Δημητριάδα | |
---|---|
39°20′36″N 22°55′27″E | |
Χώρα | Ελλάδα |
Διοικητική υπαγωγή | Δήμος Βόλου |
Ίδρυση | 294 π.Χ. |
Σχετικά πολυμέσα | |
H Δημητριάδα ήταν αρχαία πόλη της Θεσσαλίας, κτισμένη στον μυχό του Παγασητικού κόλπου, 1,5 χιλιόμετρο νοτιοδυτικά του Βόλου.
Ιδρύθηκε το 294 π.Χ. από τον Δημήτριο Πολιορκητή, ο οποίος μετακίνησε εκεί τους κατοίκους των οικισμών Νηλείας, Παγασών, Ορμενίου, Ριζούντος, Σηπιάδος, Ολιζώνος, Βοίβης και Ιωλκού, οι οποίοι στη συνέχεια συμπεριλήφθηκαν στην επικράτεια της Δημητριάδος.[1] Σύντομα κατέστη σημαντικό μέρος και η αγαπημένη κατοικία των Μακεδόνων βασιλέων. Η τοποθεσία ήταν ευνοϊκή για την διοίκηση του εσωτερικού της Θεσσαλίας και των γειτονικών θαλασσών και τέτοια ήταν η σημασία της θέσης, που ονομαζόταν από τον Φίλιππο Ε' της Μακεδονίας μία από τις "τρεις πέδες" της Ελλάδας (οι άλλες δύο ήταν η Χαλκίδα και η Κόρινθος).[2][3][4]
Το 196 π.Χ., οι Ρωμαίοι, νικητές στην Μάχη των Κυνός Κεφαλών επί του Φιλίππου Ε' το προηγούμενο έτος, κατέλαβαν την πόλη και εγκατέστησαν φρουρά.[4][5] Τέσσερα έτη αργότερα η Αιτωλική Συμπολιτεία την κατέλαβε αιφνιδιαστικά. Οι Αιτωλοί συμμάχησαν με τον Αντίοχο Γ' της Αυτοκρατορίας των Σελευκιδών στον πόλεμο Ρωμαίων-Σελευκιδών (192–188 π.Χ.), που κατέληξε σε ήττα του Αντιόχου.[6][7] Μετά την επιστροφή του Αντιόχου στην Ασία το 191 π.Χ., η Δημητριάς παραδόθηκε στον Φίλιππο, στον οποίο επετράπη από τους Ρωμαίους να διατηρήσει την κατοχή[8] του τόπου, η οποία συνεχίστηκε στα χέρια του Φιλίππου και του διαδόχου του Περσέα, μέχρι την ανατροπή της μακεδονικής μοναρχίας στην μάχη της Πύδνας (168 π.Χ.)[9] που σήμανε και την οριστική υποταγή της Ελλάδας στους Ρωμαίους.[10]
Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους χάνει τη λαμπρότητα που είχε στην περίοδο των Μακεδόνων βασιλέων (294-168 π.Χ.) και παρουσιάζει έκδηλα φαινόμενα παρακμής, αλλά παραμένει πρωτεύουσα του Κοινού των Μαγνήτων. Δεν παύει όμως στη διάρκεια των χρόνων που ακολουθούν να διατηρεί την εμπορικής αξία ως εμπορικό κέντρο και σταθμός εξαγωγικός για τα προϊόντα της θεσσαλικής ενδοχώρας (παρ' όλον ότι τον πρωτεύοντα ρόλο στην περιοχή έχει η πόλη των Φθιώτιδων Θηβών κατά την περίοδο των 4ου - 7ου μ.Χ. αιώνων), και τη στρατηγική της αξία ως λιμάνι επίκαιρης γαιοπολιτικής θέσεως.
Η ρωμαϊκή περίοδος κράτησε για την ευρύτερη περιοχή από το 167 π.Χ. μέχρι το έτος 330 μ.Χ., οπότε αρχίζει η πρώιμη (παλαιοχριστιανική) βυζαντινή περίοδος. Ειδικότερα για τη Δημητριάδα της παλαιοχριστιανικής (πρώιμης βυζαντινής) περιόδου, έχουμε την πρώτη επίσημη από πηγές μαρτυρία το έτος 431, έτος κατά το οποίο αναφέρεται ως πρώτος γνωστός επίσκοπος Δημητριάδος, ο επίσκοπος Μάξιμος, που μνημονεύεται μεταξύ των επισκόπων οι οποίοι έλαβαν μέρος στην Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου. Κατά τους χριστιανικούς χρόνους χτίστηκαν ορισμένα κτίρια, ειδικά δύο εκκλησίες, μία στο βόρειο λιμάνι, που ονομάζεται Βασιλική της Δαμοκρατίας, και μια άλλη στα νότια της πόλης, έξω από τα τείχη, γνωστή ως Βασιλική της Νεκρόπολης. Επί αυτοκράτορα Μ. Κωνσταντίνου (306-337) ορίστηκε έδρα επισκόπου (που διατηρεί τον τίτλο μέχρι σήμερα).
Η πόλη της Δημητριάδας κατά την περίοδο αυτή, όπως και στη διάρκεια της μακεδονικής, ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής, έχει δυο λιμάνια (αμφιλίμενος). Το βόρειο (στη σημερινή θέση «Πευκάκια») και το νότιο λιμάνι (στη θέση «Αλυκές»). Το νότιο λιμάνι βρισκόταν κατά τη βυζαντινή περίοδο έξω από τα τείχη της χριστιανικής Δnμnτριάδας, στους πρόποδες του λόφου «Προφήτης Ηλίας», όπου υπήρχε και μικρός τότε συνοικισμός. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί, ότι στη διάρκεια των ρωμαϊκών Χρόνων (168 π.Χ. - μάχη της Πύδνας και μέχρι το 330 μ.Χ. - κτίση Κων/λεως), n Δnμnτριάδα, όπως και οι λοιπές τότε ρωμαϊκές πόλεις, δεν ήταν τειχισμένη. Και τούτο, γιατί σ' όλη τη διάρκεια των πιο πάνω πέντε αιώνων, περίπου, ρωμαϊκής κυριαρχίας, επικρατούσε ηρεμία χάρη στην ισχύ της τότε κοσμοκράτειρας Ρώμης (pax Romana). Τα τείχη της Δnμnτριάδας την περίοδο αυτή, δεν ήταν μόνο κατεστραμμένα, αλλά και άχρηστα για την πόλη. Γιατί η χριστιανική πόλη της Δnμnτριάδας ήταν μικρότερη σε έκταση και πληθυσμό κατά την παλαιοχριστιακή περίοδο από την πάλαι ποτέ ομώνυμη πόλη των Μακεδόνων βασιλέων.
Οι πρώτες βαρβαρικές επιδρομές στον ελλαδικό τότε χώρο της βυζαντινής κυριαρχίας αρχίζουν από τις αρχές ακόμα του 4ου αιώνα. Πρώτοι επιδρομείς είναι το έτος 337 οι γερμανικοί λαοί των Γότθων. Ακολουθούν κατά σειρά, οι Βησιγότθοι (Αλάριχος) τα έτη 395-397, οι Ούννοι (Αττίλας) το έτος 447 και τέλος οι Οστρoγότθοι (Θεοδώριχος) το έτος 479. Οι επιδρομές αυτές επέφεραν μεγάλες καταστροφές στο θεσσαλικό και σε επέκταση τον μαγνησιακό χώρο. Μαρτυρία γι' αυτό έχουμε από τον ιστορικό Προκόπιο, ο οποίος στο έργο του «Περί Κτισμάτων» αναφέρει χαρακτηριστικά ότι κάτοικοι του θεσσαλικού χώρου δεινοπαθούσαν και υπέφεραν από τις επιδρομές αυτές λόγω ελλείψεως οχυρωμάτων «επεί ουδαμή των χωρίων οχύρωμα ην όπη αν καταφυγόντες σωθήσονται...[11]» (Προκόπιος «Περί Κτισμάτων», Δ, 3, 113). Για την αιτία αυτή ο Ιουστινιανός (527-565) αναγκάζεται να τειχίσει τις πόλεις της αυτοκρατορίας, μεταξύ των οποίων και την Δημητριάδα. Μαζί με τη βυζαντινή πόλη της Δnμnτριάδας, τειχίζεται την ίδια περίοδο και n γειτονική οχυρή συνοικία (προάστιο τότε της Δnμnτριάδας), που βρισκόταν στο λόφο της σημερινής συνοικίας των Αγίων Θεοδώρων του Βόλου. Η πόλη αναφέρεται από τον Ιεροκλή τον 6° αι.[12]
Στην περιοχή της ευρύτερης Μαγνησίας βρίσκουμε στη διάρκεια του 7ου αιώνα εγκαταστημένους Σλάβους της φυλής των Βελεγεζιτών. Την πληροφορία αυτή την έχουμε από βάσιμη Ιστορική πηγή της περιόδου εκείνης, «Το Χρονικό των θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου»[13]. Πρόκειται για ένα χρονικό άγνωστου χρονικογράφου, που διηγείται την πολιορκία της Θεσσαλονίκης από τις φυλές των Σλάβων και τη σωτηρία της πόλεως από τον άγιο Δημήτριο. Οι Βελεγεζίτες κατά μια εκδοχή, κατέλαβαν και κατέστρεψαν τη γειτονική προς τη Δημητριάδα και ακμάζουσα τότε πόλη των Φθιώτιδων Θηβών, στην περιφέρεια της οποίας την ίδια περίοδο βρίσκονται εγκαταστημένοι. Η καταστροφή της πόλεως των Φθιώτιδων Θηβών από τους Σλάβους, πιθανολογείται σφόδρα, γιατί από τον 6ο αιώνα και μετά παύει να αναφέρεται η πόλη από τις πηγές. Δεν κατόρθωσαν όμως να καταλάβουν την Δημητριάδα εξαιτίας του ισχυρού τειχισμού της και γρήγορα, οι χωρίς πολιτειακή οργάνωση και φυλετικά αλλογενείς αυτοί νομάδες, εντάχθηκαν στο διοικητικό βυζαντινό κορμό και παρέμειναν φόρου υποτελείς στους Βυζαντινούς, που ασκούσαν πάνω τους κυριαρχική διοίκηση.
Στη διάρκεια του 9ου αιώνα και συγκεκριμένα έτος 896 (ή πιθανότερα το 901), μετά από πολιορκία και σφοδρή τειχομαχία, n Δημητριάδα καταλαμβάνεται και λεηλατείται από τους Αγαρηνούς πειρατές του Δαμιανού της Ταρσού[14][15]. Την ίδια περίοδο η Δnμnτριάδα, παρά τις δοκιμασίες της, εξακολουθεί να είναι μια από τις εξέχουσες πόλεις της Θεσσαλίας και πρώτη μετά τη Λάρισα επισκοπή της Θεσσαλίας. Χαρακτηριστικά, ο βυζαντινός χρονικογράφος Κεκαυμένος του 11ου αιώνα την αναφέρει ως «...πόλιν ισχυράν βρίθουσαν παντός αγαθού» και ο Ι. Καμενιάτnς (αναφερόμενος στην άλωση της Θεσσαλονίκης το 904 από τον Λέοντα Τρίπολίτη) περιγράφει την ίδια περίοδο τη Δημητριάδα ως «...πόλιν πολλώ πλήθη των οικητόρων και τοις άλλοις οις μέγιστα καυχώνται πόλεις υπέραιρομένη...».
Ο 10ος αιώνας σηματοδοτείται από τις επιδρομές των Βουλγάρων στον ελλαδικό βυζαντινό χώρο, την κατάληψη της Λάρισας από τον Σαμουήλ (985) και την καταστροφή του βουλγαρικού στρατού στις όχθες του Σπερχειού το έτος 996 από τον Νικηφόρο Ουρανό.
Στη διάρκεια του 11ου αιώνα n Δημητριάδα καταλαμβάνεται από τους Βουλγάρους το έτος 1040, κατά την εξέγερση του Πέτρου Δελεάνου (φρούραρχος ο Πέτρος Διαβολίτnς) και το έτος 1070 καταλαμβάνεται για δεύτερη φορά από τους Αγαρηνούς πειρατές.[16][17] Στη διάρκεια της τέταρτης δεκαετίας του 11ου αιώνα, λίγο πριν την εισβολή των Βουλγάρων, τα τείχη της Δnμnτριάδας είχαν υποστεί μεγάλες ζημιές από τον προηγηθέντα σεισμό του έτους 1037, που κατατάραξε τον ελλαδικό τότε χώρο, γκρεμίζοντας, τείχη, φρούρια, οικοδομές και εκκλησίες.
Μετά την Δ' Σταυροφορία, η πόλη παραχωρήθηκε στην εξόριστη Βυζαντινή αυτοκράτειρα Ευφροσύνη Δούκαινα Καματηρά και μετά το θάνατό της το 1210 στη Μαργαρίτα της Ουγγαρίας, χήρα του βασιλιά της Θεσσαλονίκης, Βονιφάτιου του Μομφερρατικού.[16] Η λατινοκρατία στον χώρο της Μαγνησίας και της ευρύτερης Θεσσαλίας, κράτησε μόλις 18 χρόνια, με μόνη εξαίρεση τη γειτονική προς τη Δημητριάδα τότε πόλη των Δυο Αλμυρών, που είχε εναλλασσόμενη την ελληνική (κράτος Ηπείρου) και λατινική κυριαρχία για χρονικό διάστημα 45 περίπου χρόνων (1204-1246). Το λατινικό βασίλειο της Θεσσαλονίκης καταλύθηκε το έτος 1222 από τον Θεόδωρο Κομνηνό Δούκα, αρχηγό του νεοσύστατου τότε ελληνικού κράτους της Ηπείρου. Η κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Έλληνες, υπήρξε καθοριστική για τον παραπέρα ιστορικό βίο της Mαγνησιακής Δημητριάδας και της ευρύτερης περιοχής της (Πήλιο), η δε πόλη τέθηκε υπό την κυριαρχία του Μανουήλ Κομνηνού Δούκα περί το 1240, στην ουσία όμως διαφεντεύει ο βυζαντινός αρχοντικός οίκος των Βρυένιων Μελισσηvών [16] (1207-1340) και στους μετέπειτα χρόνους ο ελλnνοκαταλανικός οίκος των Μελισσηνών-Νοβέλ (1340-1423), για μια περίοδο διακοσίων και πλέον στο σύνολό τους ετών (1207-1423). Στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1270, επί αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου, οι Βυζαντινοί σημείωσαν μια σημαντική νίκη κατά την ναυμαχία που έγινε στο λιμάνι της πόλης, ενάντια στους Ενετούς της Κρήτης και τους Λομβαρδούς βαρόνους της Εύβοιας. Το έτος 1283, ο βυζαντινός ναύαρχος Μιχαήλ Ταρχανειώτης πολιορκεί επίσnς την πόλη από ξηρά και θάλασσα. Την πόλη υπερασπίζονται οι δυνάμεις του Ιωάννη Α', κυβερνήτη της Θεσσαλίας και ηγεμόνα του Δουκάτου των Νέων Πατρών.
Η Καταλανική Εταιρεία κατέλαβε την πόλη το 1310 και την κράτησε μέσω των τοπαρχών Μελισσηνών-Νοβέλ μέχρι το 1381 τουλάχιστον, αλλά από το 1333 και μετά, είχε ήδη αρχίσει να εγκαταλείπεται για τον γειτονικό Βόλο. Τελικά κατελήφθη από την Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1393.[16]
Σήμερα σώζονται κτίρια των ελληνιστικών, ρωμαϊκών και παλαιοχριστιανικών χρόνων, όπως τα δημόσια κτίσματα, το Ανάκτορο, ιδιωτικές κατοικίες, τα ιερά, όπως ο ναός της Ιωλκίας Αρτέμιδος και η βασιλική της Δαμοκρατίας, και οι νεκροπόλεις.[18] Η πόλη περιβαλλόταν από τείχος μήκους 11 χιλιομέτρων, το οποίο διέθετε πύργους. Στο ψηλότερο σημείο βρισκόταν η οχυρωμένη Ακρόπολη. Επίσης, σώζεται το Ηρώο, το θέατρο και τμήμα του υδραγωγείου. Στη θέση Πευκάκια έχει εντοπιστεί προϊστορικός οικισμός.[19]