Δακτύλιος Κάισερ-Φλέισερ | |
---|---|
Δακτύλιος Κάισερ-Φλέισερ σε έναν 32χρονο ασθενή που είχε μακροχρόνιες δυσκολίες στην ομιλία και τρέμουλο. | |
Ταξινόμηση |
Ο δακτύλιος Κάισερ-Φλέισερ (δακτύλιοι ΚΦ) είναι σκοτεινοί δακτύλιοι που φαίνεται να περικυκλώνουν την ίριδα του ματιού. Αυτό οφείλεται στην εναπόθεση χαλκού σε μέρος του κερατοειδούς χιτώνα (μεμβράνη του Ντεσεμέτ) ως αποτέλεσμα συγκεκριμένων ηπατικών παθήσεων.[1] Πήραν το όνομά τους Γερμανούς οφθαλμίατρους Μπέρναρντ Κάισερ και Μπρούνο Φλέισερ, οι οποίοι τους περιέγραψαν για πρώτη φορά το 1902 και το 1903.[2][3] Αρχικά πιστεύεται ότι οφειλόταν στη συσσώρευση αργύρου,αλλά για πρώτη φορά αποδείχθηκε ότι περιείχαν χαλκό το 1934.[4]
Οι δακτύλιοι, που αποτελούνται από αποθέματα χαλκού στο σημείο όπου ο κερατοειδής χιτώνας συναντά τον σκληρό χιτώνα, στη μεμβράνη του Ντεσεμέτ, εμφανίζονται πρώτα σε σχήμα ημισελήνου στην κορυφή του κερατοειδούς. Τελικά, μια δεύτερη ημισέληνος σχηματίζεται παρακάτω, στη «θέση έξι η ώρα» και τελικά περιβάλλει εντελώς τον κερατοειδή.[1]
Οι δακτύλιοι Κάισερ-Φλέισερ είναι ένα σημάδι της νόσου του Γουίλσον, η οποία περιλαμβάνει μη φυσιολογικό χειρισμό του χαλκού από το συκώτι, με αποτέλεσμα τη συσσώρευση χαλκού στο σώμα και χαρακτηρίζεται από ανωμαλίες των βασικών γαγγλίων του εγκεφάλου, κίρρωση του ήπατος, σπληνομεγαλία, ακούσιες κινήσεις, υπερτονία, ψυχιατρικές διαταραχές, δυστονία και δυσφαγία. Ο συνδυασμός νευρολογικών συμπτωμάτων, χαμηλού επιπέδου σερουλοπλασμίνης στο αίμα και δακτυλίων ΚΦ είναι διαγνωστικά της νόσου του Γουίλσον.[1]
Άλλες αιτίες δακτυλίων ΚΦ είναι η χολόσταση (απόφραξη των χολαγγείων), η πρωτοπαθής χολική χολαγγειίτιδα και η «κρυπτογενής» κίρρωση (κίρρωση στην οποία δεν μπορεί να εντοπιστεί αιτία).[1]
Καθώς οι δακτύλιοι Κάισερ-Φλέισερ δεν προκαλούν συμπτώματα, είναι σύνηθες να αναγνωρίζονται κατά τη διάρκεια ερευνών για άλλες ιατρικές καταστάσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αναζητούνται ενεργά. Σε αυτήν την περίπτωση, τα πρώτα στάδια μπορεί να ανιχνευθούν με εξέταση σχισμοειδούς λυχνίας πριν γίνουν ορατά με γυμνό μάτι.[1]