Δρακοντιά | ||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Δρακοντιές στον Κόζιακα
| ||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||
| ||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||
Dracunculus vulgaris (Δρακούνκουλος ο κοινός) Schott 1832 |
Η Δρακοντιά (Dracunculus vulgaris) είναι εντυπωσιακό φυτό της οικογένειας των Αροειδών. Είναι ενδημικό των Βαλκανίων και εξαπλώνεται μέχρι την Ελλάδα, την Κρήτη και τα νοτιοδυτικά της Τουρκίας. Είναι μεγάλο φυτό που φτάνει έως και το 1 μέτρο. Συναντάται σε περιαστικά περιβάλλοντα, κυρίως σε χουμώδη, ξηρά εδάφη, με πολύ ηλιοφάνεια, σε μεγάλες ομάδες, με μέσο υψόμετρο τα 450
Η ελληνική ονομασία δρακοντιά , όπως και η λατινική ονομασία του γένους Dracunculus, οφείλεται στον σπάδικα, που θυμίζει μικρό δράκοντα που βγαίνει μέσα από τη σπάθη.[1]
Είναι εντυπωσιακό φυτό με ύψος που συχνά είναι μεγαλύτερο από 1 μ.[2] Η σπάθη είναι λογχοειδής, πορφυρή εσωτερικά, κιτρινοπράσινη εξωτερικά, φτάνοντας σε μήκος τα 80 εκ.[3][4] Ο σπάδικας είναι λεπτός, μακρύς, πορφυρός, κοντύτερος από την σπάθη. Τα φύλλα μεγάλα, πολυσχιδή κυματοειδή με λευκά στίγματα. Ο βλαστός πολύ χαρακτηριστικός με σχέδια που θυμίζουν ζέβρα. Οι καρποί του είναι 60-80 πορτοκαλοκόκκινα κατά την ωρίμανση μούρα, μήκους 1-3 εκ.[3] Υπάρχουν δύο σύνολα λουλουδιών, τα θηλυκά στο κάτω μέρος της βάσης του σπάδικα και τα αρσενικά πάνω μέρος.[5]
Κατά την άνθηση το φυτό αποπνέει έντονη δυσοσμία, σαν σάπιας σάρκας, που απωθεί τα ζώα[5] και προσελκύει μύγες (Lucilia sp. και άλλα), οι οποίες παγιδεύονται προσωρινά για την επικονίαση και μετά απελευθερώνονται. Η δρακοντιά δεν είναι σαρκοβόρο φυτό, όπως πολύ πιστεύουν.[4]
Ανθίζει την άνοιξη, κατά τα τέλη Μαρτίου μέχρι Μάιο.[2][4]
Η δρακοντιά είναι φυτό ενδημικό της Ανατολικής Μεσογείου, από την Αλβανία, την Ελλάδα, τη Βουλγαρία, μέχρι και την νοτιοδυτική Τουρκία. Αναφορές από την Ιταλία (συμπεριλαμβανομένης Σικελίας και Σαρδηνίας) είναι πιθανόν από τα εισαγόμενα φυτά, ενώ τα υλικά από την Ισπανία, τη Γαλλία και τη Βόρεια Αφρική σίγουρα αντιπροσωπεύουν εισαγωγές.[5]
Στην Ελλάδα η δρακοντιά είναι ευρέως κοινή, τόσο στα ηπειρωτικά, όσο και στα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη. Συναντάται στα 100 -1200 μ. υψόμετρο,[2] σε μεγάλες ομάδες σε θέσεις με ανθρωπογενή επιβάρυνση, άκρες κρασπέδων δρόμων, ακαλλιέργητους αγρούς και όρια καλλιεργούμενων αγρών, πετρώδεις θαμνότοπους,[2] ελαιώνες και σκουπιδότοπους.[3][5]
Η δρακοντιά εισήχθη στη Βόρεια Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες (στις πολιτείες του Όρεγκον, στη Καλιφόρνια, στο Τενεσί και στο Πουέρτο Ρίκο) [6] όσο και στον Καναδά, όπου καλλιεργείται στην επαρχία Οντάριο.
Προτιμά τα χουμώδη, καλά στραγγιζόμενα εδάφη. Μπορεί να ανεχθεί τη σκιά, αλλά προτιμά την πλήρη έκθεση στον ήλιο. Μπορεί επίσης να αντέξει την ξηρασία αλλά επωφελείται από λίγο πότισμα.[3]