Διά παρασχεθείσας υπηρεσίας

Διά παρασχεθείσας υπηρεσίας
Μορφήθεατρικό έργο

Διά παρασχεθείσας υπηρεσίας (αγγλικός τίτλος: For Services Rendered) είναι θεατρικό έργο του Άγγλου συγγραφέα Ουίλιαμ Σόμερσετ Μομ που έκανε πρεμιέρα στο Λονδίνο το 1932. Διαδραματίζεται στα χρόνια της οικονομικής ύφεσης του μεσοπολέμου και αναφέρεται στις συνεχιζόμενες καταστροφικές συνέπειες του Α' Παγκοσμίου Πολέμου σε μια οικογένεια της επαρχιακής μεσαίας τάξης της Αγγλίας. Καθώς εξιστορεί τις κατεστραμμένες ζωές των μελών της οικογένειας και των φίλων τους, ο Μομ παρουσιάζει ένα καυστικό κατηγορητήριο για τον πόλεμο και τις κυβερνήσεις που πείθουν νεαρούς άνδρες να θυσιάσουν τη ζωή τους στο όνομα της δόξας. Το έργο διατρέχει μια έντονη αίσθηση απογοήτευσης.[1]

Η ιστορία διαδραματίζεται στα τέλη του καλοκαιριού του 1932 στο σπίτι του Λέοναρντ και της Σάρλοτ Άρντσλεϊ σε μια μικρή επαρχιακή πόλη έξω από το Καντέρμπουρυ. Η οικογένεια Άρντσλεϊ, με μια πρώτη ματιά, αντιμετωπίζει πολύ άνετα τη ζωή μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Μεγάλη Ύφεση αλλά στην πραγματικότητα, ο καθένας τους παλεύει για την επιβίωση. Στην οικογένεια υπάρχουν τέσσερα παιδιά: η Έθελ, η Εύα, ο Σίντνεϊ και η Λόις.[2]

Η Έθελ έκανε έναν παρορμητικό γάμο εν καιρώ πολέμου με τον ντόπιο αγρότη Χάουαρντ Μπάρτλετ, ο οποίος μετά τον πόλεμο επέστρεψε στη δουλειά του. Η κατώτερη κοινωνική τάξη του είναι πηγή διαφωνίας μεταξύ της Έθελ και της οικογένειάς της. Επί πλέον, ο Χάουαρντ την απογοητεύει, πίνει υπερβολικά και προσπαθεί να αποπλανήσει τη μικρότερη αδερφή της, τη Λόις. Η Έθελ βρίσκει παρηγοριά μόνο στα παιδιά της. Οι προσδοκίες της ότι ο πόλεμος θα αυξήσει την κοινωνική κινητικότητα έχουν διαψευσθεί.

Ο Σίντνεϊ τυφλώθηκε στον πόλεμο, η κύρια δραστηριότητά του τώρα είναι να κάθεται σε μια καρέκλα και να παίζει σκάκι. Συχνά αναφέρεται στην τρέλα του πολέμου και τον καταστροφικό αντίκτυπό του στη γενιά του και κατηγορεί την κυβέρνηση που δεν φροντίζει τους άνδρες που υπηρέτησαν στον πόλεμο. Ανησυχεί ότι «θα μας βάλουν όλους σε έναν άλλο πόλεμο» και δηλώνει ότι αν το κάνουν, θα βγει στους δρόμους και θα φωνάξει, «είναι ψέματα αυτά που σας λένε για τιμή, πατριωτισμό και δόξα». Όταν ο πατέρας του προσπαθεί να υπερασπιστεί τη χώρα, ο Σίντνεϊ υποστηρίζει ότι οι άνδρες θυσιάστηκαν στη «ματαιοδοξία, την απληστία και τη βλακεία» της κυβέρνησης και ότι ο πατριωτισμός και η δόξα δεν αξίζουν τη θυσία.[3]

Η Εύα είναι ανύπαντρη - ο αρραβωνιαστικός της σκοτώθηκε στον πόλεμο - και πλησιάζει τα σαράντα, έχει θυσιαστεί φροντίζοντας τον αδελφό της Σίντνεϊ αλλά έχει κουραστεί και αγανακτεί όλο και περισσότερο. Θέλει απεγνωσμένα σύζυγο και παιδιά. Ο γείτονάς τους Κόλι Στράτον, μετά από μακρά υπηρεσία στο Πολεμικό Ναυτικό, επένδυσε σε μια επιχείρηση. Ωστόσο, είναι χρεωμένος και υπογράφει ακάλυπτες επιταγές στους πιστωτές αν και ενημερώνεται ότι έχει παραβιάσει το νόμο, θα δικαστεί και θα καταλήξει στη φυλακή. Η Εύα προσφέρεται να του δώσει τις οικονομίες της για να ξεπληρώσει τα χρέη του και του ζητά να αρραβωνιαστούν, κάτι που θα τον διευκόλυνε να δεχτεί τα χρήματα. Ο Κόλι αρνείται. Αντιμέτωπος με φυλάκιση, αυτοκτονεί. Η Εύα ρίχνει την ευθύνη στην οικογένειά της επειδή κανένας τους δεν του πρόσφερε βοήθεια ή υποστήριξη. Προσποιείται ότι αρραβωνιάστηκε με τον Κόλι. Στο τέλος του έργου, η Εύα πέφτει σε μια παραληρηματική κατάσταση, πιστεύοντας ειλικρινά ότι σύντομα θα φύγει με τον αρραβωνιαστικό της.[1]

Η 27χρονη Λόις είναι ανύπαντρη και δεν έχει καμία ελπίδα να βρει σύζυγο, οι περισσότεροι από τους νέους έχουν χαθεί στον πόλεμο. Ωστόσο, τραβάει την προσοχή του παντρεμένου Ουίλφρεντ Σίντερ. Η σύζυγός του, η Γκουέν, υποψιάζεται τη σχέση τους. Βλέπει τη Λόις να φορά ένα μαργαριταρένιο κολιέ και παρά τις διαβεβαιώσεις της Λόις ότι τα μαργαριτάρια είναι ψεύτικα, καταλαβαίνει ότι ο άντρας της της τα πρόσφερε. Οι φόβοι της Γκουέν επιβεβαιώνονται αργότερα όταν, στο τηλέφωνο, ακούει τη Λόις να συμφωνεί να φύγει με τον Ουίλφρεντ. Αντιμετωπίζει τη Λόις παρουσία της μητέρας και της αδερφής της Λόις και την παρακαλεί να εγκαταλείψει τον άνδρα της, κατηγορώντας όλη την οικογένεια ότι θέλουν τα χρήματα του Ουίλφρεντ. Η Λόις αποφασίζει να φύγει μαζί του παρά το σκάνδαλο που θα ξεσπάσει, όχι επειδή τον αγαπά, αλλά για να ξεφύγει από μια ζωή μοναξιάς και θλίψης και για να πετύχει ασφάλεια και ανεξαρτησία από την οικογένεια.[4]

Η νέα γενιά δεν μπορεί πλέον να ζει όπως ζούσαν οι παλαιότεροι, πρέπει να βρει έναν νέο τρόπο ζωής. Η Αγγλία αλλάζει, καταρρέει και πρέπει να ξεκινήσει από την αρχή. Η κυρία Άρντσλεϊ αρρωσταίνει και ο γιατρός της λέει ότι χρειάζεται εγχείρηση διαφορετικά δεν θα ζήσει περισσότερο από μερικούς μήνες. Αρνείται τη θεραπεία για να μην επιβαρυνθεί η οικογένειά της με τα έξοδα αλλά και επειδή αισθάνεται μια αίσθηση ελευθερίας και αυτοκυριαρχίας αποφασίζοντας για τη μοίρα της. «Αισθάνομαι ανακουφισμένη που όλα τελείωσαν. Δεν ανήκω στον σημερινό κόσμο αλλά στον προπολεμικό. Όλα έχουν αλλάξει τόσο πολύ τώρα. Για μένα, η ζωή είναι σαν μια γιορτή, που ήταν πολύ ευχάριστη στην αρχή, αλλά σταδιακά έγινε πολύ θορυβώδης και δεν με πειράζει καθόλου να φύγω».

Ο Λέοναρντ, που αγνοεί την πραγματική κατάσταση των μελών της οικογένειάς του, τελειώνει το έργο με ένα φλιτζάνι τσάι και μια γλυκά αισιόδοξη ομιλία για το μέλλον: «Όταν το σκέφτεσαι, κανένας από εμάς δεν έχει να ανησυχεί για πολλά. Έχουμε την υγεία μας, έχουμε την ευτυχία μας και τα πράγματα δεν πάνε πολύ καλά τελευταία, αλλά νομίζω ότι ο κόσμος αλλάζει και όλοι μπορούμε να προσβλέπουμε σε καλύτερες στιγμές στο μέλλον. Η παλιά μας Αγγλία δεν έχει τελειώσει ακόμα, και εγώ, για παράδειγμα, πιστεύω σ' αυτήν και σε όλα όσα αντιπροσωπεύει». Η Εύα τραγουδά τον εθνικό ύμνο της Αγγλίας με μια ραγισμένη φωνή που τρομάζει τους πάντες και η αυλαία πέφτει.

Όταν το έργο παρουσιάστηκε στο Λονδίνο το 1932, ο Σόμερσετ Μομ ήταν ήδη επιτυχημένος θεατρικός συγγραφέας στην Αγγλία, με έργα που διασκέδαζαν το κοινό για τριάντα χρόνια. Τη νύχτα της πρεμιέρας, ωστόσο, το αγγλικό κοινό δεν ήταν προετοιμασμένο για την απεικόνιση της σκληρής πραγματικότητας της αγγλικής κοινωνίας και για την αντιπολεμική εστίαση του νέου του έργου και, ως εκ τούτου, κατέβηκε μετά από μόλις 78 παραστάσεις. Στην εποχή μας έχει αναγνωριστεί ως ένα από τα καλύτερα έργα του συγγραφέα και αποκτά ιδιαίτερη σημασία εκ των υστέρων, καθώς οι επιπτώσεις του πολέμου - τόσο ξεκάθαρα σκιαγραφημένες στις ζωές των χαρακτήρων - δεν επηρέασαν τις κυβερνήσεις και λιγότερο από δέκα χρόνια αργότερα, ο κόσμος βυθίστηκε ξανά στον πόλεμο».[5]