Δημήτρης Τερζάκης | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Dimitri Terzakis (Γερμανικά) |
Γέννηση | 12 Μαρτίου 1938[1][2] Αθήνα[3] |
Χώρα πολιτογράφησης | Ελλάδα Γερμανία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Γερμανικά νέα ελληνική γλώσσα[4] |
Σπουδές | Ελληνικό Ωδείο (1959–1964)[5] Κολλέγιο Μουσικής και Χορού της Κολωνίας (1965–1969)[5] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | συνθέτης διδάσκων πανεπιστημίου |
Εργοδότης | Ανώτερη Σχολή Μουσικής και Θεάτρου «Φέλιξ Μέντελσον Μπαρτόλντι» Πανεπιστήμιο Τεχνών της Βέρνης (από 1994)[5] |
Οικογένεια | |
Γονείς | Άγγελος Τερζάκης |
Συγγενείς | Δημήτριος Τερζάκης |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | καθηγητής πανεπιστημίου |
Ιστότοπος | |
dimitriterzakis | |
Ο Δημήτρης Τερζάκης (Αθήνα, 12 Μαρτίου 1938) είναι Έλληνας, από το 1985 πολιτογραφημένος Γερμανός (γερμανικά: Dimitri Terzakis),[6] συνθέτης σύγχρονης μουσικής και καθηγητής.
Γεννήθηκε στην Αθήνα, στις 12 Μαρτίου 1938. Είναι γιος του συγγραφέα Άγγελου Τερζάκη.[7] Σπούδασε αρχικά ανώτερα θωρητικά στο Ωδείο Αθηνών με τον Γεώργιο Σκλάβο και έπειτα μουσική σύνθεση με τον Γιάννη Γ. Παπαϊωάννου (1915-2000) στο Ελληνικό Ωδείο.[8] Στη συνέχεια μετέβη στη Γερμανία (στην Κολωνία) για περαιτέρω σπουδές σύνθεσης κοντά στον συνθέτη Μπέρντ Αλόις Τσίμερμαν και ηλεκτρονικής μουσικής με τον Χέρμπερτ Άιμερτ.[7]
O Tερζάκης το 1970 δημιούργησε διεθνή αίσθηση με το έργο του «Οίκος», σε κείμενο του Ρωμανού του Μελωδού,[9] του οποίου η πρεμιέρα δώθηκε στο Φεστιβάλ στης Βασιλείας, και χαρακτηρίστηκε από τον γερμανικό μουσικό τύπο ως η σπουδαιότερη αποκάλυψη της διοργάνωσης.[8] Δίδαξε σύνθεση στην Ανώτατη Μουσική Ακαδημία του Ντίσελντορφ, στην Ανώτατη Μουσική Ακαδημία του Βερολίνου και στο Ωδείο της Βέρνης. Είναι τακτικός καθηγητής της Ανώτατης Μουσικής Ακαδημίας «Φέλιξ Μέντελσον Μπαρτόλντι» (Musikhochschule Felix Mendelssohn Bartholdy) της Λειψίας.[8]
Ο Δημήτρης Τερζάκης διαμένει μόνιμα στη Λειψία, επισκεπτόμενος τακτικά την Ελλάδα, διατηρώντας ουσιαστική σχέση με αυτήν.[7] Τον Μάρτιο του 2015 ο Τερζάκης εκλέχτηκε αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.[8] Στη δημόσια συνεδρία της υποδοχής του, την 3η Νοεμβρίου 2015, ο τιμώμενος συνθέτης εκφώνησε ομιλία με θέμα «Γιατί είναι η ελαφρά μουσική ελαφρά;».[9]
Το συνθετικό έργο του Δημήτρη Τερζάκη κινείται «μεταξύ δύο κόσμων», πάνω σε μια προσωπική μουσική γλώσσα με βάση την Ελλάδα και την Ανατολική Μεσόγειο, με την οποία μπολιάζεται το Δυτικοευρωπαϊκό μουσικό ιδίωμα. Από τα παιδικά χρόνια του, ο Δημήτρης Τερζάκης ήλθε σε επαφή με τη βυζαντινή μουσική, παρακολουθώντας τις λειτουργίες μαζί με τον παππού του, ενώ εξοικειώθηκε και με τη λαϊκή μουσική παράδοση της Ελλάδας στο Ναύπλιο, όπου βρισκόταν τα κτήμα της οικογένειάς του. Στη συνέχεια, η γνώση του Τερζάκη για τη βυζαντινή υμνογραφία επεκτάθηκε, και σε αυτό σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι συχνές επισκέψεις του, από το 1970 και έπειτα, στο Άγιον Όρος.[10]
Στα νεανικά κιόλας έργα του Τερζάκη, εντοπίζονται ηχητικοί συμβολισμοί βασισμένοι σε μελωδικά στοιχεία από παλιότερες ή αρχαίες μουσικές,[11] τα οποία χρησιμοποιούνται από το συνθέτη με τρόπο ευέλικτο, χωρίς υποταγή στους παραδοσιακούς κανόνες, για τη δημιουργία μιας νέας, προσωπικής γλώσσας. Όπως αναφέρει ο ίδιος ο Τερζάκης, η μουσική του συνιστά ένα είδος «αιμοδοσίας στο σώμα της Δυτικοευρωπαϊκής μουσικής, η οποία, απομονωμένη για αιώνες από τους μεγάλους Ανατολικοευρωπαϊκούς και Εξωευρωπαϊκούς μουσικούς πολιτισμούς, έχει φτάσει σε αδιέξοδο». Και δηλώνει εμφατικά: «Δεν χρησιμοποίησα ποτέ αυτούσιο [παραδοσιακό] υλικό. Ρίχνω το βάρος στο μελωδικό στοιχείο, που το τοποθετώ σε βάσεις μη Δυτικές».[7]