Επιστημονικός ρατσισμός ή Ρατσιαλισμός είναι η χρήση επιστημονικών τεχνικών και υποθέσεων με σκοπό τη δικαιολόγηση και υποστήριξη απόψεων σχετικών με τη φυλετική ανωτερότητα, κατωτερότητα και γενικότερα το ρατσισμό.[1]
Ωστόσο, ο όρος διαφέρει από την επιστημονική μέθοδο η οποία διερευνά τις διαφορές μεταξύ των φυλών. Στη συστηματική ταξινόμηση, οι διαφορές μεταξύ των έμβιων ομάδων ερευνώνται χωρίς απαραίτητα να δηλώνεται η ανωτερότητα μιας ομάδας έναντι κάποιας άλλης. Ο ρατσισμός (ή φυλετική υπεροχή) είναι ο επιπρόσθετος ισχυρισμός πως κάποιες φυλές είναι ανώτερες από κάποιες άλλες.
Ο όρος χρησιμοποιείται συχνότερα για να περιγράψει σύγχρονες και ιστορικές θεωρίες που χρησιμοποιούν την ανθρωπολογία (κυρίως τη βιολογική ανθρωπολογία), την ανθρωπομετρία, την κρανιομετρία και άλλες αρχές, για να κατασκευάσουν ανθρωπολογικά στερεότυπα τα οποία υποστηρίζουν την κατανομή των ανθρώπινων πληθυσμών σε διακριτές φυλές, με βάση την ανωτερότητα/κατωτερότητα. Τέτοιες θεωρίες αναπτύχθηκαν γύρω στο 1880 με 1930. Παρατηρείται, έτσι, ο επιστημονικός ρατσισμός να συναντάται συχνότερα κατά της Ιμπεριαλισμός (γύρω στα 1880–1914), στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, και αποτέλεσαν το άρμα για τη δικαιολόγηση του Ευρωπαϊκού Ιμπεριαλισμού.
Μετά το τέλος του δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου (1939–'45) και του γεγονότος του Ολοκαυτώματος, ο επιστημονικός ρατσισμός στη θεωρία και πράξη αποδοκιμάστηκε έντονα, ειδικά στην αντιρατσιστική ανακοίνωση της UNESCO "Το φυλετικό Ζήτημα" (1950): "Το βιολογικό γεγονός της φυλής και ο μύθος της "φυλής" οφείλουν να διαχωριστούν. Για όλους τους πρακτικούς, κοινωνικούς σκοπούς, η έννοια της φυλής δεν είναι τόσο βιολογικό φαινόμενο παρά ένας κοινωνικός μύθος. Ο μύθος της 'φυλής' έχει δημιουργήσει τεράστιες ανθρωπιστικές και κοινωνικές πληγές. Τα τελευταία χρόνια, έχει αφαιρέσει ένα τεράστιο όγκο ανθρώπινων ζωών, έχοντας προκαλέσει ανείπωτα βάσανα." Εντούτοις, η δήλωση παραδέχεται το γεγονός ότι υπάρχουν διαφορετικές ανθρώπινες φυλές.[2] Κατά το ύστερο κομμάτι του 20ου αιώνα, ο επιστημονικός ρατσισμός έχει επικριθεί ως αναχρονιστικός και ιστορικά χρησιμοποιούμενος για την υποστήριξη ρατσιστικών πεποιθήσεων, βασισμένος στο δόγμα της ύπαρξης και της σημασίας της φυλετικής ιεραρχίας κατώτερων και ανώτερων φυλών.[3]
Ο όρος "επιστημονικός ρατσισμός" έχει υποτιμητική προδιάθεση και αντικατοπτρίζει σύγχρονες θεωρίες, όπως η Κωδωνωτή Καμπύλη (1994), η οποία διερεύνησε τις φυλετικές διαφορές στο IQ, συμπεραίνοντας πως η γενετική είναι εν μέρει ικανή να εξηγήσει τις διαφορές στο IQ μεταξύ των φυλών. Οι επικριτές υποστηρίζουν πως τέτοιες εργασίες είναι υποκινούμενες από ρατσιστικές εικασίες που δεν υποστηρίζονται από διαθέσιμα στοιχεία.
Κατά το 18ο αιώνα, ρασιαλιστικά γραπτά πρότειναν γεωγραφικά "επιστημονικές" διαφορές μεταξύ "των φυλών". Κατά κύριο λόγο, ερμηνείες της φυσικής ιστορίας, προερχόμενες από το 17ο και 18ο αιώνα, απέκλειαν την έννοια της εξελικτικής θεωρίας. Στο 17ο αιώνα, ο ιστορικός Ανρί ντε Μπουλενβιγιέ (1658-1722) διαίρεσε τη Γαλλία σε δύο φυλές: (i) Την αριστοκρατική "Γαλλική φυλή", καταγόμενη από τους γερμανικής προέλευσης Φράγκους κατακτητές, και (ii) τους γηγενείς Γαλλορωμαίους (το λαϊκό πληθυσμό). Η φραγκική αριστοκρατία κυριάρχησε επί των γηγενών Γαλατών λόγω του έμφυτου στους Φράγκους δικαιώματος του κατακτητή (προερχόμενο από την υποτιθέμενη ανωτερότητα των Φράγκων). Έχουμε δηλαδή το αντίθετο του μοντέρνου εθνικισμού.
Εκείνη την εποχή, o Μπουλενβιγιέ, πιστός στο "δικαίωμα της κατάκτησης", δεν εκλάμβανε τη "φυλή" ως κάτι το βιολογικά αμετάλλακτο, αλλά σαν μια σύγχρονη (φυλετική) πολιτιστική δομή. Ο ρασιαλιστικός του απολογισμός δεν ήταν εντελώς μυθικός. Παρά το γεγονός ότι "υποστήριζε" τις αγιογραφίες και τα έπη, όπως το Το Τραγούδι του Ρόλαντ (La Chanson de Roland, περίπου το 12ο αιώνα), αναζήτησε την επιστημονική εγκυρότητα με το να βασίσει τη ρασιαλιστική του διάκριση στην ιστορική ύπαρξη των γενετικά και γλωσσολογικά διακρινόμενων γερμανόφωνων και λατινόφωνων ανθρώπων της Γαλλίας. Ο θεωρητικός ρασιαλισμός του απείχε από τα βιολογικά στοιχεία επηρέαζαν τον επιστημονικό ρατσισμό του 19ου αιώνα (αναφορά σε Πολιτιστικό συσχετισμό).
Ένας από τους πρώτους επιστήμονες που μελέτησαν την ανθρώπινη φυλή ήταν ο Ρόμπερτ Μπόιλ, ένας φυσικός φιλόσοφος, χημικός, φυσικός, and εφευρέτης. Ο Μπόιλ πίστευε στην ενιαία προέλευση, που σημαίνει πως, όλες οι φυλές, ανεξαρτήτως διαφορετικότητας, προέρχονται από την ίδια πηγή, τον Αδάμ και την Εύα. Μελέτησε πραγματικές ιστορίες γονιών που γέννησαν αλμπίνους, ενώ πίστευε πως ο Αδάμ και η Εύα ήταν εξ ορισμού λευκοί και οι Καυκάσιοι μπορούσαν να γεννήσουν παιδιά διαφορετικού χρώματος. Οι απόψεις του περιγράφτηκαν ταυτοχρόνως "ενοχλητικές" και "διασκεδαστικές" και απορρίφθηκαν από την επιστημονική κοινότητα.[4]
Κατά την περίοδο του Διαφωτισμού, οι απόψεις της ενιαίας προέλευσης και του "πολυγενισμού" έγιναν δημοφιλείς. Σε αντίθεση με τη θεωρία της ενιαίας προέλευσης, ο πολυγενισμός υποστήριζε πως κάθε ανθρώπινη φυλή έχει ξεχωριστή προέλευση.
Ο Κάρολος Λινναίος (1707–1778), ο φυσικός, βοτανολόγος και ζωολόγος που εδραίωσε τις ταξινομικές βάσεις της διωνυμικής ονοματολογίας του φυτικού και ζωικού βασιλείου, υπήρξε πρωτοπόρος ερευνητής του καθορισμού της "ανθρώπινης φυλής". Στη Ζωολογία του Φυσικού Συστήματος (1767), παγίωσε 5 κατηγορίες ανθρώπινων φυλών : (i) την Αμερικανική, (ii) την Ασιατική, (iii) την Αφρικανική, (iv) την Ευρωπαϊκή, και(v) τους Γίγαντες της Παταγονίας, βασιζόμενος στη γεωγραφική προέλευση και το χρώμα του δέρματος. Κάθε φυλή είχε έμφυτα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά: οι Αμερικανοί ήταν ερυθρόδερμοι, με πεισματώδη χαρακτήρα, και οργίζονταν εύκολα, οι Αφρικανοί ήταν μελανόχρωμοι, χαλαροί, αμελείς, η Ασιατική φυλή ήταν κιτρινόχρωμη, αχόρταγη, και μπορούσε εύκολα κάποιος να αποσπάσει την προσοχή της, ενώ, σε αντίθεση με τους ανισόρροπους έγχρωμους ανθρώπους, οι Ευρωπαίοι ήταν λευκοί, ευγενικού χαρακτήρα, εφευρετικοί, και πολεμοχαρείς. Οι γίγαντες αποτελούσαν μια μυθολογική ανθρώπινη υποφυλή.[5]
Οι φυλετικές μελέτες του Ζωρζ Κυβιέ (1769–1832), Γάλλου φυσιοδίφη και ζωολόγου επηρέασαν τον επιστημονικό πολυγενισμό και τον επιστημονικό ρασιαλισμό. Ο Κυβιέ πίστευε πως υπάρχουν τρεις διακριτές φυλές: η Καυκάσια (λευκή), η Μογγολική (κίτρινη) και η Αιθιοπική (μελανή). Πίστευε πως ο Αδάμ και η Εύα ήταν καυκάσιοι και πως αυτή ήταν και η πρωτότυπη φυλή της ανθρωπότητας, ενώ οι άλλες φυλές αναπτύχθηκαν από επιζώντες οι οποίοι διασκορπίστηκαν σε διαφορετικές κατευθύνσεις μετά από μια τεράστια καταστροφή η οποία χτύπησε τη γη 5,000 χρόνια πριν. Ανέπτυξε τη θεωρία πως οι επιζώντες έζησαν σε πλήρη απομόνωση μεταξύ τους και έτσι εξελίχθηκαν χωριστά.[6][7]
Ο Κυβιέ πίστευε πως το καυκάσιο κρανίο ήταν και το πιο όμορφα σχηματισμένο. Διαιρώντας την ανθρωπότητα σε 3 φυλές κατέταξε καθεμιά από αυτές ανάλογα με την ομορφιά ή την ασχήμια του κρανίου και την ποιότητα των πολιτισμών τους. Σύμφωνα με τον ίδιο, ένα Ευρωπαίο, η λευκή φυλή βρισκόταν στην κορυφή, και η μελανή τελευταία.[8]
Ο Κυβιέ έγραψε για τους καυκάσιους:
Η λευκή φυλή, με οβάλ πρόσωπο, ίσια μαλλιά και μύτη, στην οποία ανήκουν οι πολιτισμένοι κάτοικοι της Ευρώπης και η οποία μας φαίνεται η ομορφότερη όλων, είναι ανώτερη των άλλων στη νοημοσύνη, το κουράγιο και τη δραστηριότητα.[9]
Σχετικά με τη μαύρη φυλή, έγραψε:
Η νέγρικη φυλή... χαρακτηρίζεται από μαύρη απόχρωση, σγουρά και πυκνά μαλλιά, συμπιεσμένο κρανίο και επίπεδη μύτη, Η προεξοχή του κάτω μέρους του προσώπου και τα χοντρά χείλια, ολοφάνερα προσεγγίζουν αυτά της φυλής των μαϊμούδων: οι ορδές από τις οποίες αποτελούνται ανέκαθεν παρέμεναν σε μια απόλυτη κατάσταση βαρβαρισμού.[10]
Ο Γιόχαν Μπλούμενμπαχ από τη Γερμανία και Ζόρζ Μπυφό από τη Γαλλία ήταν ακόλουθοι της ενιαίας προέλευσης. Επίσης, πίστευαν στην "εκφυλιστική θεωρία" της φυλετική προέλευσης. Και οι δύο είπαν πως ο Αδάμ και η Εύα ήταν καυκάσιοι και πως οι άλλες φυλές προήλθαν από τον εκφυλισμό λόγω περιβαλλοντικών παραγόντων, όπως ο ήλιος και η κακή διατροφή. Πίστευαν πως αυτός ο εκφυλισμός θα μπορούσε να αντιστραφεί εφόσον λαμβάνονταν ο κατάλληλος περιβαλλοντικός έλεγχος και με αυτό τον τρόπο όλες οι παρούσες φυλές θα μπορούσαν να επανέλθουν στην πρότυπη καυκάσια μορφή τους.[11]
Πίστευαν ότι η μελανή απόχρωση προήλθε λόγω της ζέστης του τροπικού ήλιου. Συμπέραναν δε πως ο κρύος αέρας προκάλεσε το καστανόξανθο χρώμα των Εσκιμώων. Πίστευαν πως οι Κινέζοι ήταν σχετικά καθαρού δέρματος συγκρινόμενοι με άλλες ασιατικές φυλές γιατί ζούσαν κυρίως σε πόλεις, οπότε προστατεύονταν από περιβαλλοντικούς παράγοντες. Ο Μπυφό είπε πως το φαγητό και ο τρόπος ζωής ήταν ικανά να εκφυλίσουν και να διαφοροποιήσουν τον άνθρωπο από το καυκάσιο πρότυπό του.[11]
Σύμφωνα με το Μπλούμενμπαχ, υπαρχουν 5 φυλές, οι οποίες ανήκουν σ' ένα συγκεκριμένο είδος: η καυκάσια, η Μογγολικη, η Αιθιοπιακή, η Αμερικανική, και η φυλή των Μαλάι (Malay). Είπε:
Εχω δώσει την πρώτη θέση στην καυκάσια φυλή γιατί αυτή η ράτσα παρουσιάζεται ως η ομορφότερη από όλες.[12]
Ακόμη, ο Μπιφό πίστευε πως η ανθρωπότητα αριθμούσε μόνο 6000 έτη ζωής (από την εποχή του Αδάμ). Πολλοί, ωστόσο, επιστημονικοί ρασιαλιστές πίστευαν πως το διάστημα του Μπυφό ήταν πολύ μικρό, για να διαφέρουν τόσο πολύ οι φυλές μεταξύ τους. Πιστεύοντας στην ενιαία προέλευση, ο Μπυφό πίστευε πως το χρώμα του δέρματος μπορεί να αλλάξει κατά τη διάρκεια της ζωής ενός ανθρώπου.[13]
Ο Τζον Χάντερ (1728–1793), Σκωτσέζος χειρουργός της εποχής, δήλωσε πως η νεγροειδής φυλή γεννιόταν λευκή. Πίστευε πως, με τον καιρό, λόγω του ήλιου, οι άνθρωποι σκούραιναν ή και μαύριζαν. Έλεγε επίσης πως οι φουσκάλες και τα καψίματα πιθανότατα θα άλλαζαν ένα νέγρο σε λευκό, πράγμα το οποίο τον έκανε να πιστεύει πως οι πρόγονοί τους ήσαν λευκοί.[14]
Ο Κριστόφ Μάινερς (1747–1810) ήταν Γερμανός φιλόσοφος, ιστορικός και υποστηρικτής του πολυγενισμού. Ήταν ένας από τους πρώτους επιστημονικούς ρασιαλιστές. Ο Μάινερς μελέτησε τα φυσικά, νοητικά και ηθολογικά χαρακτηριστικά της κάθε φυλής και κατασκεύασε μια διαφυλετική ιεραρχία βασισμένοι στα ευρήματα των μελετών του. Χώρισε την ανθρωπότητα σε 2 κατηγορίες, την "όμορφηλευκή φυλή" και την "άσχημη μαύρη". Στο βιβλίο του Η Σκιαγράφηση της Ανθρώπινης Ιστορίας, είπε πως το κύριο χαρακτηριστικό μιας φυλής είναι είτε η ομορφιά είτε η ασχήμια της. Πίστευε πως μόνο η λευκή φυλή (εξαιρουμένων των Σλάβων) ηταν όμορφη. Θεωρούσε κατώτερες τις "άσχημες" φυλές, ανήθικες και ζωώδεις. Έλεγε πως οι σκούροι, άσχημοι άνθρωποι ξεχώριζαν απ' τους λευκούς όμορφους ανθρώπους λόγω της "λυπηρής" έλλειψης αρετής και τα "τρομερά ελαττώματά" τους.[15]