Μια εξωσωματική εμπειρία είναι μια εμπειρία που κλασικά περιλαμβάνει την αίσθηση της αιώρησης έξω από το σώμα και, σε κάποιες περιπτώσεις, το αίσθημα της αντίληψης του σώματος από ένα σημείο έξω το σώμα (αυτοσκόπηση).
Ο όρος εισήχθη το 1943 από τον George Tyrrell στο βιβλίο του Apparitions[1], και υιοθετήθηκε από μελετητές όπως η Celia Green[2] και ο Ρόμπερτ Μονρόε[3] σαν εναλλακτικός στους βασιζόμενους σε συστήματα πεποιθήσεων όρους όπως "αστρική προβολή" και "ταξίδι της ψυχής". Εξωσωματικές εμπειρίες μπορεί να προκληθούν μεταξύ άλλων από εγκεφαλικά τραύματα, αισθητηριακή στέρηση, επιθανάτιες εμπειρίες, διαχωριστικά[4] και ψυχεδελικά φάρμακα, αφυδάτωση, ύπνο, και ηλεκτρική διέγερση του εγκεφάλου[5]. Μπορεί επίσης να προκληθεί εσκεμμένα από κάποιους[6]. Ένας στους δέκα ανθρώπους είχαν τουλάχιστον μία φορά ή και αρκετές εξωσωματικές εμπειρίες κατά τη διάρκεια της ζωής τους[7][8].
Οι νευροεπιστήμονες και οι ψυχολόγοι θεωρούν την εξωσωματική εμπειρία αποσυνδετικές εμπειρίες που μπορούν να προκύψουν από διάφορους ψυχολογικούς και νευρολογικούς παράγοντες[6][9][10][11][12][13][14][15].
Αυτοί που βιώνουν εξωσωματικές εμπειρίες κάποιες φορές αναφέρουν (μεταξύ άλλων ειδών άμεσων και αυτόματων εμπειριών) μια προηγούμενη ή που εκκινεί κατάσταση συνειδητού ονείρου. Σε πολλές περιπτώσεις άτομα που ισχυρίστηκαν ότι είχαν εξωσωματική εμπειρία, ανέφεραν ότι ήταν στην υπναγωγική φάση ή μόλις είχαν κοιμηθεί πριν την εμπειρία. Μεγάλο ποσοστό αυτών των περιπτώσεων αναφέρονται σε καταστάσεις όπου ο ύπνος δεν ήταν ιδιαίτερα βαθύς (λόγω ασθένειας, θορύβων σε άλλα δωμάτια, συναισθηματικό στρες, εξάντληση από εργασία, συνεχόμενα ξυπνήματα κ.τ.λ.). στις περισσότερες από αυτές τις περιπτώσεις τα άτομα θεωρούν τους εαυτούς τους ως ξύπνια. Περίπου τα μισά από αυτά αναφέρουν ένα αίσθημα παράλυσης ύπνου[16].
Μιαν άλλη μορφή αυτόματης εξωσωματικής εμπειρίας είναι η επιθανάτια εμπειρία. Κάποια άτομα αναφέρουν τη βίωση εξωσωματικής εμπειρίας σε καταστάσεις μεγάλου σωματικού τραύματος όπως καταστάσεις παραλίγο πνιγμού ή μεγάλης εγχείρισης. Επιθανάτιες εμπειρίες μπορεί να περιλαμβάνουν την υποκειμενική αίσθηση του να βρίσκεται κανείς έξω από το σώμα του, κάποιες φορές οράματα αποθανόντων συγγενών και θρησκευτικών μορφών, και υπέρβαση του εαυτού και των ορίων του χωροχρόνου[17]. Κλασικά, οι εμπειρίες περιλαμβάνουν στοιχεία όπως: η αίσθηση ότι το άτομο είναι νεκρό, το να ακούει μη φυσικούς ήχους, η εξωσωματική εμπειρία, η αίσθηση της διάσχισης ενός τούνελ φωτός, η συνάντηση με όντα φωτός, μορφές του Θεού ή παρόμοια, μια αίσθηση του ότι χαρίστηκε μια ευκαιρία για νέα ζωή, κ.τ.λ.[18].
Όπως και στις επιθανάτιες εμπειρίες, η ακραία σωματική προσπάθεια σε δραστηριότητες όπως η ορειβασία σε μεγάλο υψόμετρο και ο μαραθώνιος μπορεί να προκαλέσουν εξωσωματικές εμπειρίες. Μπορεί να βιωθεί μια αίσθηση ταυτόχρονης υπόστασης, με την προοπτική από το έδαφος και τον αέρα να συνυπάρχουν ταυτόχρονα [19].
Στα πεδία των γνωσιακών επιστημών και της ψυχολογίας οι εξωσωματικές εμπειρίες θεωρούνται διαχωριστικές εμπειρίες που προκύπτουν από διάφορους ψυχολογικούς και νευρολογικούς παράγοντες[6][9][10][11][13][14][15]. Οι επιστήμονες θεωρούν την εξωσωματική εμπειρία ως εμπειρία από διανοητική κατάσταση, όπως ένα όνειρο ή μια αλλοιωμένη συνειδησιακή κατάσταση χωρίς επίκληση σε παραφυσικών φαινομένων[36].
Ο Σαρλ Ρισέ (1887) πίστευε ότι οι εξωσωματικές εμπειρίες δημιουργούνται από τις διαδικασίες μνήμης και φαντασίας του ατόμου και δεν διαφέρουν από τα όνειρα[37][38]. Ο James H. Hyslop (1912) έγραψε ότι οι εξωσωματικές εμπειρίες εμφανίζονται όταν η δραστηριότητα του υποσυνείδητου δραματοποιεί κάποιες εικόνες δίνοντας την εντύπωση ότι τα αντικείμενα είναι σε διαφορετικό μέρος στο χώρο[39]. Ο Eugéne Osty (1930) θεωρούσε ότι οι εξωσωματικές εμπειρίες δεν ήταν τίποτα παραπάνω από προϊόν της φαντασίας[40]. Άλλοι πρώτοι ερευνητές (όπως ο Schmeing, 1938) υποστήριξαν τις ψυχοφυσιολογικές θεωρίες[41]. Ο George Tyrrell ερμήνευσε τις εξωσωματικές εμπειρίες ως παραισθησιακά κατασκευάσματα που σχετίζονται με τα υποσυνείδητα επίπεδα της προσωπικότητας[42].
Ο Donovan Rawcliffe (1959) συνέδεσε τις εξωσωματικές εμπειρίες με την ψύχωση και την υστερία[43]. Άλλοι ερευνητές έχουν συζητήσει τις εξωσωματικές εμπειρίες στο πλαίσιο της παραμόρφωσης της εικόνας του σώματος (Horowitz, 1970) και της αποπροσωποποίηση (Whitlock, 1978)[44][45]. Οι ψυχολόγοι Nandor Fodor (1959) και Jan Ehrenwald (1974) πρότειναν ότι οι εξωσωματικές εμπειρίες είναι ένας αμυντικός μηχανισμός σχεδιασμένος να αντιμετωπίζει την απειλή του θανάτου[46][47]. Οι ψυχολόγοι Ντόναλντ Χεμπ (1960) και Κιρίλ Μπαρτ (1968) έγραψαν για την ψυχολογική ερμηνεία της εξωσωματικής εμπειρίας περιλαμβάνοντας έννοιες όπως την εικόνα του σώματος και την εικονική φαντασία[48][49].
Ο Καρλ Σαγκάν (1977) και η Μπάρμπαρα Χόνεγκερ (1983) έγραψαν ότι η εξωσωματική εμπειρία μπορεί να φασίζεται στην φαντασίωση της αναγέννησης ή της βίωσης της διαδικασίας της γέννησης, βασισμένοι στις αναφορές ενός περάσματος σαν τούνελ και ενός απαστράπτουσας σύριγγας που κάποιοι που βίωσαν εξωσωματικές εμπειρίες περιγράφουν ως ομφάλιο λώρο[50][51]. Η Susan Blackmore (1978) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εξωσωματική εμπειρία είναι μια φαντασία παραίσθησης καθώς έχει τα χαρακτηριστικά φανταστικών εικόνων, αντιληπτικών παραμορφώσεων, και φαντασιακών αντιλήψεων του εαυτού (όπως για παράδειγμα να μην έχει κάποιος σώμα)[52][53]. Ο Ronald Siege (1980) επίσης έγραψε ότι οι εξωσωματικές εμπειρίες είναι παραισθησιακές φαντασίες[54].
Σε μελέτες περιπτώσεων τάσης φαντασίας βρέθηκαν ψηλότερες σε άτομα με εξωσωματικές εμπειρίες από ό, τι σε άτομα χωρίς αυτές[55]. Τα δεδομένα δήξανε σύνδεση μεταξύ εξωσωματικών εμπειριών σε κάποιες περιπτώσεις σε προσωπικότητες με τάση στη φαντασία[56]. Σε μελέτη περιπτώσεων με 167 συμμετέχοντες, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι αυτοί που ισχυρίστηκαν ότι είχαν εξωσωματική εμπειρία είχαν "μεγαλύτερη τάση στη φαντασία, πίστευαν περισσότερο στα παραφυσικά φαινόμενα, και επεδείκνυαν μεγαλύτερο σωματομορφικό διαχωρισμό»[57]. Έρευνα από μελέτες επίσης υποδηλώνει ότι η εξωσωματικές εμπειρίες σχετίζονται με γνωστικό-αντιληπτική σχιζοτυπία[58].
Ο Terence Hines (2003) έγραψε ότι αυτόματες εξωσωματικές εμπειρίες μπορούν να προκληθούν από τεχνική διέγερση του εγκεφάλου, και αυτό υποδηλώνει ότι οι εξωσωματικές εμπειρίες προκαλούνται από "προσωρινές, μικρές εγκεφαλικές δυσλειτουργίες, και όχι από το πνεύμα (ή ό, τι άλλο) του ατόμου που όντως εγκαταλείπει το σώμα"[59]. Σε μια ανασκοπική μελέτη νευρολογικών και νευρογνωστικών δεδομένων (Bünning and Blanke, 2005) οι συγγραφείς ανάφεραν ότι οι εξωσωματικές εμπειρίες οφείλονται σε "λειτουργική αποσύνθεση της διαδικασίας επεξεργασίας αισθητηριακών προσλήψεων σε πρώτο επίπεδο και μη ομαλής σε υψηλότερο επίπεδο της αυτοαντίληψης στην κροταφοβρεγματική σύνδεση"[60]. Κάποιοι ερευνητές υποψιάζονται ότι οι εξωσωματικές εμπειρίες είναι το αποτέλεσμα του μη ταιριάσματος μεταξύ οπτικών και απτικών σημάτων[61][62].
Ο Richard Wiseman (2011) παρατήρησε ότι η έρευνα για την εξωσωματική εμπειρία έχει επικεντρωθεί στο να βρει μια ψυχολογική εξήγηση και ότι "οι εξωσωματικές εμπειρίες δεν είναι παραφυσικές και δεν παρέχουν απόδειξη για την ύπαρξη της ψυχής. Αντίθετα, αποκαλύπτουν κάτι το αξιοσημείωτο για την καθημερινή λειτουργία του εγκεφάλου και του σώματος"[63]. Μια μελέτη που πραγματοποιήθηκε από τον Jason Braithwaite και συνεργάτες (2011) συσχέτισε την εξωσωματική εμπειρία "νευρικές αστάθειες τον κροταφικών λοβών του εγκεφάλου και σε λάθη στην αίσθηση του σώματος από το ίδιο"[64][65]. Οι Braithwaite et al. (2013) ανάφεραν ότι «η κύρια επικρατούσα άποψη είναι ότι η εξωσωματικές εμπειρίες προκαλούνται από προσωρινή διαταραχή στην διαδικασία επεξεργασίας αισθητηριακών προσλήψεων»[66].
Συγγραφείς στα πεδία της παραψυχολογίας και αποκρυφισμού έχουν γράψει ότι οι εξωσωματικές εμπειρίες δεν είναι ψυχολογικές και ότι η η ψυχή, το πνεύμα ή το αιθερικό σώμα μπορεί να αποκοπεί από το σώμα και να επισκεφτεί μακρινές τοποθεσίες. Οι εξωσωματικές εμπειρίες ήταν γνωστές στη Βικτωριανή περίοδο στην βιβλιογραφία του πνευματισμού ως «ταξίδια διόρασης». Ο ερευνητής Φρέντερικ Μάγιερς αναφερόταν στις εξωσωματικές εμπειρίες ως «ταξίδι του σώματος»[67]. Μια από τις έρευνες που περιέγραψαν υποτιθέμενες εξωσωματικές εμπειρίες ήταν το έργο δύο τόμων Φαντάσματα Ζωντανών (Phantasms of the Living), δημοσιευμένο το 1886 από τους Έντμουντ Γκόρνεϊ, Μάιερς και Φράνκ Πόντμορ. Το βιβλίο δέχτηκε έντονη κριτική από την επιστημονική κοινότητα για ατεκμηρίωτες αναφορές χωρίς αποδείξεις από γεγονότα σχεδόν για κάθε περίπτωση[68][69].
Ο θεοσοφιστής Άρθουρ Πάουελ (1927) ήταν από τους πρώτους που υποστήριξε την θεωρία του αιθερικού σώματος για τις εξωσωματικές εμπειρίες[70]. Ο Σίλβαν Μαλντούν (1936) υιοθέτησε επίσης την έννοια του αιθερικού σώματος για την εξήγηση των εξωσωματικών εμπειριών[71], όπως και ο ερευνητής Ernesto Bozzano (1938) που εξήγησε το φαινόμενο με όρους δις-υπόστασης κατά την οποία το αιθερικό σώμα μπορεί να απελευθερωθεί από το σώμα σε σπάνιες περιπτώσεις[72].
Η παραφυσικές ερμηνείες των εξωσωματικών εμπειριών δεν υποστηρίχθηκαν από όλους τους ερευνητές του πεδίου της παραψυχολογίας. Ο Γκάρντνερ Μέρφι (1961) έγραψε ότι οι εξωσωματικές εμπειρίες «δεν απείχαν πολύ από το γενικό πεδίο της ψυχολογίας, οι οποίες αρχίζουν να γίνονται κατανοητές όλο και πιο πολύ χωρίς αναφορά στο παραφυσικό»[73].
Τον Απρίλιο του 1977, μία ασθενής από το Harborview Medical Center γνωστή ως Μαρία ισχυρίστηκε ότι είχε εξωσωματική εμπειρία, κατά την οποία αιωρήθηκε έξω από το σώμα της και έξω από το νοσοκομείο. Αργότερα θα έλεγε στην κοινωνική λειτουργό Kimberly Clark ότι κατά την εμπειρία είχε παρατηρήσει ένα παπούτσι του τένις στο παράθυρο του τρίτου ορόφου στη βόρεια πλευρά του κτηρίου. Η Clark πήγε και κοίταξε εκεί και όντως υπήρχε στο περβάζι ένα παπούτσι τένις. Η Clark δημοσιοποίησε την αναφορά αυτή το 1985. Η ιστορία από τότε αναφέρεται από πολλά βιβλία παραφυσικής ως απόδειξη ότι το πνεύμα μπορεί να αφήσει το σώμα[74].
Το 1996 οι Hayden Ebbern, Sean Mulligan και Barry Beyerstein επισκέφτηκαν το εν λόγω ιατρικό κέντρο για να ερευνήσουν την ιστορία. Τοποθέτησαν ένα παπούτσι του τένις στο ίδιο σημείο και ανακάλυψαν ότι ήταν ορατό μέσα από το κτήριο και μπορούσε να το δει άνετα κάποιος ασθενής ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Επίσης βρήκαν ότι το παπούτσι ήταν ορατό και έξω από το κτήριο, και υπέθεσαν ότι η Μαρία είχε ακούσει για αυτό κάποιο σχόλιο κατά τις τρεις μέρες που ήταν στο νοσοκομείο και το ενσωμάτωσε στην εξωσωματική εμπειρία της. Συμπέραναν ότι «Η ιστορία της Μαρίας απλά αποκαλύπτει την αφέλεια και τη δύναμη των ευσεβών πόθων» των ερευνητών των εξωσωματικών εμπειριών που αναζητούν παραφυσικές εξηγήσεις[75]. Η Clark δεν δημοσιοποίησε την ιστορία παρά μόνο επτά χρόνια μετά που συνέβη, δημιουργώντας αμφιβολίες για την ιστορία. Ο Richard Wiseman είχε πει ότι αν και η ιστορία δεν αποτελεί καμία απόδειξη για τίποτα το παραφυσικό, έχει «επαναληφθεί συνεχώς από συγγραφείς που είτε δεν μπαίνουν στον κόπο να ελέγξουν τα δεδομένα, ή δεν επιθυμούν να παρουσιάσουν στους αναγνώστες τους την πιο σκεπτικιστική πλευρά της ιστορίας»[74].
Η πρώτη εκτεταμένη επιστημονική μελέτη των εξωσωματικών εμπειριών έγινε από τη Σίλια Γκριν (1968)[76]. Συνέλεξε γραπτές αναφορές από πρώτο χέρι από περίπου 400 υποκείμενα, που βρήκε από ανακοινώσεις από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και κατόπιν ξεχώρισε με χρήση ερωτηματολογίων. Ο σκοπός της ήταν να ταξινομήσει τα διάφορα είδη των εξωσωματικών εμπειριών, ιδωμένων απλώς ως ανώμαλων αντιληπτικών εμπειριών ή αυταπάτες, αφήνοντας ταυτόχρονα ανοιχτό το ζήτημα αν κάποιες περιπτώσεις μπορεί να περιλαμβάνουν πληροφορίες που προέρχονται από εξωαισθητηριακή αντίληψη (ή κοινώς έκτη αίσθηση).
Το 1999 στο πρώτο Διεθνές Φόρουμ Έρευνας της Συνείδησης στην Βαρκελώνη, οι ερευνητές Wagner Alegretti και Nanci Trivellato παρουσίασαν κάποια πρώτα αποτελέσματα από online έρευνα για τις εξωσωματικές εμπειρίες από ενδιαφερόμενους χρήστες, και συνεπώς όχι δείγμα αντιπροσωπευτικό του γενικού πληθυσμού[77]. 1.007 (85%) από τους πρώτους 1.185 που απάντησαν ανέφεραν ότι είχαν μία εξωσωματική εμπειρία. Το 37% ισχυρίστηκε ότι είχε μεταξύ δύο και δέκα, και το 5,5% ισχυρίστηκε ότι είχε πάνω από 100 τέτοιες εμπειρίες. Οι αισθηση που αναφέρθηκαν πιο συχνά σε σχέση με τις εξωσωματικές εμπειρίες ήταν αυτή της πτώσης, της αιώρησης, αναπηδήσεις (μελών σώματος), βυθίσματος, μουδιάσματος, ήχων μέσα στο κεφάλι, γαργαλήματος, ενόρασης, ταλάντωσης και γαλήνης.
Μια άλλη συχνά αναφερόμενη αίσθηση είναι αυτή της προσωρινής ή προβολικής καταληψίας, ένα πιο συχνό χαρακτηριστικό της υπνικής παράλυσης. Η συσχέτιση μεταξύ υπνικής παράλυσης και εξωσωματικής εμπειρίας επιβεβαιώθηκε αργότερα από μια έρευνα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Neurology από τον Kevin Nelson και συνεργάτες από το Πανεπιστήμιο του Κεντάκι το 2007[78]. Η έρευνα βρήκε ότι τα άτομα που είχαν εξωσωματικές εμπειρίες είναι ήταν πιθανότερο να πάσχουν από υπνική παράλυση[79].
Το 1968 ο Τσαρλς Ταρτ διενέργησε ένα πείραμα για την εξωσωματική εμπειρία με ένα υποκείμενο γνωστό ως Miss Z για τέσσερεις νύχτες στο εργαστήριο ύπνου του. Το υποκείμενο συνδέθηκε με μηχανή για εγκεφαλογράφημα και ένας πενταψήφιος κωδικός τοποθετήθηκε σε ένα ράφι πάνω από το κρεβάτι. Δεν ισχυρίστηκε ότι είδε τον αριθμό τις πρώτες τρεις νύχτες, αλλά την τέταρτη μέρα είπε τον αριθμό σωστά[80][81]. Ο ψυχολόγος Τζέιμς Άλκοκ επέκρινε το πείραμα για ανεπαρκείς ελέγχους και αναρωτήθηκε γιατί το υποκείμενο δεν παρακολουθούνταν με κάμερα[82]. ο Μάρτιν Γκάρντνερ έγραψε ότι το πείραμα δεν αποτελούσε απόδειξη για εξωσωματική εμπειρία, και δήλωσε ότι ενώ ο Ταρτ «ροχάλιζε πίσω από το διαχωριστικό τζάμι, η Miss Z απλά σηκώθηκε από το κρεβάτι, χωρίς να αποσυνδεθεί από το μηχάνημα, και είδε το νούμερο»[83]. Η Σούζαν Μπλάκμορ έγραψε ότι «Αν η Miss Z είχε προσπαθήσει να σηκωθεί, το εγκεφαλογράφημα θα είχε δείξει το αντίστοιχο μοτίβο κυμάτων. Και είναι ακριβώς αυτό που έδειξε όντως»[84].
Υπάρχουν αρκετές πιθανές εξηγήσεις για μέρη της εξωσωματικής εμπειρίας που άπτονται της φυσιολογίας, ενώ παρόμοιες με εξωσωματικές εμπειρίες έχουν προκληθεί με διέγερση το εγκεφάλου, μία περίπτωση από τις οποίες ήταν με διέγερση της οπίσθιας δεξιάς άνω κροταφικής έλικας σε έναν ασθενή[85]. Σε αυτήν την έρευνα επίσης χρησιμοποιήθηκε τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων για να εντοπιστούν οι περιοχές του εγκεφάλου που επιρεάζονται από τέτοια διέγερση. Ο όρος «σαν εξωσωματική εμπειρία» χρησιμοποιείται για τα παραπάνω πειράματα, γιατί είτε οι εμπειρίες που περιγράφονταν δεν έχουν την καθαρότητα ή τις λεπτομέρειες κανονικών εξωσωματικών εμπειριών, ή περιγράφονται από άτομα τα οποία δεν είχαν ποτέ πριν εξωσωματική εμπειρία. Τα άτομα αυτά έτσι, δεν ήταν κατάλληλα να κάνουν ισχυρισμούς για την αυθεντικότητα ή όχι της πειραματικά προκαλούμενης εξωσωματικής εμπειρίας.
Η Βρετανή ψυχολόγος Σούζαν Μπλάκμορ και άλλοι έχουν προτείνει ότι μια εξωσωματική εμπειρία αρχίζει ότι ένα άτομα χάνει την αισθητηριακή τροφοδότηση από το σώμα ενώ διατηρεί την συνείδηση του[86]. Το άτομο διατηρεί την ψευδαίσθηση ότι έχει σώμα, αλλά οι προσλήψεις δεν προέρχονται πια από τις αισθήσεις. Ο κόσμος που αντιλαμβάνεται μπορεί να ομοιάζει με τον κόσμο στον οποίο ζει όταν είναι ξύπνιο, αλλά ούτε αυτή η αντίληψη προέρχεται από τις αισθήσεις. Η αίσθηση του ζωντανού σώματος και του κόσμου προέρχεται από την ικανότητα του εγκεφάλου μας να δημιουργεί πλήρως αληθοφανή πεδία, ακόμα και με την έλλειψη αισθητηριακών πληροφοριών. Τη διαδικασία αυτή τη βιώνουμε ο καθένας από εμάς κάθε βράδυ με τα όνειρα, αν και οι εξωσωματικές εμπειρίες αναφέρονται ως πολύ πιο ζωντανές από ένα συνειδητό όνειρο.
Ο Irwin[87] επισήμανε ότι οι εξωσωματικές εμπειρίες συμβαίνουν σε καταστάσεις είτε πολύ μεγάλης είτε πολύ χαμηλής διέγερσης. Για παράδειγμα η Green[88] βρήκε ότι τα τρία τέταρτα μιας ομάδας 176 υποκειμένων που ανέφεραν μία μόνο εξωσωματική εμπειρία ξάπλωναν εκείνη την ώρα της εμπειρίας, και από αυτούς το 12% θεωρούσε ότι είχαν αποκοιμηθεί όταν άρχισε. Αντίθετα, σε μια αξιοσημείωτη μειονότητα συνέβησαν σε καταστάσεις πολύ μεγάλης διέγερσης όπως αναρρίχησης, αυτοκινητιστικού ατυχήματος, ή γέννας. Ο McCreery[89][90] έχει προτείνει ότι αυτό το παράδοξο μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι ο ύπνος μπορεί να παρέμβει ως αντίδραση σε υπερβολικές καταστάσεις στρες ή υπερδιέγερσης[91], και ότι οι εξωσωματικές εμπειρίες και στις δύο περιπτώσεις, χαλάρωσης και υπερδιέγερσης, αντιπροσωπεύουν ένα είδος «ξύπνιου ονείρου», ή η εισβολή της πρώτης φάσης του ύπνου στην κατάσταση ξυπνητής συνείδησης.
Έρευνα από τον Olaf Blanke στην Ελβετία βρήκε ότι ήταν πιθανό να προκληθούν εμπειρίες παρόμοιες με εξωσωματικές με τη διέγερση περιοχών του εγκεφάλου που ονομάζεται δεξιά κροταφοβρεγματική σύνδεση, το σημείο που συναντιούνται ο κροταφικός με το βρεγματικό λοβό. Αυτές οι προκαλούμενες εμπειρίες μπορεί να περιλαμβάνουν την αίσθηση της μεταλλαγής των άκρων των υποκειμένων (σύνθετες σωματοαισθητηριακές αντιδράσεις) και μετατόπισης όλου του σώματος (αντιδράσεις της ισορροπίας)[92][93]
Σε νευρολογικά υγιή άτομα ο Blanke και συνεργάτες απέδειξαν κατόπιν ότι οι συνειδητή εμπειρία της αίσθησης της ύπαρξης του εαυτού και του σώματος στο ίδιο σημείο εξαρτάται από την πολυαισθητηριακή ολοκλήρωση στην κροταφοβρεγματική σύνδεση. Χρησιμοποιώντας τεχνική μέτρησης αντίδρασης του εγκεφάλου, βρήκαν την επιλεκτική ενεργοποίηση της κροταφοβρεγματικής περιοχής 330-400 ms μετά το ερέθισμα όταν τα υγιή υποκείμενα φαντάζονταν τον εαυτό τους στην θέση και οπτική προοπτική που συνήθως αναφέρουν άτομα που βίωσαν εξωσωματικές εμπειρίες. Ενδοκρανιακή μαγνητική διέγερση στα ίδια άτομα εμπόδισε την νοητική μετάλλαξη των υποκειμένων για τα σώματά τους. Δεν βρέθηκαν τα προηγούμενα αποτελέσματα με τη διέγερση άλλης περιοχής ή με την φαντασίωση χωρική μεταλλαγή εξωτερικών αντικειμένων, υποδηλώνοντας τη επιλεκτική εμπλοκή της κροταφοβρεγματικής σύνδεσης στην νοητική απεικόνιση του ίδιου του σώματος που έχει κάποιος[94].
Σε μια επόμενη έρευνα με βάση την προηγούμενη, οι Arzy και συνεργάτες έδειξαν ότι η θέση και ο συγχρονισμός της εγκεφαλικής δραστηριότητας εξαρτιόταν αν η νοητική απεικόνιση με την αναπαράσταση του εαυτού μέσα ή έξω από το σώμα. Όταν τα υποκείμενα έκαναν νοητική απεικόνιση με τοποθέτηση του εαυτού μέσα στο σώμα, υπήρχε έντονη δραστηριότητα σε μια περιοχή στον εξωταινιωτό λοβό, αλλά όταν έκαναν νοητική απεικόνιση με τοποθέτηση του εαυτού έξω από το σώμα, όπως γίνεται σε αναφορές εξωσωματικών εμπειριών, υπήρχε αυξυμένη δραστηριότητα στην περιοχή της κροταφοβρεγαμτικής σύνδεσης. Αυτό οδήγησε τους ερευνητές να συμπεράνουν ότι «τα δεδομένα αυτά έδειξαν ότι η δραστηριότητα στις περιοχή του εξωταινιωτού λοβού και της κροταφοβρεγματικής σύνδεσης καθώς και το χρονικό σημείο που γίνεται αυτή είναι καίρια για την κωδικοποίηση του εαυτού ότι είναι μέσα στο σώμα και χωρικά τοποθετημένου μέσα σε αυτό»[95].
Ο Blanke και συνεργάτες έτσι, πρότειναν ότι η κροταφοβρεγματική σύνδεση είναι σημαντική για την αίσθηση της τοποθεσίας στο χώρου του εαυτού, και ότι όταν αυτές οι κανονικές διαδικασίες περικλείνουν, εμφανίζεται μια εξωσωματική εμπειρία[96].
Τον Αύγουστο του 2007 το εργαστήριο του Blanke δημοσίευσε έρευνα στο περιοδικό Science καταδεικνύοντας ότι αντικρουόμενες οπτικό-σωματοαισθητηριακές πληροφορίες από την εικονική πραγματικότητα μπορούν να διαταράξουν την χωρική ενότητα του εαυτού και του σώματος. Κατά τη διάρκεια πολυαισθητηριακής σύγκρουσης, οι συμμετέχοντες ένοιωσαν σαν ένα εικονικό σώμα που έβλεπαν μπροστά τους να ήταν το δικό τους σώμα, και τοποθέτησαν λανθασμένα τους εαυτούς τους προς το εικονικό σώμα, σε μια θέση έξω από τα όρια του σώματός τους. Αυτό υποδηλώνει ότι η χωρική ενότητα του σώματος και της αυτό-συνείδησης του εαυτού μέσα στο σώμα μπορεί να μελετηθεί πειραματικά και βασίζεται σε πολυαισθητηριακή και γνωστική ανάλυση πληροφοριών που προέρχονται από το σώμα[97].
Τον Αύγουστο του 2007 ο Henrik Ehrsson, τότε στο Ινστιτούτο Νευρολογίας στο Πανεπιστημιακό Κολέγιο Λονδίνου (σήμερα στο Ινστιτούτο Καρολίνσκα), δημοσίευσε μιαν έρευνα στο περιοδικό Science για την πρώτη πειραματική μέθοδο που, σύμφωνα με τους επιστήμονες που την έκαναν, «προκάλεσαν» μια εξωσωματική εμπειρία σε υγιής συμμετέχοντες[98]. Το πείραμα έγινε ως εξής:
Ο συμμετέχων κάθεται σε μια καρέκλα φορώντας δύο μικρές οθόνες βίντεο στερεωμένες στο κεφάλι. Αυτές δείχνουν εικόνα από δύο κάμερες που είναι τοποθετημένες η μία δίπλα στην άλλη σε απόσταση δύο μέτρων πίσω από το κεφάλι του ατόμου. Η εικόνα από την αριστερή κάμερα παρουσιάζεται στην μικρή οθόνη που βλέπει το αριστερό μάτι, και η εικόνα από τη δεξιά κάμερα στο δεξί μάτι. Ο συμμετέχων βλέπει αυτές της εικόνες σαν μία στερεοσκοπική (3D) εικόνα, έτσι βλέπουν την ίδια τους την πλάτη από την προοπτική κάποιου που κάθεται πίσω του.
Ο ερευνητής τότε στέκεται πίσω από τον συμμετέχοντα και χρησιμοποιεί δύο πλαστικά ραβδιά για να αγγίξει ταυτόχρονα το πραγματικό στήθος του συμμετέχοντα και το στήθος του εικονικού σώματος, κινώντας αυτό το δεύτερο ραβδί εκεί όπου θα βρισκόταν το εικονικό στήθος, ακριβώς κάτω από το οπτικό πεδίο της κάμερας.
Οι συμμετέχοντες επιβεβαίωσαν ότι είχαν βιώσει την αίσθηση ότι καθόταν πίσω από το σώμα τους και το κοιτούσαν από εκείνη τη θέση[61][99].
Και αυτοί που άσκησαν κριτική και οι ίδιοι οι ερευνητές παρατήρησαν ότι οι έρευνα δεν πέτυχε να αναπαράγει κανονικές εξωσωματικές εμπειρίες. Όπως με προηγούμενα πειράματα που προκάλεσαν αισθήματα αιώρησης έξω από το σώμα, η δουλειά του Ehrsson δεν εξηγεί πώς μια εγκεφαλική δυσλειτουργία μπορεί να προκαλέσει μια εξωσωματική εμπειρία. Βασικά, ο Ehrsson δημιούργησε μια αυταπάτη που ταιριάζει με την περιγραφή μιας εξωσωματικής εμπειρίας στην οποία «ένα άτομο που είναι ξύπνιο βλέπει το σώμα του από μια θέση έξω από το σώμα του»[100].
Το φθινόπωρο του 2008, 25 νοσοκομεία στην Αγγλία και 25 στις ΗΠΑ άρχισαν τη συμμετοχή σε μια έρευνα, που συντόνιζε ο Σαμ Πάρνια, (τότε γιατρός στη Μονάδα Επειγόντων Περιστατικών του Ιατρικού Κέντρου Cornell της Νέας Υόρκης) και το Πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον γνωστή ως μελέτη AWARE study (AWAreness κατά τη Resuscitation, συνείδηση κατά τη διάρκεια της ανάνηψης). Ακολουθώντας τη δουλειά του Pim van Lommel στην Ολλανδία, η μελέτη είχε σκοπό να ερευνήσει τις επιθανάτιες εμπειρίες σε 1.500 επιζώντες καρδιακής νακοπής και έτσι να προσδιορίσει αν άτομα χωρίς καρδιακή λειτουργία ή εγκεφαλική δραστηριότητα μπορεί να έχουν εξωσωματικές εμπειρίες οι οποίες μπορούν να τεκμηριωθούν[101]. Ως μέρος της έρευνας ο Πάρνια και οι συνεργάτες του ερεύνησαν τους ισχυρισμούς για εξωσωματικές εμπειρίες με το να τοποθετήσουν κρυμμένους στόχους σε ράφια τους οποίους δεν μπορούσε να δει κανείς από κάτω, αλλά μόνο από πάνω[101]. Ο Πάρνια έγραψε, «αν κανείς δεν δει τις εικόνες, αυτό δείχνει ότι αυτές οι εμπειρίες είναι αυταπάτες ή ανασύρονται από την κρυμμένη μνήμη»[101].
Το 2014 ο Πάρνια εξέδωσε μια ανακοίνωση ότι η πρώτη φάση είχε ολοκληρωθεί και ότι τα αποτελέσματα εξετάζονται από συναδέλφους για δημοσίευση σε ιατρικό περιοδικό[102]. Κανένα από τα υποκείμενα δεν είδε καμία εικόνα, σύμφωνα με τα πρώτα αποτελέσματα που ανακοινώθηκαν σε συνάντηση της Αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρίας το Νοέμβριο του 2013. Μόνο δύο από τους 152 ασθενείς ανέφεραν κάποια οπτική εμπειρία, και ένας από αυτούς περιέγραψε γεγονότα τα οποία μπορούσαν να επιβεβαιωθούν[103]. Οι δύο αυτές επιθανάτιες εμπειρίες δεν έγιναν σε μέρος όπου είχαν τοποθετηθεί εικόνες σε ράφια[104].
Τα αποτελέσματα δημοσιοποιήθηκαν στις 6 Οκτωβρίου 2014 στο περιοδικό Resuscitation (Ανάνηψη). Μεταξύ αυτών που ανέφεραν μια αίσθηση συνείδησης και συμπλήρωσαν παραπέρα ερωτηματολόγια, το 46% βίωσε ένα ευρύ φάσμα νοητικών μνημών σε σχέση με το θάνατο που δεν ήταν συμβατές με την περιγραφή του όρου επιθανάτια εμπειρία. Μόνο το 9% είχε εμπειρίες που ήταν συμβατές με επιθανάτιες εμπειρίες, και το 2% επέδειξε πλήρη συναίσθηση συμβατή με εξωσωματική εμπειρία με σαφή μνήμη του να βλέπει και να ακούει γεγονότα. Μία περίπτωση εκτιμήθηκε και ελέγχθηκε χρονικά από ακούσματα κατά την ανάνηψη[105]. «Η μόνη περίοδο ύπαρξης συνείδησης που μπορούσε να εξακριβωθεί δεν σχετιζόταν με το αντικείμενο της μελέτης ακριβώς. Ήταν ένας ασθενής που έδωσε μια υποτιθέμενη ακριβή αναφορά γεγονότων ποτ έγιναν κατά τη διάρκεια της ανάνηψής του. Δεν αναγνώρισε τις εικόνες (που είχαν τοποθετηθεί ψηλά) περιέγραψε το θόρυβο της μηχανής ανάνηψης. Αυτό όμως δεν είναι και πολύ εντυπωσιακό, καθώς πολλοί άνθρωποι γνωρίζουν τι γίνεται σε ένα δωμάτιο ανάνηψης από την τηλεόραση»[106][107].
Η αστρική προβολή είναι μια παραφυσική ερμηνεία της εξωσωματικής εμπειρίας που υποθέτει την ύπαρξη ενός ή περισσοτέρων μη φυσικών επιπέδων ύπαρξης και ένα σώμα που συνδέεται όχι με φυσική μορφή με αυτά. Τα πεδία αυτά ονομάζονται συνήθως αστρικά, αιθέρια, ή πνευματικά. Η αστρική προβολή βιώνεται συχνά καθώς το πνεύμα ή αστρικό σώμα αφήνει το σώμα για να ταξιδέψει στον πνευματικό κόσμο ή αλλιώς αστρικό πεδίο[108].