Ο Ελληνοβουδισμός είναι όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πολιτισμική πρόσμιξη στοιχείων του ελληνικού πολιτισμού και του βουδισμού, η οποία ξεκίνησε τον 4ο αιώνα π.Χ. με την έναρξη της ελληνιστικής περιόδου, και συνεχίστηκε ως τον 5ο αιώνα.
Οι περιοχές από τις οποίες ξεκίνησε περιλαμβάνουν αυτές του σύγχρονου Αφγανιστάν, Πακιστάν και Ινδίας. Ήταν μια πολιτιστική συνέπεια μιας μακράς αλυσίδας γεγονότων, που ξεκίνησε με την εκστρατεία των Μακεδόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου στα βόρειοδυτικά της ινδικής χερσονήσου, συνεχίστηκε με την ίδρυση του Ελληνικού βασιλείου της Βακτριανής (πρώην μέρος της δυναστείας των Σελευκιδών) και τη μετεξέλιξη του σε ινδοελληνικό βασιλείο, και επεκτάθηκε με την εγκαθίδρυση της αυτοκρατορίας των Κουσανιτών η οποία είχε υιοθετήσει πολλά χαρακτηριστικά του πολιτισμού αυτού (όπως το ελληνικό αλφάβητο, καλλιτεχνικές τεχνοτροπίες, φιλοσοφικά ρεύματα). Ο Ελληνοβουδισμός επηρέασε την πρώιμη καλλιτεχνική και πνευματική ανάπτυξη του βουδισμού, και συγκεκριμένα του Μαχαγιάνα βουδισμού.[1] Ο Βουδισμός επεκτάθηκε στην Κεντρική και Νοτιοανατολική Ασία από τον 1ο αιώνα και διαδόθηκε ως την Κίνα, Κορεατική χερσόνησο, Ιαπωνία, Σιβηρία και Βιετνάμ.
Η αλληλεπίδραση μεταξύ του ελληνικού στοιχείου και του βουδισμού, ξεκίνησε με τις εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου και την κατάκτηση της Περσικής αυτοκρατορίας, και τις επιπλέον κατακτήσεις στις περιοχές ανατολικότερα της Κεντρικής Ασίας, στις γεωγραφικές εκτάσεις όπου σήμερα βρίσκονται οι χώρες του Αφγανιστάν, Ουζμπεκιστάν, Τατζικιστάν και Τουρκμενιστάν στα βόρεια, και στα νότια ο Ινδός ποταμός και ανατολικότερα ο Υδάσπης (Τζέλουμ), φτάνοντας ως τον Ύφαση ποταμό (Μπέας και Βιπάσα στα Ινδικά), καθιερώνοντας έτσι μια άμεση επαφή με τους πολιτισμούς της Ινδίας.
Ο Αλέξανδρος ίδρυσε αρκετές νέες πόλεις στις κατεκτημένες περιοχές, όπως την Αλεξάνδρεια του Ώξου (Αμου Ντάρια) και Αλεξάνδρεια του Καυκάσου στη Βακτριανή, και οι Έλληνες άποικοι και απόγονοι τους κατόπιν επεκτάθηκαν ακόμη μακρύτερα, στο Πέρασμα του Κιμπέρ, Γανδάρα (Τάξιλα), και την περιοχή του Παντζάμπ. Οι περιοχές αυτές αντιστοιχούν σε ένα μοναδικό γεωγραφικό πέρασμα μεταξύ των Ιμαλαΐων και της οροσειράς της Ινδοκούς, από όπου και οι περισσότερες συναλλαγές γίνονταν μεταξύ Ινδίας και Κεντρικής Ασίας, παράγοντας έντονη δραστηριότητα πολιτιστικών και εμπορικών συναλλαγών.
Μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου το 323 π.Χ. οι Διάδοχοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου ίδρυσαν τα δικά τους βασίλεια στην Ελλάδα, Ανατολία, Αίγυπτο, Κεντρική Ασία, και Ινδία. Ο στρατηγός Σέλευκος Α΄ ίδρυσε την αυτοκρατορία των Σελευκιδών, η οποία επεκτεινόταν ως την Ινδία. Αργότερα, το ανατολικό κομμάτι του βασιλείου των Σελευκιδών αυτοαπεσπάστηκε και δημιουργήθηκε το ανεξάρτητο Ελληνικό βασίλειο της Βακτριανής (250 - 125 π.Χ.), το οποίο και μετεξελίχθηκε αργότερα στο Ινδοελληνικό βασίλειο(180 π.Χ. - 10 μ.Χ.), και συνεχίστηκε με τη μερικώς εξελληνισμένη αυτοκρατορία των Κουσανιτών(1ος - 3ος αιώνας).
Η αλληλεπίδραση των Ελληνικών και Βουδιστικών πολιτισμών καλλιεργήθηκε κατά την πάροδο αρκετών αιώνων, και παρήκμασε τον 5ο αιώνα μ.Χ. με τις εισβολές της αυτοκρατορίας των Εφθαλιτών και αργότερα εξαλείφθηκε με την επέκταση του Ισλάμ.
Όταν ο Αλέξανδρος εισέβαλε στη Βακτριανή και τη Γανδάρα, οι περιοχές αυτές πιθανώς να είχαν ήδη σαμανικές επιρροές, συγκεκριμένα Βουδιστικές και Τζαΐν. Σύμφωνα με ένα θρύλο που μνημονεύεται από τον κανόνα της Πάλι Σούτρα, δύο αδέρφια οι οποίοι ήταν έμποροι και κατάγονταν από την Κασαμπόγα στη Βακτριανή, ο Ταπάσου και ο Μπχαλίκα, επισκέφτηκαν τον Γκαουτάμα Βούδα και έγιναν μαθητές του. Ο θρύλος αναφέρει πως με την επιστροφή τους στον τόπο καταγωγής τους, διέδωσαν τις διδαχές του Βούδα.[2]
Το 326 π.Χ., ο Αλέξανδρος κατέκτησε τη βόρεια περιοχή της Ινδίας, η οποία την εποχή εκείνη εκτεινόταν ως και τις περιοχές του σύγχρονου Αφγανιστάν. Ο βασιλιάς Αμπχί των Τάξιλων, επίσης γνωστός και ως Ταξίλης, παρέδωσε την πόλη του, ένα σημαντικό Βουδιστικό κέντρο, στον Αλέξανδρο. Ο Αλέξανδρος πολέμησε μια επική μάχη εναντίον του βασιλιά Πώρου στο Παντζάμπ, στη μάχη του ποταμού Υδάσπη το 326 π.Χ..
Αρκετοί φιλόσοφοι, όπως ο Πύρρων, Ανάξαρχος και ο Ονησίκριτος, λέγεται πως συνόδευαν τον Αλέξανδρο στις εκστρατείες του στην Ανατολή. Κατά τους 18 μήνες που βρίσκονταν στην Ινδία, είχαν τη δυνατότητα να έρθουν σε επαφή με τους Ινδούς ασκητές, οι οποίοι γενικώς περιγράφονται ως Γυμνοσοφιστές. Ο Πυρρίων (360-270 π.Χ.) επέστρεψε στην Ελλάδα και έγινε ο πρώτος Σκεπτικιστής και ο ιδρυτής της φιλοσοφικής σχολής του Πυρρωνισμού. Ο Έλληνας βιογράφος Διογένης ο Λαέρτιος αναφέρει πως η γαλήνη και αποσύνδεση από τα εγκώσμια του Πύρρου είναι χαρακτηριστικά που αποκτήθηκαν στην Ινδία.[3] Λίγα από τα αποφθέγματά του είναι απευθείας γνωστά, αλλά θυμίζουν καθαρά τη σραμανική, πιθανώς βουδιστική, σκέψη: Τίποτα δεν υπάρχει στα αλήθεια, αλλά η ανθρώπινη ζωή κυβερνάται από τη συνήθεια... Το Τίποτα είναι από μόνο του περισσότερο Αυτό παρά Εκείνο.[4]
Άλλος ένας από τους φιλοσόφους αυτούς, ο Ονεισίκριτος, ένας Κυνικός, αναφέρεται από τον Στράβωνα πως έμαθε στην Ινδία τις ακόλουθες συμβουλές: Πως τίποτα το οποίο συμβαίνει σε έναν άνθρωπο δεν είναι κακό ή καλό... Πως η καλύτερη φιλοσοφία είναι αυτή που ελευθερώνει τη σκέψη [και] από την ευχαρίστηση και [από] τη θλίψη[5])
Ο Ινδός αυτοκράτορας Τσαντραγκούπτα, δυναστείας των Μαουρύα, επανέκτησε το 322 π.Χ. τις περιοχές τις βορειοδυτικής Ινδίας οι οποίες είχαν κατακτηθεί από τον Αλέξανδρο. Ωστόσο, διατήρησε τις επαφές του με τους Ελληνοϊρανούς γείτονές του της δυναστείας των Σελευκιδών. Ο βασιλιάς Σέλευκος ήρθε σε συμφωνία για τον γάμο της κόρης του με τον Τσαντραγκούπτα ως μέρος της ειρηνευτικής συμφωνίας, και αρκετοί Έλληνες, όπως ο ιστορικός Μεγασθένης, διέμεναν στη βασιλική αυλή των Μαουρύα.
Ο εγγονός του, ο Ασόκα υιοθέτησε τη βουδιστική πίστη και έγινε ένας μεγάλος προσηλυτιστής του Θεραβάδα Βουδισμού κατά τον παραδοσιακό κανόνα του Πάλι Σούτρα, επιμένοντας στη μη χρήση βίας στους ανθρώπους και τα ζώα, και γενικές παραινέσεις για τη ρύθμιση της ζωής των απλών ανθρώπων.
Σύμφωνα με τα Διατάγματα του Ασόκα, τα οποία είναι σκαλισμένα σε πέτρα, και μερικά από αυτά είναι γραμμένα και στα Ελληνικά[6], έστειλε βουδιστές αντιπροσώπους στις περιοχές των Ελλήνων στην Ασία, όσο και σε περιοχές τόσο μακριά ως τη Μεσόγειο θάλασσα. Στα γραπτά αυτά, αναφέρονται ο κάθε ένας από τους ηγέτες του Ελληνικού κόσμου που συνάντησαν την εποχή εκείνη(μέσα 3ου αιώνα π.Χ.):
Ο Ασόκα επίσης ισχυρίστηκε πως προσηλύτισε τους ελληνικούς πληθυσμούς του βασιλείου του στον βουδισμό:
Επίσης, κάποιοι από τους απεσταλμένους τους Ασόκα, όπως ο Ντχαρμαραξίτα αναφέρεται στις πηγές του Πάλι ως ο ηγέτης των Ελλήνων (Γιόνα/Yona) Βουδιστών μοναχών, ενεργών στον προσηλυτισμό στον Βουδισμό (Μαχαμβάσα, XII[8]).
Ο Αλέξανδρος ίδρυσε στη Βακτριανή διάφορες πόλεις όπως η Αλεξάνδρεια του Ώξου(Άϊ-Χανούμ) και την Αλεξάνδρεια του Καυκάσου(Μπαγκράμ), καθώς και ένα σύστημα διαχείρισης το οποίο διήρκεσε για πάνω από δύο αιώνες μέσω των Σελευκιδών και του μετέπειτα ανατολικού μέρους τους, του Ελληνικού βασιλείου της Βακτριανής, κράτη τα οποία βρίσκονταν σε συνεχή επαφή με την Ινδία. Οι Έλληνες έστειλαν πρεσβευτές στην αυλή της αυτοκρατορίας των Μαουρύα, όπως ο ιστορικός Μεγασθένης κατά τον καιρό του Τσαντραγκούπτα Μαουρύα, και αργότερα ο Δηίμαχος κατά τον καιρό του Μπιντουσάρα. Ο Μεγασθένης έστειλε λεπτομερείς περιγραφές των Ινδικών θρησκειών, οι οποίες ανακυκλώθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν στον κλασικό κόσμο για αιώνες:[9]
Οι Ελληνοβάκτριοι διατηρούσαν μια ισχυρή Ελληνιστική κουλτούρα πολύ κοντά στην Ινδία κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας των Μαουρύα στην Ινδία, όπως δείχνουν τα αρχαιολογικά ευρήματα στη περιοχή του Άϊ-Χανούμ. Όταν η αυτοκρατορία των Μαουρύα ανατράπηκε από τους Σούνγκα το 180 π.Χ., το Ελληνικό βασίλειο της Βακτριανής επεκτάθηκε πιο βαθιά στην Ινδία, όπου και ίδρυσαν το Ινδοελληνικό βασίλειο, υπό το οποίο ο Βουδισμός διαδώθηκε ευρέως.
Οι Ελληνοβάκτριοι κατέκτησαν μέρη της βόρειας Ινδίας από το 180 π.Χ., οπότε και γίνονται πλέον γνωστοί ως Ινδοέλληνες. Έλεγχαν διάφορες περιοχές της βόρειας Ινδίας ως και το 10.
Ο Βουδισμός ευημερούσε υπό την κυριαρχία των Ινδοελλήνων βασιλέων, και οι πολιτιστικές ανταλλαγές με τη Δύση συνεχίστηκαν. Ο Ζαρμανοχηγάς, ήταν ένας μοναχός κατά την παράδοση της Σραμάνα -πιθανώς, αλλά όχι αναγκαία Βουδιστής- ο οποίος, σύμφωνα με τους αρχαίους ιστορικούς όπως ο Στράβωνας, Δίων Κάσσιος, και ο Νικόλαος Δαμασκηνός, αναφέρεται πως ταξίδεψε στην Αντιόχεια και την Αθήνα τον περίοδο όπου ο Αύγουστος κυβερνούσε τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία.[13][14]
Τα νομίσματα του Ινδοέλληνα βασιλιά Μενάνδρου Α΄ (βασιλεία από 160 έως 135 π.Χ.), τα οποία έχουν βρεθεί από το Αφγανιστάν έως και την κεντρική Ινδία, έχουν την επιγραφή ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΣΩΤΗΡΟΣ ΜΕΝΑΝΔΡΟΥ σε μια από τις πλευρές τους. Αρκετοί Ινδοέλληνες βασιλείς μετά τον Μένανδρο, όπως ο Στράτων Α ο Επιφανής,Ηλιοκλής Α, και Μένανδρος Β´ αναγράφουν επίσης στα νομίσματα τους τον Ινδικό τίτλο του Μαχαραγιάσα Ντάρμικα (Βασιλιάς της Ντάρμα), στην Ινδική γλώσσα του Πρακρίτ και το Ελληνοινδικό σύστημα γραφής Χαροστί.
Σύμφωνα με το χρονικό του Μιλίντα Πάνια, στο τέλος της βασιλείας του ο Μένανδρος Α -τον οποίο οι Ινδοί προσφωνούσαν Μιλίντα- έγινε ιερό πρόσωπο των βουδιστών (αρχάτ, περίπου το εφάμιλλο του αγίου),[15] κάτι που επίσης αναφέρει και ο Πλούταρχος λέγοντας πως τα κειμήλια του μοιράστηκαν και έγιναν αντικείμενο λατρείας.[16]
Το πανταχού παρόν σύμβολο του ελέφαντα στα ινδοελληνικά νομίσματα μπορεί επίσης να συνδέεται με τον βουδισμό, μια και όταν οι ζωροάστρες Πάρθιοι εισέβαλλαν στη βόρεια Ινδία τον 1ο αιώνα, υιοθέτησαν μεγάλο μέρος των συμβολισμών των ελληνικών νομισμάτων, αλλά δεν έκαναν χρήση του ελέφαντα, κάνοντας πιθανό το γεγονός πως η απεικόνιση του δεν σχετίζονταν μόνο με γεωγραφικούς ρόλους.
Μετά τη βασιλεία του Μενάνδρου Α, αρκετοί Ινδοέλληνες βασιλείς, όπως ο Αμύντας της Βακτρίας, ο Νικίας, ο Πευκόλαος, ο Ερμαίος, ο Ιππόστρατος, και ο Μένανδρος Β, απεικόνιζαν τους εαυτούς τους ή τις ελληνικές θεότητες τους με το δεξί χέρι να πραγματοποιεί όμοια χειρονομία με αυτή του βουδιστικού βιτάρκα μούντρα (αντίχειρας και δείκτης ενωμένοι μαζί, με τα υπόλοιπα δάκτυλα εκτεταμένα), χειρονομία η οποία συμβολίζει τη μετάδοση των διδαχών του Βούδα.
Σύμφωνα με τον Κλαύδιο Πτολεμαίο, οι ελληνικές πόλεις ιδρύθηκαν από τους Ελληνοβάκτριους στη βόρεια Ινδία. Ο Μένανδρος εγκατέστησε την πρωτέυουσα του στη Σαγάλα, τη σημερινή Σιαλκότ στο Παντζάμπ, ένα από τα κέντρα της βουδιστικής κουλτούρας (Μιλίντα Πάνια, κεφ.Α). Μια μεγάλη ελληνική πόλη η οποία χτίστηκε από τον Δημήτριο Α τον Ανίκητο και ξανακτίστηκε από τον Μένανδρο έχει ανασκαφεί κοντά στα Τάξιλα, με τις βουδιστικές στούπες να βρίσκονται δίπλα δίπλα με Ινδουιστικούς και ελληνικούς ναούς, κάτι που υποδηλώνει θρησκευτική ανοχή και πολιτιστικές ανταλλαγές.
Στοιχεία απευθείας ανταλλαγής θρησκευτικών στοιχείων μεταξύ της Ελληνικής και της βουδιστικής σκέψης διακρίνονται επίσης στο Μιλίντα Πάνια, τη βουδιστική διατριβή σε πλατωνική τεχνοτροπία, η οποία περιγράφει τις συζητήσεις μεταξύ του βασιλιά Μένανδρου Α(Μιλίντα) και του Βουδιστή μοναχού Ναγκασένα.
Επίσης η Μαχαμβάσα (κεφ. XXIX[19]) αναφέρει πως κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μενάνδρου, ένας Έλληνας (Γιόνα) Βουδιστής αρχιμοναχός με τον τίτλο του Μαχανταρμαρακσίτα (στα Ινδικά Μεγάλος Δάσκαλος της Ντάρμα), οδήγησε 30.000 Βουδιστές μοναχούς από την Ελληνική πόλη της Αλεξάνδρειας (πιθανώς την Αλεξάνδρεια του Καυκάσου, περίπου στα 150 χλμ απόσταση βορείως της Καμπούλ), στη Σρι Λάνκα για το προσκύνημα στη στούπα της περιοχής, κάτι που δείχνει πως ο Βουδισμός ανεπτύχθη ιδιαίτερα στην περιοχή του Μένανδρου και πως οι Έλληνες εκεί είχαν ενεργή ανάμειξη μαζί του.
Αρκετές βουδιστικές αφιερώσεις από Έλληνες της Ινδίας είναι καταγεγραμμένες, όπως αυτή του Έλληνα μεριδάρχη (κυβερνήτη επαρχίας) Θεόδωρου, ο οποίος περιγράφει σε γραφή Χαροστί πως τέλεσε τη λατρεία των κειμηλίων του Βούδα. Οι επιγραφές βρέθηκαν μέσα σε ένα βάζο που βρίσκοταν σε μια στούπα, και χρονολογούνται από τον καιρό της βασιλείας του Μενάνδρου ή ενός από τους διαδόχους του τον 1ο αιώνα π.Χ.:
Η βουδιστική παράδοση αναγνωρίζει τον Μένανδρο ως ένα από τους μεγάλους ευεργέτες της πίστης, μαζί με τους Ασόκα και Κανίσκα.
Έχουν επίσης βρεθεί Βουδιστικά χειρόγραφα γραμμένα σε καλλιγραφικά Ελληνικά, τα οποία υμνούν διάφορους Βούδες και κάνουν αναφορά του Μαχαγιάνα Λοκεσβάρα Βούδα (συγκεκριμένα το πλήρες όνομα αναγράφεται με Ελληνικά γράμματα ως λωγοασφαροραζοβοδδο). Τα χειρόγραφα αυτά έχουν χρονολογηθεί αργότερα από τον 2ο αιώνα μ.Χ..[21]
Μερικά στοιχεία του κινήματος Μαχαγιάνα πιθανώς να ξεκίνησαν γύρω στον 1ο αιώνα π.Χ. στη βορειοδυτική Ινδία, κατά τον χρόνο και τόπο των αλληλεπιδράσεων αυτών. Οι κύριες σούτρες της Μαχαγιάνα θεωρούνται πως έχουν γραφεί μετά το 100 π.Χ., όταν και αναδείχτηκαν θρησκευτικές διαμάχες ανάμεσα στις τάξεις των βουδιστών σχετικά με την ανθρώπινη ή ύπερ-ανθρώπινη φύση του Βούδα καθώς και ζητήματα μεταφυσικής ουσιοκρατίας, κάτι που κάνει πιθανή την παρουσία τηςΕλληνικής φιλοσοφικής σκέψης και επιρροής.[22]
Οι Κουσανίτες, ήταν μια από τις πέντε φυλές της συνομοσπονδίας των Ινδοευρωπαίων Γουεζί (Τόχαρων) της Κίνας. Εγκαταστάθηκαν στη Βακτριανή από το 125 π.Χ. εκτοπίζοντας το Ελληνοβακτριανό βασίλειο, και ξεκίνησαν εισβολές στη βόρεια Ινδία το 1 μ.Χ..
Μέχρι τότε, βρισκόταν ήδη σε επαφή με τον Ελληνικό πολιτισμό και το Ινδοευρωπαϊκό βασίλειο για πάνω από ένα αιώνα. Χρησιμοποιούσαν την Ελληνική γραφή για τη γλώσσα τους, όπως φαίνεται από τα νομίσματα τους τα οποία έχουν υιοθετήσει το Ελληνικό αλφάβητο. Η απορρόφηση της Ελληνικής ιστορικής και μυθολογικής κουλτούρας μπορεί να διακριθεί σε γλυπτά των Κουσανιτών τα οποία αναπαριστούν Διονυσιακές σκηνές ή ακόμα και την ιστορία του Δούρειου Ίππου[23] και είναι πιθανό πως οι Ελληνικές κοινότητες συνέχισαν υπό την κυριαρχία των Κουσανιτών.
Ο βασιλιάς των Κουσανιτών ο Κανίσκα, ο οποίος τιμούσε τον Ζωροαστρισμό, Ελληνικές και Βραχμανικές θεότητες, καθώς και τον Βούδα, και ήταν διάσημος για την πολιτιστική ανάμειξη των θρησκειών, οργάνωσε την τέταρτη Βουδιστική σύνοδο το 100 μ.Χ. στο Κασμίρ για τη σύνταξη και αναθεώρηση των Βουδιστικών κανόνων. Μερικά από τα νομίσματα του Κανίσκα έχουν τις αρχαιότερες γνωστές αναπαραστάσεις του Βούδα σε νόμισμα (περίπου το 120 π.Χ.), σε Ελληνιστική τεχνοτροπία και με τη λέξη ΒΟΔΔΟ (Βούδα) αναγεγραμμένη.
Ο Κανίσκα επίσης πήρε τα αρχικά Μαχαγιάνα Βουδιστικά κείμενα και τα μετέφρασε από τις διάφορες τοπικές γλώσσες, στη λόγια γλώσσα των Σανσκριτικών, κάτι το οποίο ήταν ένα καθοριστικό σημείο στην ιστορία των Κανόνων του Βουδισμού[24]
Το κιβώτιο του Κανίσκα, είναι εύρημα το οποίο χρονολογείται κατά το πρώτο έτος της βασιλείας του Κανίσκα το 127 μ.Χ., και εμφανίζεται να είναι υπογεγραμμένο από ένα Έλληνα καλλιτέχνη με το όνομα Αγησίλαος, ο οποίος επέβλεψε τις εργασίες στις στούπα του Κανίσκα, επιβεβαιώνοντας έτσι την άμεση συσχέτιση των Ελλήνων της Κεντρικής Ασίας με τις Βουδιστικές ενασχολήσεις ακόμα και σε αυτή την ύστερη ημερομηνία.
Αυτή η νέα μίξη και μορφή του Βουδισμού, επεκτάθηκε πλήρως στην Ανατολική Ασία μετά από αυτά τα γεγονότα. Ο Κουσανίτης μοναχός Λοκαξέμα, επισκεύτηκε την Κινεζική αυλή της δυναστείας των Χαν το 178 μ.Χ., και εργάστηκε εκεί για δέκα έτη κάνοντας την πρώτη γνωστή μετάφραση των κειμένων του Μαχαγιάνα Βουδισμού στα Κινεζικά. Η νέα θρησκεία, αργότερα διαδώθηκε στην Κορέα και την Ιαπωνία, και η ίδια είναι η πηγή του Ζεν.
Σε πολλά έργα της Ελληνοβουδιστικής τέχνης υπάρχει μίξη Ελληνικών και Βουδιστικών στοιχείων, κυρίως σε περιοχές όπως η Γανδάρα.[25][26] Το θεματικό περιεχόμενο των δημιουργιών είναι καθαρά Βουδιστικό, με την τεχνοτροπία να παρουσιάζει ελληνική επιρροή.[27]
Αν και δεν έχει οριστικοποιηθεί ως άποψη, οι πρώτες ανθρωπομορφικές αναπαραστάσεις του ίδιου του Βούδα θεωρείται πιθανό πως είναι αποτέλεσμα της ελληνοβουδιστικής αλληλεπίδρασης. Πριν από αυτή την καινοτομία, η βουδιστική τέχνη ήταν ανεικονική, ο Βούδας δηλαδή απεικονιζόταν μόνο μέσω των συμβόλων του (έναν άδειο θρόνο, το δέντρο Μπόντι, τις πατημασιές του Βούδα, τον τροχό της Ντάρμα).
Αυτή η διστακτικότητα ως προς την απεικόνιση του Βούδα και η εξειδικευμένη ανάπτυξη των ανεικονικών συμβόλων ώστε να αποφέυγεται η απεικόνιση του (ακόμα και σε σκηνές αφήγησης όπου χρησιμοποιούνταν άλλες ανθρώπινες μορφές), φαίνεται να συνδέεται με ένα από τα αποφθέγματα του Βούδα, ο οποίος αποθάρρυνε αναπαραστάσεις του εαυτού, μια και θα πέθαινε και το σώμα του θα οδηγούνταν σε αποσύνθεση.[28]
Οι Έλληνες λόγω του εξερευνητικού χαρακτήρα του πολιτισμού τους, δεν ένιωθαν δεσμευμένοι από τέτοιους περιορισμούς και πιθανώς είναι αυτοί οι πρώτοι οι οποίοι τόλμησαν μια γλυπτική αναπαράσταση του Βούδα.[29] Σε πολλά μέρη του αρχαίου κόσμου, οι Έλληνες προχώρησαν σε πρόσμιξη των χαρακτηριστικών των τοπικών θεοτήτων με τις δικές τους: ευρέως γνωστό παράδειγμα είναι αυτό του θεού Σέραπη, ο οποίος εισήχθηκε από τον Πτολεμαίο Α στην Αίγυπτο, και συνδύαζε πτυχές των Ελληνικών και Αιγυπτιακών θεοτήτων. Στην Ινδία επίσης, οι Έλληνες δημιούργησαν μια μόνο θεότητα συνδέοντας την ταυτότητα ενός Έλληνα Θεού-Βασιλιά (τον Απόλλωνα, ή πιθανώς τον ιδρυτή του Ινδοελληνικού βασιλείου, Δημήτριο τον Ανίκητο, ο οποίος είχε αποθεωθεί), με τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά του Βούδα.
Πολλά από τα στυλιστικά στοιχεία στις αναπαραστάσεις του Βούδα δείχνουν την ελληνική επιρροή,[30][31] όπως η Ελληνορωμαϊκή τήβεννος ή ιμάτιο που καλύπτει και τους δύο ώμους, η όρθια στάση με τον όγκο του σώματος να στηρίζεται κυρίως στο ένα πόδι το οποίο είναι ελαφρώς προτεταμένο[32], τα Μεσογειακά κατσαρά μαλλιά και το χτένισμα με φιόγκο των μαλλιών στην κορυφή της κεφαλής, προέρχονται από την τεχνοτροπία του Απόλλωνα του Μπελβεντέρε (330 π.Χ.),[33] καθώς και η μετρημένη ποιότητα των προσώπων, τα οποία είναι κατασκευασμένα με ισχυρό καλλιτεχνικό ρεαλισμό(δες: Αρχαιοελληνική μνημειακή γλυπτική). Ένας μεγάλος αριθμός γλυπτών τα οποία συνδυάζουν Βουδιστική και καθαρά ελληνιστική τεχνοτροπία και εικονογραφία, ανακαλύφθηκαν στη Χάντα της Γανδάρας.
Οι Έλληνες καλλιτέχνες είναι το πιο πιθανό πως είναι οι δημιουργοί αυτών των πρώιμων αναπαραστάσεων του Βούδα, κυρίως αυτά των αγαλμάτων σε όρθια στάση, τα οποία παρουσιάζουν μια ρεαλιστική μεταχείρηση της δίπλωσης των ιματίων και διαχείριση του συνολικού όγκου, παρόμοια με τις καλύτερες ελληνικές δημιουργίες, και τα οποία ανήκουν στην κλασική και ελληνιστική Ελλάδα, δεν αποτελούν αρχαΐζουσα Ελληνική τέχνη που μεταδώθηκε μέσω της Περσίας, ούτε και είναι Ρωμαϊκά[34].
Η ελληνική στυλιστική επιρροή στην αναπαράσταση του Βούδα, μέσω του ιδεαλιστικού ρεαλισμού της, επίσης έκανε τη δημοτικότητα και κατανόηση του Βούδα πιο προσιτή προς όλους ως προς την αναπαράσταση του αποτέλεσματος που έχει κάποιος όταν φθάσει στην κατάσταση της απόλυτης φώτισης και νιρβάνα που περιγράφει ο Βουδισμός: "Ένα από τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά της σχολής τέχνης της Γανδάρας που εμφανίστηκε στη βορειοανατολική Ινδία, είναι ότι έχει ξεκάθαρα επηρεαστεί από τον νατουραλισμό της κλασικής ελληνικής τεχνοτροπίας. Έτσι, ενώ αυτές οι απεικονίσεις εξακολουθούν να μεταφέρουν την εσωτερική γαλήνη που έρχεται με την εφαμοργή των διδαχών του Βούδα, μάς δίνουν επίσης και μια εικόνα των ανθρώπων της εποχής, οι οποίοι περπατούσαν, μιλούσαν και κοιμόντουσαν, με τον ίδιο τρόπο που κάνουμε και εμείς. Νιώθω πως αυτό είναι πολύ σημαντικό. Οι αναπαραστάσεις αυτές εμπνέουν γιατί δεν δείχνουν μόνο τον σκοπό, αλλά και την αίσθηση του τι μπορεί να καταφέρει ο κάθε άνθρωπος αρκεί να προσπαθήσει" (Δαλάι Λάμα ο 14ος[35])
Κατά τους επόμενους αιώνες, αυτή η ανθρωπομορφική αναπαράσταση του Βούδα καθόρισε τον κανόνα της βουδιστικής τέχνης, αλλά βαθμιαία εξελίχθηκε με τη συμπερίληψη περισσότερων ινδικών και ασιατικών στοιχείων.
Πολλές άλλες βουδιστικές θεότητες έχουν πιθανώς επηρεαστεί από τις αρχαιοελληνικές θεότητες. Για παράδειγμα, ο Ηρακλής με τη λεοντοκεφαλή (ο προστάτης θεός του Δημήτριου του Ανίκητου) χρησιμοποίηθηκε ως καλλιτεχνική απεικόνιση του Βατζραπάνι, του προστάτη του Βούδα[36][37].
Πέρα από τον Βαϊζραπάνι, η ελληνική επιρροή εμφανίζεται επίσης σε αρκετούς άλλους θεούς του πάνθεον του Μαχαγιάνα, όπως τον Ιαπωνικό θεό Φουτζίν (Fūjin)[38] ο οποίος είναι εμπνευσμένος από τον Ελληνικό Βορέα ή τη μητέρα θεά Χαρίτη[39] η οποία εμπνέεται από την Τύχη.
Αργότερα, αναπαράστασεις ημιανθρώπινων πλασμάτων όπως οι Κένταυροι και οι Τρίτωνες, οι οποίοι είναι μέρος της Ελληνιστικής τέχνης, εισήχθησαν από τους Έλληνες και Ρωμαίους καλλιτέχνες στην αυλή των ηγεμόνων των Κουσανιτών.
Η στενή σχέση μεταξύ Ελλήνων της Κεντρικής Ασίας και του βουδισμού οδήγησε και σε φιλοσοφικές ανταλλαγές. Πολλές από τις πρώιμες θεωρίες του Μαχαγιάνα βουδισμού συσχετίζονται με την ελληνική φιλοσοφική σχολή σκέψης. Ο Μαχαγιάνα βουδισμός έχει περιγραφεί ως η μορφή του βουδισμού η οποία -ανεξάρτητα από τη μετέπειτα ινδουιστική επιρροή- φαίνεται πως ξεκίνησε από τις ελληνοβουδιστικές κοινότητες της Ινδίας, μέσα από μια σύνθεση της ελληνικής δημοκρίτειας-σοφιστικής-σκεπτικιστικής παράδοσης με τα στοιχειώδη και μη σχηματοποιημένα εμπειρικά και σκεπτικιστικά στοιχεία τα οποία υπήρχαν ήδη στον πρώιμο βουδισμό.[40]
Υπάρχουν πολυάριθμα παραδείγματα φιλοσοφικής σύμπλευσης μεταξύ της ελληνικής φιλοσοφίας των Κυνικών, και αρκετούς αιώνες αργότερα της Βουδιστικής φιλοσοφίας του Μαντιαμίκα και Ζεν. Οι Κυνικοί αρνούνταν τη σημασία των ανθρώπινων συμβάσεων, συνηθειών και γνωμών -τις οποίες περιέγραφαν ως τύφο, μια μεταφορά για ψευδαίσθηση και σφάλμα-, συμπεριλαμβανομέων των προφορικών εκφράσεων, προς χάριν της ωμής εμπειρίας της πραγματικότητας. Τόνιζαν την ανάγκη της ανεξαρτησίας από τα εξωτερικά αγαθά ώστε να είναι δυνατό να αποκτηθεί ευτυχία. Παρομοίως, η Πραγναπαραμίτα, το σύνολο των διδαχών πριν τη Μαντιαμίκα, εξηγεί πως όλα τα πράγματα είναι σαν αφρός, ή φούσκες, άδεια, ψευδή και πρόσκαιρα, και πως μόνο η αγνόηση όλων των πιθανών απόψεων μπορεί να οδηγήσει στη φώτιση.[44] Οι Κυνικοί υποστήριζαν πως για να ξεφύγει κάποιος αυτό τον κόσμο της ψευδαίσθησης, χρειάζεται πειθαρχία και αγώνας -τις οποίες όριζαν ως άσκηση και μάχη- της φιλοσοφίας, την υιοθέτηση πρακτικών αυτάρκειας, και ένα τρόπο ζωής στο παράδειγμα του Διογένη, ο οποίος όπως και οι βουδιστές μοναχοί, αποκήρρυτε τα επίγεια αγαθά. Αυτές οι αρχές, σε συνδυασμό με την ιδέα της φιλανθρωπίας -της οποίας ο Κράτης, μαθητής του Διογένη, ήταν ο μεγαλύτερος υποστηρικτής-, μοιάζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό με αυτές της βουδιστικής Πράγνα (σοφίας) και Καρούνα (συμπόνιας).[45]
Μια δημοφιλής μορφή της ελληνοβουδιστικής τέχνης, ο μελλοντικός Βούδας Μαϊτρέγια, συχνά συνδέεται με την ιρανική θεότητα του Ζοροαστρισμού τον Γιαζάτα Μίθρα, ο οποίος ήταν δημοφιλής και λατρευόταν στον ελληνορωμαϊκό κόσμο ως Μίθρας.[46]
Οι Βουδιστές μοναχοί από την περιοχή της Γανδάρας, η οποία ήταν το επίκεντρο του ελληνοβουδισμού, έπαιξαν ένα κεντρικό ρόλο στην ανάπτυξη και μετάδοση των βουδιστικών ιδεών προς την κατεύθυνση της βόρειας και ανατολικής Ασίας. Υπήρχαν ήδη εμπορικές σχέσεις ανάμεσα στην Κίνα και τους Νταγιουάν -Μεγάλοι Ίωνες-, ένα κομμάτι του παλαιού ελληνικού βασιλείου της Βακτριανής το οποίο είχε αποκοπεί και απομονωθεί μετά την κάθοδο των Τοχάρων, και συνέχισε να ευημερεί κρατώντας τον ελληνιστικό του χαρακτήρα, και έτσι υπήρχαν οι πρώτες βάσεις για την περαιτέρω ανάπτυξη των επαφών.
Η έντονη εμπορική δραστηριότητα του 1ου αιώνα π.Χ. του Ελληνορωμαϊκού κόσμου, και ιδιαίτερα ο παροξυσμός των Ρωμαίων σχετικά με τη χρήση μεταξιού και η έντονη ζήτηση τους για αυτό, αποτυπώνεται από τα διατάγματα της Ρωμαϊκής σύγκλητου ως προς την απαγόρευση του φορέματος υφασμάτινων ρούχων, με βάση οικονομικούς και ηθικούς λόγους. Αυτό επιβεβαιώνεται απο τουλάχιστον τρείς σημαντικούς ιστορικούς:
Ο Στράβωνας καθώς και ο Πλούταρχος (45 – 125) εξιστόρησαν επίσης και τη βασιλεία του Μένανδρου, επιβεβαιώνοντας έτσι πως οι πληροφορίες κυκλοφορούσαν μεταξύ Δύσης και Ανατολής στον ελληνιστικό κόσμο.
Ο Ζαρμανοχηγάς, ήταν μοναχός της σραμανικής παράδοσης -πιθανώς αλλά όχι απαραίτητα βουδιστής. Σύμφωνα με αρχαίους ιστορικούς όπως ο Στράβωνας, Δίων Κάσσιος και ο Νικόλαος της Δαμασκού, ταξίδεψε στην Αντιόχεια και την Αθήνα τον περίοδο όπου ο Αύγουστος κυβερνούσε τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία.[13][14] και αργότερα κατευθύνθηκε στην Αθήνα, όπου και έδωσε τέρμα στη ζωή του καίγοντας τον εαυτό του κατά τα πρότυπα της παράδοσης του.[13][14] Η ιστορία του και ο τάφος του στην Αθήνα ήταν καλά γνωστές μέχρι και ένα αιώνα αργότερα ως ο Τάφος του Ινδού[49] (δεν σχετίζεται με τον Τάφο του Ινδού ως το κλειστό γήπεδο της λεωφόρου Αλεξάνδρας στην Αθήνα το οποίο και έχει διαφορετική ιστορία[50]). Ο Πλούταρχος στην εξιστόρηση του Μέγα Αλέξανδρου, αναφέρει την αυτοπυρπόληση του Καλανού της Ινδίας την οποία παρατήρησε ο στρατός του Αλέξανδρου και αναφέρει πως και Ινδός που έφτασε στην Αθήνα ακολούθησε την ίδια ακριβώς πρακτική[51].
Έναν αιώνα αργότερα, ο Κλήμης της Αλεξάνδρειας (πέθανε το 215) στο έργο του Στρωματείς (Βιβλίο 1, κεφάλαιο O) αναφέρει πως: Οι Ινδοί γυμνοσοφιστές και οι υπόλοιποι φιλόσοφοι των βαρβάρων, διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, μερικοί αποκαλούνται Σαρμάνες και οι άλλοι Βραχμάνες. Και στους Σαρμάνες υπάρχουν αυτοί που λέγονται Υλόβιοι και δεν κατοικούν στις πόλεις, ούτε έχουν σκεπή πάνω από το κεφάλι τους, αλλά ντύνονται με αποκόμματα των φλοιών των δέντρων, τρέφονται με καρπούς, και πίνουν νερό χρησιμοποιώντας τα χέρια τους. Όπως με τους Εγκρατίτες του σήμερα, δεν γνωρίζουν τι είναι γάμος και δε τους ενδιαφέρει η απόκτηση παιδιών. Μερικοί, επίσης Ινδοί, ακολουθούν τις διδαχές του Βούττα Βούδα, στον οποίο λόγω της υπέρτατης ιερότητας του, αποδίδουν θεϊκές τιμές.[52]
Η προχριστιανική μοναστική κοινότητα των Ιουδαίων Θεραπευτών της Αλεξάνδρειας (Θεραπευταί) πιθανώς να αποτελεί και παραφθορά της ονομασίας μιας μορφής του Βουδισμού τη Θεραβάδα,[53] σύμφωνα με τον Φίλωνα της Αλεξάνδρειας ο οποίος ήταν αβέβαιος για την ετυμολογία και για το αν υπήρξε σύγχυση με τη λέξη θεραπευτής, μια και οι αρχές του κινήματος φαίνονται να προέρχονται απευθείας από τον Βουδιστικό ασκητισμό.[54] Είναι επίσης πιθανό να είναι απόγονοι των απεσταλμένων του Ασόκα στη Δύση.[55] Ο φιλόσοφος Ηγησίας ο Πεισιθάνατος της Κυρήνης, όπου εξουσίαζε ο Μάγας της Κυρήνης, θεωρείται πως είχε επηρεαστεί από τις διδαχές των Βουδιστών απεσταλμένων του Ασόκα.[56]
Έχουν επίσης ανακαλυφθεί επιτύμβιες στήλες στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου οι οποίες χρονολογούνται στην Πτολεμαϊκή περίοδο, και είναι διακοσμημένες με απεικονίσεις του τροχού της Ντάρμα, το οποίο αποτελεί Βουδιστικό σύμβολο,[57] πιθανώς όμως να υπάρχει και σύγχυση με τον οκτάφυλλο Μακεδονικό ρόδακα ο οποίος έχει σχετικά παρόμοιο σχήμα.
Σε επίπεδο θρησκειών, τα φιλοσοφικά συστήματα του βουδισμού και του χριστιανισμού έχουν εξελιχθεί με πολύ διαφορετικούς τρόπους, ωστόσο οι θεμελιώδεις αρχές του σεβασμού προς τη ζωή, του σεβασμού για τους αδυνάτους, της απόρριψης της βίας, της άφεσης των αμαρτωλών και της ανοχής, είναι χαρακτηριστικά και των δύο, και αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο να υπήρξε αλληλεπίδραση κατά τα πρώιμα χρόνια, και ιδίως στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου[36][58].