησαν τον Γκουρού Αμάρ Ντας στην απόφαση να εγκαταλείψει για κάποιο χρονικό διάστημα την πόλη.[21] Μετακόμισε πίσω στο χωριό του, Μπασάρκι, και κλείστηκε σε ένα απομονωμένο μέρος γράφοντας στην πόρτα πως όποιος την άνοιγε τότε δε θα ήταν Σιχ του κι εκείνος δε θα ήταν ο Γκουρού του.[22] Ωστόσο, όταν οι πιστοί ακόλουθοί του άρχισαν να γίνονται ανυπόμονοι αποζητώντας την ευλογία του, ο Μπάμπα Μπούντχα, αντί να ανοίξει την πόρτα, γκρέμισε τον πίσω τοίχο δίνοντας στους πιστούς πρόσβαση στον Γκουρού.[22] Καθοδηγούμενοι από τον Μπάμπα Μπούντχα, οι πιστοί ακόλουθοι παρακάλεσαν τον Γκουρού να επιστρέψει στην Γκοϊντβάλ και έτσι, τον πήραν μαζί τους κατά την επιστροφή.
Σύμφωνα με τους ιστορικούς, ο Αυτοκράτορας Ακμπάρ επισκέφτηκε μια φορά τον Γκουρού Αμάρ Ντας στην Γκοϊντβάλ,[23] καθώς περνούσε από την πόλη πηγαίνοντας από το Δελχί στη Λαχόρη, και σταμάτησε εκεί έχοντας ένα γεύμα στη λανγκάρ. Ο Ακμπάρ ενθουσιάστηκε τόσο πολύ από την παράδοση της λανγκάρ,[24] ώστε παραχώρησε γη στο όνομα της Μπίμπι Μπάνι, κόρης του Γκουρού. Έπειτα από αυτό, ο Γκουρού έστειλε τον γαμπρό του, Γκουρού Ραμ Ντας, στο μέρος όπου τους παραχωρήθηκε η γη, για να ιδρύσει την πόλη Αμριτσάρ.[25]
Ο Γκουρού Ραμ Ντας, το όνομα του οποίου πριν γίνει Γκουρού ήταν Μπάι Τζίτα, έφτασε στην Γκοϊντβάλ ώστε να μπορεί να είναι σε επαφή με τον Γκουρού Αμάρ Ντας, τον οποίο είχε συναντήσει προηγουμένως στη Χαντούρ. Ο Μπάι Τζίτα ζούσε στην πόλη κερδίζοντας τα προς το ζην πουλώντας μαγειρεμένα φασόλια,[26] αν και περνούσε τον περισσότερο χρόνο του προσφέροντας τις υπηρεσίες του στην κατασκευή του μπαόλι και στην κοινοτική κουζίνα.[27] Ο Γκουρού Αμάρ Ντας και η σύζυγός του αναγνώρισαν τον σωστό χαρακτήρα του Μπάι Τζίτα και τις σταθερές υπηρεσίες που προσέφερε, και αποφάσισαν να τον παντρέψουν με την κόρη τους, Μπίμπι Μπάνι, με τον γάμο να τελείται την 1η Φεβρουαρίου 1554.[28] Μετά τον γάμο, το ζευγάρι συνέχισε να ζει στην Γκοϊντβάλ και να παραμένει στις υπηρεσίες του Γκουρού, ενώ απέκτησαν και τρεις γιους· τους Μπάι Πρίτι Τσαντ, Μπάι Μαχάν Ντεβ και Μπάι Αρντζάν Ντεβ (ο οποίος έγινε αργότερα γνωστός ως Γκουρού Αρντζάν). Ο Γκουρού Ραμ Ντας ήταν αυτός που έχτισε την πόλη Αμριτσάρ, την οποία και έκανε μόνιμη έδρα του, αλλά οι πιστοί συνέχισαν να επισκέπτονται την Γκοϊντβάλ για το ιερό μπαόλι, αλλά και για να αποτίουν φόρο τιμής στα ιερά μαυσωλεία και ναούς της πόλης.
Ο Γκουρού Χάργκομπιντ ταξίδεψε μαζί με την οικογένειά του από την Τζαμπάλ στην Γκοϊντβάλ. Με το που έφτασαν στην πόλη, εκείνος, η οικογένειά του και οι Σιχ που τον ακολουθούσαν έκαναν ιεροτελεστικές πλύσεις στο Γκοϊντβάλ Μπαόλι, το οποίο είχε χτίσει ο Γκουρού Αμάρ Ντας. Ανάμεσά τους και ο Τεγκ Μπαχαντούρ, ο οποίος δεν ήταν ούτε δύο χρονών τότε, έκανε μπάνιο στο ιερό νερό. Οι πλύσεις επαναλήφθηκαν και το επόμενο πρωί, πριν ο Γκουρού Χάργκομπιντ αναχωρήσει για την Καρταρπούρ. Έπειτα από πιέσεις του Μπάμπα Σαντάρ, του δισέγγονου του Γκουρού Αμάρ Ντας, η οικογένεια του Γκουρού Χάργκομπιντ παρέμεινε στην Γκοϊντβάλ. Όταν ο Γκουρού επέστρεψε στην Αμριτσάρ κάλεσε την οικογένειά του να επιστρέψει κι εκείνη από την Γκοϊντβάλ.[29]
Ο Γκουρού Τεγκ Μπαχαντούρ επισκέφτηκε ξανά την Γκοϊντβάλ το 1664 κατά το ταξίδι του προς την Αμριτσάρ. Άλλες στάσεις του ταξιδιού περιελάμβαναν τις πόλεις Ταρν Ταράν και Χαντούρ Σαχίμπ.[29]
Όταν ο μεγαλύτερος γιος του Μουγκάλ Αυτοκράτορα Σαχ Τζαχάν, Ντάρα Σουκόχ, αρρώστησε βαριά, ο Γκουρού Χαρ Ράι απέστειλε ένα φυτικό φάρμακο, το οποίο τον θεράπευσε.[30] Ως εκ τούτου, οι σχέσεις μεταξύ Σιχ και Μουγκάλ παρέμειναν καλές για κάποιο χρονικό διάστημα. Τελικά επήλθε αστάθεια στη βασιλική αυλή στο Δελχί, όταν ο Σαχ Τζαχάν αρρώστησε και ο δεύτερος γιος του, ο Αοραντζέμπ, συμμάχησε μαζί με τον μικρότερο αδελφό του, τον Μουράντ, εναντίον του μεγαλύτερου Ντάρα Σουκόχ,[31] τον νόμιμο διάδοχο του Σαχ Τζαχάν. Ο Αοραντζέμπ φυλάκισε τον πατέρα του και τους στρατιώτες του στην Άγκρα, όπως και αυτούς του Μουράντ, αναγκάζοντας τον Ντάρα Σουκόχ να καταφύγει στο Παντζάμπ. Τον Ιούνιο του 1558, ο Γκουρού Χαρ Ράι επισκεπτόταν την Γκοϊντβάλ[32] μαζί με 2200 ιππείς, όπου και συνάντησε τον Ντάρα Σουκόχ, ο οποίος είχε έρθει για να πάρει την ευλογία του[33] καθώς θυμόταν πως ο Γκουρού του είχε σώσει τη ζωή όταν ήταν άρρωστος. Ο Ντάρα Σουκόχ ήταν διανοούμενος και γενναιόδωρα ανεκτικός προς τις άλλες θρησκείες.[32] Ήταν ένας μεγάλος θαυμαστής του Μουσουλμάνου Σούφι Αγίου Μιάν Μιρ, ο οποίος με τη σειρά του ήταν μεγάλος θαυμαστής των Γκουρού. Ο Γκουρού έδωσε στον πρίγκιπα την ευκαιρία να του μιλήσει και τον δέχτηκε με τη δέουσα ευγένεια. Τελικά, έπειτα από κάποιο διάστημα, ο Ντάρα Σουκόχ συνελήφθη από τους άντρες του Αοραντζέμπ και εκτελέστηκε. Έπειτα, ο Αοραντζέμπ σκότωσε και τον μικρότερο αδελφό του, τον Μουράντ, και διόρισε τον εαυτό του ως τον νέο αυτοκράτορα.[34]
Η είσοδος της Γκοϊντβάλ είναι διακοσμημένη με τοιχογραφίες οι οποίες περιγράφουν σημαντικές στιγμές της Σιχ ιστορίας.[35] Ο κύριος γκουντβάρα της πόλης βρίσκεται δίπλα στο Μπαόλι και είναι ολόλευκος, ερχόμενος σε αντίθεση με το σαν σκακιέρα πλακόστρωτο της αυλής. Ο Γκουντβάρα είναι ένα παράδειγμα της τυπικής Σιχ αρχιτεκτονικής, με έναν μεγάλο επίχρυσο τρούλο, περιτριγυρισμένο από τέσσερις μικρότερους θόλους οι οποίοι αντανακλούν το σχήμα του κυρίως τρούλου και την πανταχού παρούσα πρόσοψη των πυργίσκων, των ελλειπτικών κορνιζών και των προβαλλόμενων παραθύρων.
Το Γκοϊντβάλ Μπαόλι κατασκευάστηκε στην πόλη Γκοϊντβάλ από τον Γκουρού Αμάρ Ντας. Το πηγάδι με τα 84 σκαλοπάτια έχει έκταση περίπου 8 μέτρων και περιέχει σημεία ξεκούρασης, προσφέροντας στους Σιχ μέρος για να αναπαυθούν κατά την κάθοδο/άνοδό τους στο μπαόλι, να συγκεντρώνονται όλοι μαζί και να κάνουν πνευματικές συζητήσεις.[36] Μια αψιδωτή πρόσβαση στο μπαόλι ανοίγει σε μια θολωτή είσοδο, η οποία είναι διακοσμημένη με τοιχογραφίες που απεικονίζουν τη ζωή του Γκουρού Αμάρ Ντας. Μία διαχωρισμένη υπόγεια σκάλα με 84 επικαλυμμένα σκαλοπάτια κατέρχεται κάτω από τη γη, προς τα ιερά νερά της Γκοϊντβάλ. Η πρόσβαση στο Μπαόλι γίνεται μέσω μιας μεγάλης, μυτερής καμάρας και η όλη δομή επικαλύπτεται από έναν μεγάλο κυλινδρικό τρούλο. Υπάρχουν προβαλλόμενες μαρκίζες σε όλες τις πλευρές, ενώ η πρόσοψη διαθέτει μια σειρά από μικρούς πυργίσκους. Η κορνίζα κάτω από τον τρούλο είναι ζωγραφισμένη με πολύχρωμα φλοράλ σχέδια.[37]