Δερματομυοσίτιδα

Δερματομυοσίτιδα
Διακριτές ερυθρές περιοχές (βλατίδες του Gottron) που υπερκαλύπτουν τις αρθρώσεις ενός ατόμου που πάσχει από νεανική δερματομυοσίτιδα.
Ειδικότηταρευματολογία, ανοσολογία, νευρολογία[1] και δερματολογία
Συμπτώματασημάδια Gottron[2], ερύθημα[1] και μυϊκή αδυναμία[3]
Νοσηρότητα0.01022%
Ταξινόμηση

Η δερματομυοσίτιδα (ΔΜ) είναι μια χρόνια φλεγμονώδης πάθηση που επηρεάζει το δέρμα και τους μύες.[4] Στα συμπτώματά της συμπεριλαμβάνονται η εμφάνιση δερματικών εξανθημάτων και η σταδιακώς επιδεινούμενη μυϊκή αδυναμία.[4] Τα συμπτώματα αυτά ενδέχεται να εμφανιστούν ξαφνικά ή να αναπτυχθούν σε διάστημα μηνών.[4] Στα λοιπά ενδεχόμενα συμπτώματα συγκαταλέγονται η απώλεια βάρους, ο πυρετός, η φλεγμονή των πνευμόνων ή η φωτοευαισθησία.[4] Ως επιπλοκή, μπορεί να προκύψουν εναποθέσεις ασβεστίου στους μύες ή στο δέρμα.[4] Η πάθηση περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1800.[5]

Η αιτία της πάθησης είναι άγνωστη.[4] Κατά μία θεωρία πρόκειται για αυτοάνοσο νόσημα, ενώ σύμφωνα με μια άλλη θεώρηση πρόκειται για το αποτέλεσμα ιογενούς λοίμωξης.[4] Η δερματομυοσίτιδα μπορεί να εξελιχθεί σε παρανεοπλασματική νόσο σχετιζόμενη με διάφορες μορφές κακοήθειας.[6] Συνιστά έναν τύπο φλεγμονώδους μυοπάθειας.[4] Η διάγνωσή της βασίζεται συνήθως στην αναγνώριση κάποιου συνδυασμού συμπτωμάτων, τη διεξαγωγή αιματολογικών εξετάσεων, ηλεκτρομυογραφήματος και μυϊκής βιοψίας.[7]

Θεραπευτικές προσεγγίσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αν και δεν υπάρχει γνωστή θεραπεία για την πάθηση, ορισμένες υπάρχουσες θεραπευτικές προσεγγίσεις οδηγούν σε βελτίωση των συμπτωμάτων.[4] Σε αυτές συγκαταλέγονται η χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής, η φυσικοθεραπεία, η άσκηση, η θερμοθεραπεία, η χρήση ορθωτικών βοηθημάτων και η ανάπαυση.[4] Τα φάρμακα της οικογένειας των κορτικοστεροειδών συνήθως χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό με άλλες δραστικές ουσίες, όπως η μεθοτρεξάτη ή η αζαθειοπρίνη που συνιστώνται ειδικότερα εάν τα στεροειδή δεν λειτουργούν επαρκώς.[4] Οι περισσότεροι ασθενείς εμφανίζουν βελτίωση μετά τις θεραπευτικές παρεμβάσεις, ενώ σε μερικές περιπτώσεις η κατάσταση υποχωρεί πλήρως.[4]

Περίπου 1 άτομο ανά 100.000 εμφανίζουν την πάθηση κατ' έτος.[7] Η πάθηση εμφανίζεται συνήθως σε άτομα ηλικίας μεταξύ 40 και 60 ετών, με τις γυναίκες να προσβάλλονται συχνότερα από τους άνδρες.[7] Ωστόσο, η πάθηση μπορεί να εμφανιστεί σε άτομα οποιασδήποτε ηλικίας.[7]

  1. 1,0 1,1 «Klinická neurologie» ISBN-13 978-80-7387-389-9.
  2. www.uptodate.com/contents/clinical-manifestations-of-dermatomyositis-and-polymyositis-in-adults. Ανακτήθηκε στις 4  Μαΐου 2020.
  3. www.uptodate.com/contents/clinical-manifestations-of-dermatomyositis-and-polymyositis-in-adults.
  4. 4,00 4,01 4,02 4,03 4,04 4,05 4,06 4,07 4,08 4,09 4,10 4,11 «Dermatomyositis». GARD (στα Αγγλικά). 2017. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Ιουλίου 2017. Ανακτήθηκε στις 13 Ιουλίου 2017. 
  5. Dourmishev, Lyubomir A.· Dourmishev, Assen Lyubenov (2009). Dermatomyositis: Advances in Recognition, Understanding and Management (στα Αγγλικά). Springer Science & Business Media. σελ. 5. ISBN 9783540793137. 
  6. Tudorancea, Andreea Daniela; Ciurea, Paulina Lucia; Vreju, Ananu Florentin; Turcu-Stiolica, Adina; Gofita, Cristina Elena; Criveanu, Cristina; Musetescu, Anca Emanuela; Dinescu, Stefan Cristian (July 2021). «A Study on Dermatomyositis and the Relation to Malignancy». Current Health Sciences Journal 47 (3): 377–382. doi:10.12865/CHSJ.47.03.07. ISSN 2067-0656. PMID 35003769. 
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 «Dermatomyositis». NORD (National Organization for Rare Disorders). 2015. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Φεβρουαρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 13 Ιουλίου 2017.