Ο Εντισόν Βασίλιεβιτς Ντενίσοφ (ρωσικά: Эдисон Васильевич Денисов, 6 Απριλίου 1929 – 24 Νοεμβρίου 1996) ήταν ΡώσοςΣοβιετικός συνθέτης της λεγόμενης «αντικολλεκτιβιστικής», «εναλλακτικής» ή «αντικονφορμιστικής» σοβιετικής μουσικής.
Η ενότητα αυτή δεν τεκμηριώνεται επαρκώς με παραπομπές. Παρακαλούμε βοηθήστε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Ατεκμηρίωτο υλικό μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί.
(Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 19/11/2020)
Το σπίτι όπου γεννήθηκε ο Ντενίσοφ στο Τομσκ.
Ο Ντενίσοφ γεννήθηκε στο Τομσκ της Σιβηρίας και ήταν γιος του ραδιοφυσικού Βασίλη Ντενίσοφ, ο οποίος του έδωσε το πολύ ασυνήθιστο βαφτιστικό όνομα «Εντισόν» για να τιμήσει τον εφευρέτη Τόμας Έντισον. Ο μικρός Εντισόν άρχισε να σπουδάζει μαθηματικά προτού αποφασίσει να περάσει τη ζωή του συνθέτοντας μουσική, μία απόφαση που υποστηρίχθηκε ενθουσιωδώς από τον Ντμίτρι Σοστακόβιτς, ο οποίος του παρέδωσε και μαθήματα στη σύνθεση.
Από το 1951 μέχρι το 1956 ο Ντενίσοφ σπούδασε σύνθεση στο Ωδείο της Μόσχας. Καθηγητής του στη σύνθεση ήταν ο Βισαριόν Σεμπαλίν, στην ενορχήστρωση ο Νικολάι Ράκοφ, στην ανάλυση ο Βικτόρ Ζούκερμαν και στο πιάνο ο Βλαντίμιρ Μπέλοφ. Από το 1956 μέχρι το 1959 ο Ντενίσοφ συνέθεσε την τρίπρακτη όπεραИван-солдат («Στρατιώτης Ιβάν»), βασισμένη σε ρωσικά παραδοσιακά παραμύθια.
Ο νέος συνθέτης άρχισε να μελετά τη μουσική συνθετών όπως οι Μάλερ και Ντεμπυσσύ, αλλά και οι Πιερ Μπουλέζ και Καρλχάιντς Στοκχάουζεν. Συνέγραψε μια σειρά άρθρων που έδιναν μία λεπτομερή ανάλυση διαφορετικών πλευρών των σύγχρονων τεχνικών στη σύνθεση, ενώ ταυτοχρόνως πειραματιζόταν ενεργά ως συνθέτης, επιχειρώντας να χαράξει τον δικό του δρόμο. Μετά την αποφοίτησή του, ο Ντενίσοφ δίδαξε ενορχήστρωση και αργότερα σύνθεση στο Ωδείο της Μόσχας. Μεταξύ των μαθητών του εκεί συγκαταλέγονταν οι συνθέτες Ντμίτρι Ν. Σμιρνόφ, Ελένα Φίρσοβα, Βλαντίμιρ Ταρνοπόλσκυ, Γιούρι Κασπάροφ και Αλεξάντερ Στσετίνσκυ.
Το 1979 ο Ντενίσοφ έπεσε στη δυσμένεια του σοβιετικού καθεστώτος ως ένας από τους «Επτά του Χρένικοφ». που αποκηρύχθηκαν από το 6ο Συνέδριο της Ενώσεως Σοβιετικών Συνθετών για μη εγκεκριμένη συμμετοχή σε κάποια φεστιβάλ σοβιετικής μουσικής που έγιναν σε δυτικές χώρες. Μετά την αλλαγή του καθεστώτος, ο συνθέτης ηγήθηκε της επανασυσταθείσας το 1990 Ενώσεως για τη Σύγχρονη Μουσική. Ο Ντενίσοφ εγκαταστάθηκε αργότερα στη Γαλλία. Μετά από ένα σοβαρό τροχαίο ατύχημα το καλοκαίρι του 1994 και μακρά ασθένεια, απεβίωσε σε νοσοκομείο στο Παρίσι σε ηλικία 67 ετών. Από τους δύο γάμους του είχε δύο κόρες.
Η ενότητα αυτή δεν τεκμηριώνεται επαρκώς με παραπομπές. Παρακαλούμε βοηθήστε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Ατεκμηρίωτο υλικό μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί.
(Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 19/11/2020)
Ο κύκλος για σοπράνο και σύνολο δωματίου Le soleil des Incas (1964), που μελοποίησε τα ποιήματα της Γκαμπριέλα Μιστράλ και ήταν αφιερωμένος στον Πιερ Μπουλέζ, χάρισε στον Εντισόν Ντενίσοφ διεθνή αναγνώριση. Αυτό συνέβη μετά από μία σειρά επιτυχημένων εκτελέσεων του έργου στο Ντάρμστατ και στο Παρίσι το 1965. Η σύνθεση άρεσε στον Ίγκορ Στραβίνσκι, που ανεκάλυψε το «αξιοσημείωτο ταλέντο» του δημιουργού της. Ωστόσο, επικρίθηκε από την Ένωση Σοβιετικών Συνθετών για τις «δυτικές επιρροές» της, τον «ακαδημαϊσμό αντί δημιουργικότητας» και «ολική ελευθερία του συνθέτη» (Τ. Χρένικοφ). Κατόπιν αυτού, οι εκτελέσεις των έργων του Ντενίσοφ απαγορεύονταν συχνά στη Σοβιετική Ένωση.
Αργότερα ο συνθέτης έγραψε ένα κοντσέρτο για φλάουτο για την Ωρέλ Νικολέ, ένα κοντσέρτο για βιολί για τον Γκιντόν Κρέμερ, και έργα για τον ομποΐσταΧάιντς Χόλιγκερ, τον κλαρινετίστα Έντουαρντ Μπρούνερ και για τον σαξοφωνίστα Ζαν-Μαρί Λοντέξ (μία σονάτα για άλτο σαξόφωνο και πιάνο που έγινε πολύ δημοφιλής στους σαξοφωνίστες γενικά). Το νηφάλιο αλλά εντυπωσιακό Ρέκβιεμ που συνέθεσε ο Ντενίσοφ, με ένα πολύγλωσσο κείμενο (στην αγγλική, τη γαλλική, τη γερμανική και τη λατινική γλώσσα) γνώρισε την παγκόσμια πρεμιέρα του στο Αμβούργο το 1980. Μεταξύ των μεγαλύτερων έργων του είναι και οι όπερες L'écume des jours (1981, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Μπορίς Βιάν) και Quatre Filles (1986, για τον Πάμπλο Πικάσο), καθώς και το μπαλέτο Confession με έμπνευση το έργο του Αλφρέ ντε Μυσσέ.
1970: Δύο τραγούδια, σε ποίηση του Ιβάν Μπούνιν, για σοπράνο και πιάνο
1970: Peinture (Ζωγραφιά) για ορχήστρα
1970: Σονάτα για σαξόφωνο and piano
1971: Τρίο πιάνο
1972: Κοντσέρτο για βιολοντσέλο
1973 La vie en rouge («Η ζωή στο κόκκινο»), σε κείμενο του Boris Vian, για σόλο φωνή, φλάουτο, κλαρίνο, βιολί, βιολοντσέλο, πιάνο και κρουστά
1974: Κοντσέρτο για πιάνο
1974: Signes en blanc (Знаки на белом, «Αναστεναγμοί σε λευκό») για πιάνο
1975: Κοντσέρτο για φλάουτο
1977: Κοντσέρτο για βιολί
1977: Concerto Piccolo για σαξόφωνο και 6 κρουστά
1980: Requiem, σε κείμενα ακολουθιών και ποίηση Φραντίσκο Τάνζερ, για σοπράνο, τενόρο, μικτή χορωδία και ορχήστρα
1981: L'écume des jours (Пена дней, «Ο αφρός των ημερών»), με βάση το ομώνυμο μυθιστόρημα του Μπορίς Βιάν
1982: Tod ist ein langer Schlaf (Смерть—это долгий сон, «Ο θάνατος είναι ένας μακρός ύπνος»), παραλλαγές στον Κανόνα για βιολοντσέλο και ορχήστρα του Χάυδν
1982: Συμφωνία Δωματίου No. 1
1982: Κοντσέρτο για φαγκότο, βιολοντσέλο και ορχήστρα
1983: Πέντε σπουδές για σόλο φαγκότο
1984: Confession (Исповедь), μπαλέτο σε τρεις πράξεις, βασισμένο στο έργο του Αλφρέ ντε Μυσσέ
Brian Luce: Light from Behind the Iron Curtain: Anti-Collectivist Style in Edison Denisov's "Quatre Pièces pour Flûte et Piano", UMI, Ann Arbor 2000
Peter Schmelz: Listening, Memory, and the Thaw: Unofficial Music and Society in the Soviet Union, 1956-1974, διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια (επιβλέπων Richard Taruskin), 2002
Peter Schmelz: Such Freedom, If Only Musical, Oxford University Press, 2009