Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Με την ονομασία Γραικός αποκαλούνταν παλιότερα οι Έλληνες. Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία ο Γραικός ήταν ήρωας, γιος της Πανδώρας και του θεού Δία. Η λέξη είναι άγνωστης ετυμολογίας.[1] Κατά μία έννοια "Γραικός" μπορεί να σημαίνει: γηραιός, παλαιός, αρχαίος.
Σύμφωνα με μια αρχαία ελληνική παράδοση από τα χρόνια του Ησιόδου, η Πανδώρα, μητέρα της Πύρρας (σύζυγος του Δευκαλίωνα), γέννησε από τον έρωτά της με τον Δία τον γενναίο Γραικό. Ο Δευκαλίων ήταν ο βασιλιάς της Φθιώτιδας και ήρωας του μύθου του ελληνικού κατακλυσμού. Σύμφωνα με τον Ησίοδο:[2]
Κι η κόρη στον οίκο του ευγενή Δευκαλίωνα, η Πανδώρα με τον πατέρα Δία, τον οδηγό των Θεών όλων, σμιγμένη στην αγάπη γέννησε το χαιρομαχητή Γραικό.
Ο Αριστοτέλης, το Πάριο χρονικό, ο Απολλόδωρος κ.α. αναφέρουν ότι οι Έλληνες πριν λέγονταν Γραικοί, πρβ: «πρώτον μεν Γραικοί νυν δε Έλληνες» (Πάριο Χρονικό). Ειδικότερα, ο Απολλόδωρος λέει ότι οι πέτρες που πετούσαν πίσω τους ο Δευκαλίωνας και η γυναίκα του Πύρρα και γίνονταν άνθρωποι λέγονταν Γραικοί και μετά μετονομάστηκαν σε Έλληνες από τον βασιλιά Έλληνα, γιο του βασιλιά Δευκαλίωνα, πρβ «ὁ δὲ αἱρεῖται ἀνθρώπους αὐτῷ γενέσθαι. καὶ Διὸς εἰπόντος ὑπὲρ κεφαλῆς ἔβαλλεν αἴρων λίθους, καὶ οὓς μὲν ἔβαλε Δευκαλίων, ἄνδρες ἐγένοντο, οὓς δὲ Πύρρα, γυναῖκες. ὅθεν καὶ λαοὶ μεταφορικῶς ὠνομάσθησαν ἀπὸ τοῦ λᾶας ὁ λίθος. γίνονται δὲ ἐκ Πύρρας Δευκαλίωνι παῖδες Ἕλλην μὲν πρῶτος, ὃν ἐκ Διὸς γεγεννῆσθαι <ἔνιοι> λέγουσι, <δεύτερος δὲ> Ἀμφικτύων ὁ μετὰ Κραναὸν βασιλεύσας τῆς Ἀττικῆς, θυγάτηρ δὲ Πρωτογένεια, ἐξ ἧς καὶ Διὸς Ἀέθλιος. Ἕλληνος δὲ καὶ νύμφης Ὀρσηίδος Δῶρος Ξοῦθος Αἴολος. αὐτὸς μὲν οὖν ἀφ᾽ αὑτοῦ τοὺς καλουμένους Γραικοὺς προσηγόρευσεν Ἕλληνας, τοῖς δὲ παισὶν ἐμέρισε τὴν χώραν»(Απολλόδωρος, Α, 7, 1 – 3)
Ο Όμηρος απαριθμώντας στον Κατάλογο των «νηών» τις μεγάλες πόλεις που έλαβαν μέρος στον πόλεμο της Τροίας περιλαμβάνει και την πόλη Γραία (Ιλ. Β 498 και ο Θουκυδίδης (Β 23,3) αναφέρει: παριόντες δε (οι Πελοπονήσιοι) Ωρωπόν την γην την Γραικήν καλουμένην, ην νέμονται Ωρώπιοι Αθηναίων, υπήκοοι, εδήωσαν).
Ο Παυσανίας (Βοιωτικά, 20 - 24) από τη μια αναφέρει ότι το όνομα της πόλης «η Γραία» προέκυψε από σύντμηση της αρχικής ονομασίας «Τανα-γραία» (που αρχικά η ονομασία αυτή ήταν όνομα γυναίκας, της κόρη του Ασωπού, και μετά της πόλης) και από την άλλη ότι η Γραία ήταν πολύ μεγάλη σε έκταση, περιλάμβανε την Αυλίδα, τη Μυκαλησσό, το Άρμα κ.α.. Λέει επίσης ότι ο Όμηρος γι αυτήν αναφέρει « Την Θέσπεια, την Γραία και την ευρύχωρη Μυκαλησσό», καθώς και ότι ο Αριστοτέλης λέει ότι ο Ωρωπός ονομαζόταν «Γραία» και η περιοχή του Ωρωπού «Γραϊκή».
Ο ιστορικός Πρίσκος (5ος αι. μ.Χ.) αναφέρει την συνάντησή του στα βόρεια Βαλκάνια με ελληνόφωνο έμπορο που αυτοχαρακτηριζόταν "Γραικός το γένος".[3]
Ο Στέφανος Βυζάντιος, στο λήμμα Γραικοί, αναφέρει ότι ο Αλκμάν ονόμαζε Γραίκες τις μητέρες των Ελλήνων (Γραίκες δε παρά Αλκμάνι αι των Ελλήνων μητέρες και παρά Σοφοκλεί εν Ποιμέσιν).
Σύμφωνα με την επικρατούσα σήμερα εκδοχή, η ονομασία Γραικοί αρχικά χρησιμοποιούνταν από το ελληνικό φύλλο των Σελλών της Δωδώνης, μέχρι που τελικά επικράτησε ο όρος Έλληνες. Η εκδοχή αυτή φαίνεται να επιβεβαιώνεται από τον Αριστοτέλη (Μετεωρολογικά Α, 352b) και το Πάριο Χρονικό.[1]
Ο όρος εχρησιμοποιείτο και κατά τον Μεσαίωνα ως συνώνυμο του "Έλλην". Για παράδειγμα, ο Θεοδόσιος Ζυγομαλάς τον 16ο αιώνα σε κείμενό του γραμμένο σε δημώδη γλώσσα αναφέρεται σε "γένος των Γραικών" και στο ίδιο κείμενο γραμμένο σε αρχαΐζουσα γλώσσα αναφέρεται στην Ελλάδα και το "ημέτερον γένος".[4]
Έχει επικρατήσει στις ευρωπαϊκές γλώσσες οι Έλληνες να αποκαλούνται "Γραικοί" μέσω της λατινικής εκδοχής Graecus με κατάλληλη προσαρμογή της λέξης ανά γλώσσα (Graeci, Grecs, Greeks, Griegos κλπ).
Από τη λέξη Γραικός προέρχεται και η μειωτική λατινική λέξη Γραικύλος (Graeculus), που χαρακτήριζε τον ξεπεσμένο, παρηκμασμένο και δουλοπρεπή Έλληνα.[5] Κατά τον Κωνσταντίνο Σάθα οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν έτσι τους Έλληνες διότι οι δεύτεροι στον πόλεμο απέφευγαν την κατά μέτωπο σύγκρουση και προτιμούσαν τακτικές όπως η ενέδρα, ο νυκτοπόλεμος κτλ, το οποίο δεν κατανοούσαν οι πρώτοι και το εκλάμβαναν ως δειλία.[6]