Με την επωνυμία Επιχείρηση Ultra φέρεται η επιχείρηση που οργάνωσαν οι Βρετανοί κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο για την αποκωδικοποίηση των κρυπτογραφημένων ραδιομηνυμάτων ή μηνυμάτων τηλετύπου (teleprinter) των δυνάμεων του Άξονα. Η κωδική αυτή ονομασία επεκτάθηκε σε όλες τις ανάλογες συμμαχικές προσπάθειες κατά τη διάρκεια του πολέμου. Η ονομασία προέρχεται από το γεγονός ότι η επιχείρηση παρέμεινε μυστική καθ' όλη τη διάρκεια διεξαγωγής της, αποτελώντας ένα από τα καλύτερα φυλασσόμενα μυστικά του πολέμου: Δεν ήταν απλώς χαρακτηρισμένη ως «άκρως απόρρητη» (top-secret) αλλά «υπέρ - άκρως απόρρητη» (ultra-secret).[1]
Οι επεκτατικές βλέψεις του Χίτλερ από το 1933, οπότε και ανέλαβε την εξουσία, δεν έγιναν άμεσα αντιληπτές από τους Γάλλους και τους Βρετανούς. Ωστόσο, όταν το 1938 υπογράφηκε η Συμφωνία του Μονάχου, στα πλαίσια μιας «πολιτικής κατευνασμού» πολλοί Βρετανοί, σε υψηλά κλιμάκια και κυρίως στρατιωτικοί, αντιλήφθηκαν τις βλέψεις αυτές, αν και η κυβέρνηση του Νέβιλ Τσάμπερλεν τις αμφισβητούσε. Οργανώθηκε έτσι μια ειδική υπηρεσία, η «Κυβερνητική Σχολή Κωδικών και Κρυπτογραφίας» (Government Code and Cypher School), η οποία, ύστερα από προσωπικές παρεμβάσεις και ενέργειες του επικεφαλής της υπηρεσίας αντικατασκοπείας του Βρετανικού Ναυαρχείου Σερ Χιου Σίνκλαιρ στεγάστηκε στο Μπλέτσλεϊ Παρκ.
Η δημιουργία της υπηρεσίας αποκρυπτογράφησης των εχθρικών μηνυμάτων ανάγεται στο 1938. Η «Σχολή» επανδρώθηκε με ειδικούς κρυπτολόγους, γλωσσολόγους και άλλους ειδικούς[2] ενώ ο απαραίτητος εξοπλισμός - κυρίως οι κεραίες λήψης - εγκαταστάθηκε αρκετά μακριά από το κτήριο του Μπλέτσλεϊ Παρκ ώστε να μη δίνει στόχο σε ενδεχόμενους βομβαρδισμούς.
Βασικός στόχος της επιχείρησης ήταν η αποκρυπτογράφηση των εχθρικών διαβιβάσεων. Οι Γερμανοί χρησιμοποιούσαν αρκετούς τρόπους επικοινωνίας μεταξύ των σταθμών διοίκησης και των μονάδων τους καθώς και μεταξύ των υψηλών στρατιωτικών - διοικητικών κλιμακίων. Βασικός εξοπλισμός των Γερμανών ήταν η συσκευή Enigma.
Ευτυχώς για τους Βρετανούς, οι Πολωνοί είχαν αποκτήσει μια συσκευή Enigma και είχαν προσπαθήσει να αναλύσουν τον μηχανισμό της πριν το ξέσπασμα του Πολέμου και όσο οι Γερμανοί τη δοκίμαζαν. Η αρχική επιτυχία υποσκελίστηκε όταν, καθώς πλησίαζε ο Πόλεμος, οι Γερμανοί άρχισαν να αλλάζουν τρόπους κωδικοποίησης καθημερινά, αντί κάθε μερικές εβδομάδες. Η ταχύτητα αποκρυπτογράφησης, κρίσιμη παράμετρος σε τέτοια περίπτωση, έθεσε τους Πολωνούς εκτός μάχης. Πρόλαβαν, ωστόσο, να δώσουν τις ως τότε εργασίες τους στους Βρετανούς ελάχιστα πριν η Βέρμαχτ εισβάλει στη χώρα τους.[2]
Το 1939 οι ειδικοί του Μπλέτσλεϊ Παρκ επιφορτίστηκαν με την κύρια αποστολή αποκωδικοποίησης των μηνυμάτων που είχαν κωδικοποιηθεί με τη συσκευή Enigma. Ο στόχος δεν ήταν καθόλου εύκολος, δεδομένου ότι κάθε υπηρεσία χρησιμοποιούσε συσκευές με παραλλαγές: Ο στρατός ξηράς χρησιμοποιούσε κοινές συσκευές με επιπρόσθετο πίνακα βυσμάτων, η Άμπβερ συσκευές με τέσσερις στροφείς (ρότορες) χωρίς πίνακα βυσμάτων, το Ναυτικό συσκευές με τέσσερις ρότορες και πίνακα βυσμάτων κ.ο.κ..[3] Όπως ήταν φυσικό, κάθε παραλλαγή απαιτούσε διαφορετική μέθοδο αποκρυπτογράφησης. Έτσι, εκτός από επιφανείς μαθηματικούς, το προσωπικό του Μπλέτσλεϊ Παρκ περιλάμβανε σκακιστές, τεχνικούς, ιστορικούς και γλωσσολόγους, συνολικά 500 περίπου άτομα. Με την πάροδο του χρόνου, στο προσωπικό της επιχείρησης προστέθηκαν και αρκετές γυναίκες από την αντίστοιχη υπηρεσία του Ναυτικού (WREN), φθάνοντας σε αναλογία ενός άνδρα προς οκτώ γυναίκες.[4] Συνολικά, το προσωπικό της επιχείρησης έφθασε, στις αρχές του 1944, σε περίπου 7.000 άτομα.
Οι Γερμανοί είχαν σε καθημερινή χρήση περίπου 50 συσκευές Enigma, κάποιες για τον Στρατό, άλλες για το Ναυτικό, άλλες για την Αεροπορία, κάποιες για τις σιδηροδρομικές μεταφορές, ενώ χρησιμοποιούνταν και από τις μυστικές τους υπηρεσίες. Έτσι, οι αποκρυπτογράφοι της Ultra αντιμετώπιζαν το πρόβλημα όχι να βρουν ένα κλειδί αποκρυπτογράφησης, αλλά μερικές φορές και πενήντα, σχεδόν ταυτόχρονα και στον μικρότερο δυνατό χρόνο. Και έπρεπε να λάβουν υπόψη τους ότι μετά από 1-2 μέρες το κλειδί που μόλις είχαν εντοπίσει θα άλλαζε ξανά.[3]
Η συλλογή του υλικού ήταν εργασία εξίσου επίπονη με την αποκρυπτογράφησή του. Για τον σκοπό αυτό οι Βρετανοί δημιούργησαν ένα σύνολο σταθμών ακρόασης, τόσο στις Βρετανικές νοτιοανατολικές ακτές όσο και σε επιλεγμένα σημεία της Ευρώπης, το οποίο επάνδρωσαν με ειδικούς των διαβιβάσεων. Η λήψη των σημάτων εξαρτιόταν από τις καιρικές συνθήκες, τους ανέμους, τον θόρυβο του περιβάλλοντος, τις παρεμβολές από συσκευές του εχθρού. Σημαντικός, επίσης, ήταν και ο παράγοντας επιλογής συχνότητας, καθώς οι Γερμανοί χρησιμοποιούσαν περισσότερες από 200 συχνότητες για τις εκπομπές τους, οι περισσότερες από τις οποίες είχαν διάρκεια μικρότερη των 30 δευτερολέπτων. Όσα από τα σήματα γινόταν δυνατό να καταγραφούν, αποστέλλονταν στη βάση της επιχείρησης, το Μπλέτσλεϊ Παρκ, αρχικά με ταχυδρόμους που χρησιμοποιούσαν μοτοσικλέτες. Αργότερα, τους ταχυδρόμους αντικατέστησαν συσκευές τηλετύπων.
Κατά τους πρώτους μήνες του πολέμου οι Βρετανοί σημείωσαν κάποιες μικρές επιτυχίες, οι οποίες, όμως, δεν ήσαν επαρκείς ως αποφασιστικό βήμα για την αποκωδικοποίηση των γερμανικών μηνυμάτων. Επιπλέον, οι Γερμανοί άρχισαν να χρησιμοποιούν μια ακόμη ομάδα συσκευών, όπως οι Lorenz SZ 40/42 και Siemens and Halske T52, που επονόμασαν «Geheimfernschreiber» (μυστικό τηλέτυπο), τηλεομοιοτυπικές συσκευές με κωδικοποίηση. Η αποκωδικοποίηση των μηνυμάτων που στέλνονταν μέσω αυτών των συσκευών ήταν αρκετά ευκολότερη και οι ειδικοί της Ultra δεν άργησαν να τα αποκρυπτογραφήσουν (ειδικά τα μηνύματα των Lorenz). Τα μηνύματα αυτά, όμως, είχαν μεγαλύτερη σημασία από τα αντίστοιχα των Enigma, γιατί μέσω αυτών οι Γερμανοί στήριξαν τις επικοινωνίες στρατηγικών θέσεων και υπηρεσιών. Η επιχείρηση αυτή, στα πλαίσια της Ultra, είχε επονομαστεί «Fish» (ψάρι) και αρχικά οι αποκρυπτογραφήσεις γίνονταν με το χέρι.
Η πρώτη τακτική επιτυχία της Ultra ήρθε με την αποκωδικοποίηση μηνυμάτων της Luftwaffe, η οποία ήταν απρόσεκτη στις μεταδόσεις μηνυμάτων.[3] Δεκαπέντε ημέρες πριν τη Μάχη της Κρήτης, οι ειδικοί της Ultra διέθεταν ολόκληρο το γερμανικό σχέδιο της εισβολής στο νησί. Αν και η αποκάλυψη αυτού του σχεδίου δεν βοήθησε τους Βρετανούς να κρατήσουν την Κρήτη, ήταν η πρώτη ένδειξη σχετικά με το ποια αποτελέσματα μπορούσε να επιτύχει η επιχείρηση. Η επιτυχία αυτή, όμως, δεν έγινε άμεσα εμφανής, καθώς η Κρήτη έπεσε 11 ημέρες αργότερα (31 Μαΐου). Ανάλογα μηνύματα είχαν ληφθεί και αποκρυπτογραφηθεί και κατά την εκστρατεία του Ουέιβελ στη Βόρεια Αφρική, αλλά το βασικό μειονέκτημα ήταν ότι το αποτέλεσμα μιας σειράς αποκρυπτογραφημένων μηνυμάτων χρειαζόταν χρόνο για να φθάσει στον επικεφαλής που αφορούσε, χρόνος ο οποίος ήταν καθοριστικός στη διενέργεια τακτικών επιχειρήσεων. Εκεί που πραγματικά βοήθησε το υλικό που συνέλεξε η Ultra ήταν η αποκάλυψη ότι τα καύσιμα που διέθετε ο Έρβιν Ρόμελ είχαν μειωθεί κατά 90%. Η πληροφορία αυτή αποδείχτηκε καθοριστική στην τελική έκβαση της αναμέτρησης.[5]
Η σημαντικότερη ίσως συμβολή της Ultra στην έκβαση του Πολέμου ήταν, όταν με τις συσκευές που επινοήθηκαν και κατασκευάστηκαν στο Μπλέτσλεϊ Παρκ, επετεύχθη η επιτυχής και σχετικά ταχεία αποκρυπτογράφηση των μηνυμάτων που αντάλλασσαν οι βάσεις των υποβρυχίων με τα σκάφη που βρίσκονταν σε επιχειρήσεις. Έτσι κρίθηκε η έκβαση της Μάχης του Ατλαντικού.[3] Ενώ αρχικά στο Μπλέτσλεϊ Παρκ η αποκρυπτογράφηση των μηνυμάτων του Γερμανικού Ναυτικού (Kriegsmarine) ήταν αδύνατη, η σύλληψη του υποβρυχίου "U-110" και μιας "Enigma" του Ναυτικού στην αρχή και η δημιουργία των συσκευών "Bombe" (διατηρήθηκε η πολωνική ονομασία καθώς η αρχική ιδέα βασίστηκε στις εργασίες των Πολωνών), του Άλαν Τούρινγκ και του τεχνικού των Βρετανικών Ταχυδρομείων Γκόρντον Γουέλτσμαν (Gordon Welchman) έκανε δυνατή την αποκρυπτογράφηση των μηνυμάτων και αυτού του Όπλου. Αργότερα κατασκευάστηκαν και οι υπολογιστές "Colossus" που διευκόλυναν σημαντικά την αποκρυπτογράφηση, μειώνοντας τον απαιτούμενο χρόνο.[6]
Με την πάροδο του χρόνου οι Βρετανοί ανέπτυξαν ορισμένες τεχνικές αποκρυπτογράφησης, βασιζόμενοι σε συνήθειες των Γερμανών χειριστών των Enigma. Μια από αυτές ήταν η τεχνική «Cilly», η οποία βασίστηκε αρχικά στο γεγονός ότι ως αρχική ακολουθία στους ρότορες κάποιοι χειριστές έδιναν ονόματα που ήταν εύκολο να απομνημονεύσουν. Ένας από αυτούς π.χ. χρησιμοποιούσε σταθερά την ακολουθία C I L L Y, το όνομα της φιλενάδας του, ενώ κάποιοι άλλοι λιγότερο εργατικοί δεν έκαναν αναδιάταξη των ρυθμίσεων προκειμένου να στείλουν νέο μήνυμα. Αυτή η τεχνική ονομάστηκε «Herivel Tips» (υποδείξεις Χέριβελ) από αυτόν που την επινόησε. Τέλος, δύο όμοια μηνύματα με διαφορετικό κλειδί, μέσω των οποίων ήταν δυνατός ο εντοπισμός των ρυθμίσεων των συσκευών, αποκλήθηκαν «kisses» (φιλιά).[7]
Οι Ιταλοί χρησιμοποιούσαν το παλιό σύστημα κωδικοποίησης / αποκωδικοποίησης με τον έντυπο οδηγό (φυλλάδιο), σύστημα που αποδείχτηκε αρκετά δύσκολο να αποκρυπτογραφηθεί, ιδιαίτερα όταν άλλαξαν τον κώδικά τους το 1940, προετοιμαζόμενοι για τον πόλεμο. Όταν μάλιστα προειδοποίησαν τους Γερμανούς ότι έχουν ενδείξεις πως τα μηνύματά τους πιθανόν να αποκρυπτογραφούνται, αυτοί απέκλεισαν το ενδεχόμενο. Σύμφωνα με τον Χίνσλεϊ, το ιταλικό σύστημα αποδείχτηκε άτρωτο, σε αντίθεση με το μηχανικό σύστημα των Γερμανών.
Εξαίρεση στο σύστημα του φυλλαδίου αποτέλεσε το ιταλικό Ναυτικό, το οποίο από τις αρχές του 1941 άρχισε να χρησιμοποιεί την κρυπτογραφική συσκευή C-38, επινόησης και κατασκευής του Σουηδού επιχειρηματία, κρυπτογράφου και εφευρέτη Μπόρις Χάγκελιν (Boris Caesar Wilhelm Hagelin). Σύμφωνα με τον Χίνσλεϊ, «η συσκευή αυτή ήταν παιδική μπροστά στην Enigma» και οι αποκρυπτογράφοι της Ultra έσπασαν τον κώδικά της μέσα σε ελάχιστους μήνες (Ιούνιος 1941).[3]
Οι Βρετανοί δεν αναμίχθηκαν στις προσπάθειες των Αμερικανών για την αποκωδικοποίηση των ιαπωνικών διαβιβάσεων παρά μόνο σε επίπεδο συμβούλων. Αντίθετα, οι Βρετανοί έδωσαν τα σχέδια της bombe στους Αμερικανούς, οι οποίοι κατασκεύασαν τη δική τους, βελτιωμένη bombe. Η ιαπωνική συσκευή, αποκαλούμενη Purple (πορφυρό) από τους Αμερικανούς, αν και ηλεκτρομηχανική, δεν περιλάμβανε στροφείς όπως η Enigma και αποδείχτηκε σχετικά εύκολη στην αποκρυπτογράφηση των μηνυμάτων της. Η Αμερικανική SIS (Signal Intelligence Service, Υπηρεσία πληροφοριών σημάτων) κατείχε από νωρίς τα κλειδιά αποκρυπτογράφησης και η επιτυχία αυτή στοίχισε στους Ιάπωνες, μεταξύ άλλων, την απώλεια ενός σημαντικού Ναυάρχου τους, του Ισορόκου Γιαμαμότο και την αποτυχία στην απόπειρα κατάληψης της Γκουανταλκανάλ.[8]
Οι πληροφορίες που αποκόμιζαν οι ειδικοί της Ultra θα ήταν άχρηστες, αν δεν ήταν δυνατή η άμεση σχετική ενημέρωση των ενδιαφερομένων. Αρχικά, στο παράπηγμα 3 του Μπλέτσλεϊ Παρκ συντάσσονταν συνόψεις των αποκρυπτογραφημένων πληροφοριών[9], ενώ αντίστοιχες συνόψεις συνέτασσε και η Υπηρεσία Πληροφοριών του Ναυτικού. Η κατάσταση άλλαξε από τα μέσα του 1941, οπότε υιοθετήθηκε πιο ευέλικτο σύστημα.
Το βασικό πρόβλημα της αποστολής των πληροφοριών ήταν η μυστικότητα. Αν κάτι διέρρεε, ο εχθρός θα αντιλαμβανόταν ότι οι επικοινωνίες του υποκλέπτονται, με απρόβλεπτες συνέπειες (π.χ. αλλαγή κωδικών με συχνότητα που δεν θα επέτρεπε υποκλοπή ή, ακόμη χειρότερα, διαρροή παραπλανητικών πληροφοριών). Για τη σωστή και ασφαλή διανομή των πληροφοριών, κάθε μεγάλη μονάδα, αρχηγείο ή εκστρατευτικό σώμα διέθετε έναν αξιωματικό - σύνδεσμο, που ενημέρωνε σχετικά τον αντίστοιχο διοικητή. Με τη διανομή των πληροφοριών στους αξιωματικούς - συνδέσμους επιφορτίστηκε η υπηρεσία ΜΙ6, η οποία για τον σκοπό αυτό δημιούργησε τις Ειδικές Μονάδες - Συνδέσμους (Special Liaison Units, SLU) στις διοικήσεις των στρατιωτικών μονάδων. Κάθε τέτοια μονάδα διέθετε τη δική της υπομονάδα πληροφοριών, συστήματα κρυπτογράφησης και διαβιβάσεων. Επικεφαλής αυτής της μονάδας ήταν συνήθως ένας Βρετανός ταγματάρχης, γνωστός ως Ειδικός Αξιωματικός - Σύνδεσμος (Special Liaison Officer), το βασικό καθήκον του οποίου ήταν να μεταβιβάζει τις πληροφορίες που απέστελλε η Ultra στον διοικητή της μεγάλης μονάδας στην οποία είχε προσαρτηθεί. Το Βρετανικό Ναυαρχείο, η διοίκηση καταδιωκτικών της RAF, το Υπουργείο Πολέμου και το Υπουργείο Αεροπορίας διέθεταν σταθερή βάση για τη μονάδα SLU, η οποία με τη σειρά της διέθετε τηλέτυπο απευθείας συνδεδεμένο με το Μπλέτσλεϊ Παρκ. Οι κινητές μονάδες SLU επικοινωνούσαν με το Μπλέτσλεϊ Παρκ μέσω ασυρμάτου.
Οι πληροφορίες που προέκυπταν από τις αποκωδικοποιήσεις φυλάσσονταν επιμελώς στο Μπλέτσλεϊ Παρκ σε καρτελοθήκες. Όταν τα αρχεία της Ultra άνοιξαν, στο Μπλέτσλεϊ Παρκ βρέθηκαν σε κυτία αποθήκευσης αρχείων καρτέλες για την Άμπβερ (3 κυτία για τα Βαλκάνια, 6 κυτία για το προσωπικό), 21 κυτία σχετικά με τους Γερμανούς κατασκευαστές και τον εξοπλισμό που κατασκεύαζαν, και 6 κυτία με πληροφορίες για τους Ιάπωνες.[10]
Επισήμως, η επιχείρηση Ultra τερματίστηκε με τη λήξη του Πολέμου το 1945. Αυτό που δεν έχει ακόμη γίνει σαφές είναι για ποιους λόγους τα αρχεία της επιχείρησης παρέμειναν διαβαθμισμένα επί 29 ολόκληρα χρόνια (άνοιξαν το 1974) ούτε είναι σαφείς οι λόγοι για τους οποίους οι Colossus διαλύθηκαν με τη λήξη της επιχείρησης. Τρεις εκδοχές έχουν παρουσιαστεί, καμία δε δίνει απόλυτα σαφείς απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα και πιθανότατα οι λόγοι (για τους οποίους ποτέ δε δόθηκε καμία επίσημη εξήγηση) να περιλαμβάνουν και τις τρεις εκδοχές: Η πρώτη αναφέρει ότι οι Βρετανοί θέλησαν να συγκεντρώσουν όλες τις συσκευές Enigma με σκοπό να τις πωλήσουν σε κάποια τριτοκοσμική χώρα που τους ενδιέφερε και, φυσικά, να παρακολουθούν έτσι τις τηλεπικοινωνίες τους.[11] Δεύτερη εκδοχή αναφέρεται στο "στραβοπάτημα" του Τσώρτσιλ στην περίοδο του Μεσοπολέμου, οπότε και σχεδόν ανακοίνωσε την υποκλοπή και αποκρυπτογράφηση των μηνυμάτων της Σοβιετικής μυστικής υπηρεσίας, με αποτέλεσμα οι Σοβιετικοί να αλλάξουν τα πάντα, προκαλώντας "μπλακ άουτ" στις βρετανικές υπηρεσίες. Τρίτη εκδοχή δίνεται από τον επικεφαλής της διανομής πληροφοριών της Ultra Φρέντερικ Γουιντερμπόθαμ (Frederick William Winterbotham), σύμφωνα με τον οποίο η απόκρυψη των πληροφοριών για την επιχείρηση είχε ζητηθεί από τον Τσώρτσιλ, ώστε να μη μπορεί κανείς από τους ηττημένους να ισχυριστεί ότι η ήττα του οφειλόταν στην επιχείρηση αυτή αλλά και για να μη διαρρεύσουν σε άλλες μυστικές υπηρεσίες οι μέθοδοι των Βρετανών.
Η επίσημη ιστορία των μυστικών υπηρεσιών κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου συντάχθηκε με την επιμέλεια και δημοσιεύτηκε από τον Σερ Χάρι Χίνσλεϊ σε πέντε τόμους στη χρονική περίοδο 1979 - 1988 (ένας τόμος είχε την επιμέλεια του Μάικλ Χάουαρντ). Ο Χίνσλεϊ με τη συνεργασία του Άλαν Στριπ (Alan Stripp) εξέδωσε, επίσης, τη μονογραφία "The Codebreakers", μια συλλογή αναμνήσεων του προσωπικού της επιχείρησης.