Ο δεκανός (πρβλ. δεκανέας), λατιν. decanus, σημαίνει «αρχηγός των δέκα» στα ύστερα λατινικά. Ο όρος προήλθε από τον Ρωμαϊκό στρατό και στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για υποδεέστερους αξιωματούχους στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, καθώς και για διάφορες θέσεις στην Εκκλησία, από όπου προέρχεται ο αγγλικός τίτλος "dean".
Ο δεκανός ήταν αρχικά ο αρχηγός μιας ομάδας 10 ανδρών (contubernuium, δεκάδα), η οποία αποτελείτο από οκτώ λεγεωνάριους που ζούσαν στην ίδια σκηνή, συν δύο άτομα υποστήριξης/υπηρέτες της ομάδας. [1] Ο τίτλος δεν πρέπει να συγχέεται με το decurio, που ήταν ένας τίτλος που διδόταν σε πολιτικούς αξιωματούχους και σε αρχηγούς ομάδας 30 ανδρών (τούρμας, turma) ιππικού. Ο δεκανός ισοδυναμεί με τον βαθμό του δεκάρχου («διοικητή των δέκα») στα ελληνικά κείμενα.
Από τον 4ο αι. μ.Χ. ο όρος δεκανός άρχισε να χρησιμοποιείται για τους αγγελιοφόρους των ανακτόρων, ιδιαίτερα εκείνους που υπηρετούσαν τις Ρωμαίες αυτοκράτειρες. Οι decani επίσης προφανώς χρησίμευαν ως φρουροί στις πύλες και τον 6ο αι. ο Ιωάννης ο Λυδός τους εξισώνει με τους αρχαίους ραβδούχους (lictores). [2] Στο Κλητορολόγιον του Φιλοθέου του 899, ο δεκανός (μεταγραφή στα ελληνικά του decanus) ήταν λειτουργός μεσαίου επιπέδου, που υπηρετούσε υπό τον πρωτασηκρήτη. Σύμφωνα το έργο των μέσων του 10ου αι. Περί βασιλείου τάξεως του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου (βασ. 913–959 ), ένας δεκανός ήταν «υπεύθυνος των αυτοκρατορικών εγγράφων», όταν ο Βυζαντινός αυτοκράτορας ήταν σε εκστρατεία. [3] Οι σιγιλογραφικές μαρτυρίες για τους βυζαντινούς δεκανούς είναι σχετικά σπάνιες. Μερικοί απεικονίζονται σε εικονογραφημένα χειρόγραφα, όπου η ενδυμασία τους ποικίλλει σημαντικά, ανάλογα με τις ποικίλες και μεταβαλλόμενες λειτουργίες τους. [2]
Στη Χριστιανική Εκκλησία, ο όρος άρχισε να χρησιμοποιείται στα μοναστήρια για αρχηγούς ομάδας δέκα μοναχών, για χαμηλόβαθμους υποδεέστερους αξιωματούχους του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και για το εκκλησιαστικό fossores («αυτοί που σκάπτουν τάφους»). [2]