Ο δείκτης επιστημονικής ποιότητας h, ή απλά δείκτης h (αγγλικά: h index) είναι ένας αριθμητικός παράγοντας που στοχεύει στη μέτρηση της ποιότητας των ακαδημαϊκών δημοσιεύσεων ενός επιστήμονα. Ονομάζεται επίσης δείκτης Χιρς (Hirsch index) ή αριθμός Χιρς από το επώνυμο του επιστήμονα που αρχικά πρότεινε τη χρήση του.[1][2] Σήμερα, ο δείκτης αυτός θεωρείται ως ο πιο αξιόπιστος για ποιοτική αξιολόγηση της έρευνας σε διεθνές επίπεδο.[3][4]
Ο δείκτης h είναι ίσος με τον αριθμό των επιστημονικών άρθρων που έχει δημοσιεύσει ένας ερευνητής, τα οποία το καθένα έχει τουλάχιστον h αναφορές από άλλους επιστήμονες [8]. Για παράδειγμα, ένας επιστήμονας με δείκτη h=20 σημαίνει ότι έχει δημοσιεύσει μεταξύ άλλων, 20 επιστημονικά άρθρα, τα οποία το καθένα έχει 20 ή περισσότερες αναφορές από άλλους επιστήμονες. Αν έχει h=100, αυτό σημαίνει ότι έχει δημοσιεύσει μεταξύ άλλων, 100 επιστημονικά άρθρα, το καθένα από τα οποία έχει τουλάχιστον 100 αναφορές από άλλους επιστήμονες. Από την άλλη, αν κάποιος έχει δημοσιεύσει 100 άρθρα αλλά έχει μόνο μία αναφορά από άλλους επιστήμονες τότε h=1. Ενώ αν κάποιος ερευνητής έχει δημοσιεύσει ένα άρθρο με 100 αναφορές από άλλους επιστήμονες, τότε και πάλι h=1. Γίνεται σαφές λοιπόν, ότι μέσω του δείκτη h δεν έχει σημασία τόσο η ποσότητα των άρθρων αλλά η απήχησή τους στην επιστημονική κοινότητα. Χάριν σύγκρισης, το 2011, ο νομπελίσταςφυσικήςΆλαν Χίγκερ (αγγλικά: Alan Heeger) είχε δείκτη h=134, και ο ΕλληνοαμερικάνοςχημικόςΠωλ Αλιβιζάτος (αγγλικά: Paul Alivisatos) είχε h=98 [9].
Αυτός ο τρόπος μέτρησης της ποιότητας και απήχησης ενός επιστήμονα είναι χρήσιμος επειδή δεν εμπεριέχει το δυσανάλογο ειδικό βάρος (α) άρθρων με εξαιρετικά μεγάλο αριθμό αναφορών, και (β) άρθρων τα οποία δεν έχουν ακόμη αναφερθεί στη βιβλιογραφία από άλλους επιστήμονες [8].
Μέχρι σήμερα, ο δείκτης h-index αποτελεί έναν από τους πιο αξιόπιστους δείκτες για τη μέτρηση της επιστημονικής ποιότητας ενός περιοδικού, ή ενός ερευνητή, παρά τα όποια μειονεκτήματα ή αδυναμίες μπορεί να έχει.[10][11] Φυσικά, για τους ερευνητές και την αξιολόγηση της ποιότητας του έργου τους, ο δείκτης h-index διαφέρει σημαντικά (βλ. λ.χ. βιολογία vs. ψυχολογία), διότι μεγάλη σημασία παίζει το κάθε γνωστικό αντικείμενο[12][13]. Ωστόσο, ένας δείκτης h μεγαλύτερος του 20 θεωρείται πολύ καλός για έναν ερευνητή, ενώ πάνω από 40 θεωρείται ως εξαιρετικός.[14]
Ο δείκτης μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για να μετρήσει την ποιότητα ενός επιστημονικού περιοδικού[15], καθώς και μια ομάδας επιστημόνων, ενός Πανεπιστημιακού Τμήματος, ενός Πανεπιστημίου ή ακόμα και μιας ολόκληρης χώρας ή ηπείρου, όσον αφορά την παραγωγικότητά της στην υψηλής ποιότητας έρευνα.[2]
Έχουν επισημανθεί αρκετά μειονεκτήματα από την άκριτη χρήση του δείκτη h. Κάποια από αυτά μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:
Ο δείκτης h δεν λαμβάνει υπόψη του πως ο τυπικός αριθμός αναφορών σε μιά εργασία διαφέρει μεταξύ των επιστημονικών πεδίων. Για παράδειγμα, ένας τυπικός ερευνητής στην Ιατρική έχει αρκετά μεγαλύτερο δείκτη h από άλλες επιστήμες, που μπορεί να είναι μέχρι και 5 φορές μεγαλύτερος από έναν τυπικό ερευνητή στον τομέα της Επιστήμης των Υπολογιστών.[16]
Ο δείκτης h, όπως και άλλοι δείκτες που βασίζονται σε αναφορές, μπορεί να χειραγωγηθεί εύκολα μέσα από αμφιλεγόμενες πρακτικές για την αύξηση των αναφορών.[17][18]
Ο δείκτης h δεν μπορεί να κάνει διάκριση μεταξύ ερευνητών που βρίσκονται σε αρχικό στάδιο της καριέρας τους και δεν έχουν ακόμα πετύχει υψηλό αριθμό αναφορών.[18]