Εσθονική περίοδος αφύπνισης

Η Εσθονική Περίοδος Αφύπνισης (εσθονικά: Ärkamisaeg‎‎) είναι μια περίοδος στην ιστορία όπου οι Εσθονοί ξεκίνησαν να αναγνωρίζονται ως έθνος που άξιζε το δικαίωμα να αυτοκυβερνείται. Η περίοδος αυτή θεωρείται ότι ξεκινά τη δεκαετία του 1850 με μεγαλύτερα δικαιώματα να χορηγούνται στους κοινούς πληθυσμούς και να λήγει με τη ανακήρυξη της Δημοκρατίας της Εσθονίας το 1918. Ο όρος ισχύει μερικές φορές και για την περίοδο 1987-1988.[1]

Ο Καρλ Ρόμπερτ Γιάκομπσον

Αν και η εσθονική εθνική αφύπνιση εξαπλώθηκε κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα,[2] ένας βαθμός εθνοτικής ευαισθητοποίησης στην εγγράμματη μεσαία τάξη προηγήθηκε αυτής της εξέλιξης.[3] Μέχρι τον 18ο αιώνα η αυτοονομασία εεστλάνε μαζί με τους παλαιότερους μααράχβα επεκτάθηκαν στους Εσθονούς στις τότε επαρχίες της Εσθονίας και της Λιβωνίας της Ρωσικής Αυτοκρατορίας.[4] Η Βίβλος μεταφράστηκε το 1739 και ο αριθμός των βιβλίων και φυλλαδίων που δημοσιεύθηκαν στην εσθονική γλώσσα αυξήθηκε από τα 18 στη δεκαετία του 1750 στα 54 το 1790. Μέχρι το τέλος του αιώνα περισσότεροι από τους μισούς ενήλικες αγρότες μπόρεσαν να διαβάσουν. Εκπαιδευμένοι φοιτητές πανεπιστημίων προσδιορίζονταν ως Εσθονοί, όπως ο Φρίντριχ Ρόμπερτ Φάελμαν (1798-1850), ο Κρίστιαν Γιάακ Πέτερσον (1801-1822) και ο Φρίντριχ Ράινχολντ Κρόιτσβαλντ (1803-1882), ήρθαν στο προσκήνιο στη δεκαετία του 1820. Η κυρίαρχη ελίτ είχε παραμείνει κατά κύριο λόγο στη Γερμανική γλώσσα και πολιτισμό από την κατάκτηση της περιοχής στις αρχές του 13ου αιώνα. Ο Γκάρλιμπ Μέρκελ (1769-1850), ένας Γερμανικός Βαλτικός εσθονόφιλος, ήταν ο πρώτος συγγραφέας που θεωρούσε τους Εσθονούς ως εθνικότητα ίση με τις άλλες, έγινε πηγή έμπνευσης για το εσθονικό εθνικό κίνημα, με βάση το γερμανικό βαλτικό πολιτιστικό κόσμο της πριν από τα μέσα του 19ου αιώνα.

Εντούτοις, στα μέσα του αιώνα, οι Εσθονοί, με ηγέτες όπως ο Καρλ Ρόμπερτ Γιάκομπσον (1841-1882), ο Γιάκομπ Χουρτ (1839-1907) και ο Γιόχαν Βάλντεμαρ Γιάνσεν (1819-1890), έγιναν πιο φιλόδοξοι στις πολιτικές τους απαιτήσεις και ξεκίνησαν να τείνονται προς τους Φινλανδούς ως ένα επιτυχημένο μοντέλο εθνικού κινήματος και, σε κάποιο βαθμό, στο γειτονικό εθνικό κίνημα της νέας Λετονίας. Σημαντικά επιτεύγματα ήταν η έκδοση του εθνικού έπους, του Καλεβιπόεγκ το 1862, και η οργάνωση του πρώτου εθνικού φεστιβάλ τραγουδιού το 1869. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1860 οι Εσθονοί δεν επιθυμούσαν να παραμείνουν συμφιλιωμένοι με τη γερμανική πολιτιστική και πολιτική ηγεμονία. Πριν από τις προσπάθειες του εκρωσισμού κατά τη δεκαετία του 1880-1890 η άποψή τους για την αυτοκρατορική Ρωσία παρέμεινε θετική.[3]

Ο Φρίντριχ Ράινχολντ Κρόιτσβαλντ διαβάζει το χειρόγραφο του Καλεβιπόεγκ. Πίνακας του Γιόχαν Κέλερ.

Το 1881, δεκαεπτά εσθονικές κοινωνίες, σε ένα υπόμνημα εμπνευσμένο από τον Καρλ Ρόμπερτ Γιάκομπσον, κάλεσαν τον αυτοκράτορα Αλέξανδρο Γ΄ της Ρωσίας να εισάγει ιδρύματα ζέμστβο (που υπήρχαν ήδη στα περισσότερα μέρη της αυτοκρατορίας), με ισότιμη εκπροσώπηση των Εσθονών και των Βαλτικών Γερμανών και διοικητική ενοποίηση των εθνοτικών εσθονικών περιοχών. Η Postimees, η πρώτη εσθονική ημερήσια εφημερίδα, ξεκίνησε να εκδίδεται το 1891. Σύμφωνα με την απογραφή του 1897, οι Εσθονοί είχαν το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό αλφαβητισμού στη Ρωσική Αυτοκρατορία μετά τους Φινλανδούς στο Μεγάλο Δουκάτο της Φινλανδίας (το 96.1% του Εσθονόφωνου πληθυσμού στις Επαρχίες της Βαλτικής ηλικίας 10 ετών και άνω ήταν εγγράμματο, με περίπου ισοδύναμο ποσοστό για τους άνδρες και τις γυναίκες).[3][5] Οι πόλεις εσθονοποιήθηκαν γρήγορα, και το 1897 οι Εσθονοί αποτελούσαν τα δύο τρίτα του συνολικού αστικού πληθυσμού της Εσθονίας.[3]

Απαντώντας σε μια εποχή εκρωσισμού που ξεκίνησε η Ρωσική Αυτοκρατορία στη δεκαετία του 1880, ο εσθονικός εθνικισμός πήρε ακόμη πιο πολιτικούς τόνους, με τους διανοούμενους να ζητούν μεγαλύτερη αυτονομία. Καθώς η ρωσική επανάσταση του 1905 διαδόθηκε και στην Εσθονία, οι Εσθονοί ζήτησαν την ελευθερία του Τύπου και του συνέρχεσθαι, καθολικό δικαίωμα ψήφου και εθνική αυτονομία.[6] Τα εσθονικά κέρδη ήταν ελάχιστα, αλλά η τεταμένη σταθερότητα που επικρατούσε μεταξύ του 1905 και του 1917 επέτρεψε στους Εσθονούς να προωθήσουν την προσδοκία της εθνικής κρατικής εξουσίας. Μετά την Επανάσταση του Φεβρουαρίου 1917, τα εσθονικά εδάφη ενώθηκαν για πρώτη φορά σε μία διοικητική μονάδα, το αυτόνομο κυβερνείο της Εσθονίας. Μετά την μπολσεβίκικη ανάληψη της εξουσίας στη Ρωσία κατά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 και τις γερμανικές νίκες εναντίον του ρωσικού στρατού, η Εσθονία ανακηρύχθηκε ανεξάρτητη δημοκρατία στις 24 Φεβρουαρίου 1918.

  • Εσθονοφιλία, ένα Βαλτικό Γερμανικό κίνημα που οδήγησε και προώθησε την Εσθονική εθνική αφύπνιση
  • Η πρώτη Λετονική Εθνική Αφύπνιση
  • Λιθουανική εθνική αφύπνιση
  1. Kutsar, D. (1995). «Social change and stress in Estonia». Scandinavian Journal of Social Welfare 4 (2): 94–107. doi:10.1111/j.1468-2397.1995.tb00085.x. ISSN 09072055. 
  2. Gellner, Ernest (1996). "Do nations have navels?" Nations and Nationalism 2.2, 365–370.
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 Raun, Toivo U. (2003). «Nineteenth- and early twentieth-century Estonian nationalism revisited». Nations and Nationalism 9 (1): 129–147. doi:10.1111/1469-8219.00078. ISSN 1354-5078. https://archive.org/details/sim_nations-and-nationalism_2003-01_9_1/page/129. 
  4. Ariste, Paul (1956). "Maakeel ja eesti keel". Eesti NSV Teaduste Akadeemia Toimetised 5: 117–124.
  5. Kappeler, Andreas. Rußland als Vielvölkerreich: Entstehung, Geschichte, Zerfall. Munich: C.H. Beck, 1992. (ISBN 3-406-47573-6)
  6. Raun, Toivo U. (1984) The Revolution of 1905 in the Baltic Provinces and Finland. Slavic Review 43.3, 453–467.

Περαιτέρω ανάγνωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]