Γκότφριντ φον Άινεμ | |
---|---|
Σκηνή από την όπερα του Άινεμ, Ο Θάνατος του Νταντόν που παρουσιάστηκε τον Μάρτιο του 1948 στην κρατική όπερα του Αμβούργου | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Gottfried von Einem (Γερμανικά) |
Γέννηση | 24 Ιανουαρίου 1918[1][2][3] Βέρνη[4] |
Θάνατος | 12 Ιουλίου 1996[1][2][3] Μάισαου |
Τόπος ταφής | Νεκροταφείο του Χίτσινγκ |
Χώρα πολιτογράφησης | Αυστρία |
Ιδιότητα | κλασικός συνθέτης, διδάσκων πανεπιστημίου, λιμπρετίστας και συνθέτης[5] |
Σύζυγος | Lotte Ingrisch |
Γονείς | William von Einem και Gerta Riess von Scheurnschloss[6] |
Όργανα | πιάνο |
Είδος τέχνης | όπερα, κλασική μουσική και μπαλέτο |
Βραβεύσεις | Μουσικό βραβείο της πόλης της Βιέννης (1958), Επίτιμος πολίτης της Βιέννης (1988), Αυστριακή διάκριση για την επιστήμη και τη τέχνη (1974) και Δίκαιοι των Εθνών (12 Αυγούστου 2002)[5] |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Γκότφριντ φον Άινεμ (γερμανικά: Gottfried von Einem, Βέρνη, 24 Ιανουαρίου 1918 – Ομπερντύρνμπαχ, 12 Ιουλίου 1996) ήταν Αυστριακός συνθέτης, ο οποίος θεωρείται ως «ο πλέον επιτυχημένος Ευρωπαίος συνθέτης όπερας μετά τον Ρίχαρντ Στράους και τον Άλμπαν Μπεργκ»[εκκρεμεί παραπομπή]. Το χαρακτηριστικό των δραματικών του συνθέσεων είναι ότι τις στηρίζει πάνω σε απόλυτα κατοχυρωμένα θεατρικά ή λογοτεχνικά κείμενα.[7]
Ο Άινεμ γεννήθηκε στη Βέρνη, πρωτεύουσα της Ελβετίας, αλλά ήταν γόνος αυστριακών διπλωματών. Σύμφωνα με τον εκδότη των έργων του, ο πατέρας του, Ουίλιαμ (William von Einem) ήταν στρατιωτικός ακόλουθος της Αυστρο-ουγγρικής πρεσβείας.[8] Σύμφωνα με άλλη πηγή είχε υιοθετηθεί από αυτόν, ενώ ο φυσικός πατέρας του ήταν ο Ούγγρος αριστοκράτης Κόμης Λάζλο (Λαδίσλαος) Ουνιάδης (Hunyadi László).[9] Η μητέρα του, βαρόνη Γκέρτα-Λουίζα (Gerta-Luise von Einem), ήταν κόρη αξιωματικού από το Κάσσελ και ζούσε πολυτελώς μεταξύ Βερολίνου και Παρισιού. Η οικογένεια μετακόμισε στο Μαλέντε της Β. Πρωσίας όταν ο Γκόντφριντ ήταν τεσσάρων ετών.
Μετά τα σχολικά του χρόνια στο Πλεν και το Ράτσεμπουργκ πήγε στο Βερολίνο το 1937, για να μελετήσει στην Κρατική Σχολή Μουσικής με τον Χίντεμιτ, ο οποίος ωστόσο είχε μόλις παραιτηθεί των καθηκόντων του σε ένδειξη διαμαρτυρίας προς τις ναζιστικές αρχές. Με μεσολάβηση του τενόρου Μαξ Λόρεντς άρχισε εργάζεται ως βοηθός πρόβας (répétiteur) στην Κρατική Όπερα του Βερολίνου (1938-43),[7] όπου το 1939 ο Χέρμπερτ φον Κάραγιαν έγινε διευθυντής της κρατικής ορχήστρας (Staatskapellmeister). Από το 1938 και μετά ο Άινεμ είχε επίσης εργαστεί ως βοηθός του διευθυντή Χάιντς Τίτγεν (Heinz Tietjen) στο περίφημο Φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ. Το 1941 άρχισε να παίρνει μαθήματα αντίστιξης με τον Μπόρις Μπλάχερ (Boris Blacher). Εκείνη την εποχή έγραψε το πρώτο του έργο, Πριγκίπισσα Τυραντό (Prinzessin Turandot), μετά από υπόδειξη του Βέρνερ Εγκ (Werner Egk). Το μπαλέτο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Όπερα της Δρέσδης (Semperoper) υπό την διεύθυνση του Karl Elmendorff στις αρχές του 1944, με απόλυτη επιτυχία. Προηγουμένως, τον Μάρτιο του 1943, ο Leo Borchard παρουσίασε για πρώτη φορά το Καπρίτσιο αρ. 2 του Άινεμ, με την Φιλαρμονική του Βερολίνου. Διετέλεσε μέλος του ΔΣ και της καλλιτεχνικής επιτροπής του Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ, όπου εγκαταστάθηκε μετά τον Πόλεμο.[7]
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Άινεμ στο Βερολίνο βοήθησε να διασωθεί, αλλά και να συνεχίσει την επαγγελματική σταδιοδρομία του, ο νεαρός εβραίος μουσικός Κόνραντ Λάτε (Konrad Latte). Τον προσέλαβε ως βοηθό πρόβας στο μπαλέτο Πριγκίπισσα Τυραντό και αργότερα βοηθώντας τον να βρει άλλη δουλειά.[10][11] Μέσω του Μπλάχερ, ο Άινεμ γνώρισε τη μετέπειτα σύζυγό του, Λιάνε φον Μπίσμαρκ (Lianne von Bismarck), την οποία νυμφεύθηκε μετά τον πόλεμο το 1946.[12] Απέκτησαν έναν γιο, τον Κάσπαρ (γενν. 1948), ο οποίος χρημάτισε Αυστριακός υπουργός. Το 1953 η οικογένεια επέστρεψε στη Βιέννη. Η σύζυγός του πέθανε το 1962. Το 1966 ο Άινεμ νυμφεύθηκε τη διάσημη Αυστριακή θεατρική συγγραφέα και λιμπρετίστα Λότε Ίνγκρις (Lotte Ingrisch). Πέθανε το 1996 στο χωριό Ομπερντύρνμπαχ (Oberdürnbach) της κοινότητας Μάισαου (Maissau) της Κάτω Αυστρίας.
Τα πρώτα έργα του Άινεμ έχουν κατεύθυνση προς την πολυρρυθμία και την πολυτονικότητα και φαίνεται να είναι επηρεασμένα από την μουσική του Στραβίνσκι. Ωστόσο μετά το 1954 περίπου τα έργα του προσεγγίζουν την τονικότητα και δίνεται μεγάλη σημασία στα ηχοχρώματα της ορχήστρας. Παρά ταύτα παραμένει η χρήση αντιστικτικών δομών γαι την απεικόνιση δραματικών ή άλλων ψυχολογικών καταστάσεων. Αυτά φαίνεται να είναι αποτελέσματα της παραμονής του συνθέτη στο Σάλτσμπουργκ και της εξοικείωσής του με το έργο του Μότσαρτ. Περίεργο είναι ότι, παρόλο που ως δάσκαλος δεν επέβαλε τις ιδέες του στους μαθητές του, οι νεώτεροί του τον θεωρούν συντηρητικό συνθέτη.[7]