Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Συγγραφέας | Σάμιουελ Μπέκετ |
---|---|
Τίτλος | Happy Days |
Γλώσσα | Αγγλικά |
Ημερομηνία δημοσίευσης | 1960 |
Μορφή | θεατρικό έργο |
Χαρακτήρες | Γουίνυ και Γουίλυ |
LC Class | OL15160791W[1] |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Οι Ευτυχισμένες Μέρες (αγγλ. τίτλος Happy Days) είναι θεατρικό έργο του Σάμιουελ Μπέκετ σε δύο σκηνές. Γράφτηκε στα αγγλικά από τον Οκτώβριο του 1960 ως τον Μάιο του 1961. Το μετέφρασε στα γαλλικά ολοκληρώνοντάς το τον Νοέμβριο του 1962. Ο γαλλικός του τίτλος ήταν Oh les beaux jours (Ω, οι ωραίες μέρες), από το ποίημα του Πωλ Βερλαίν Colloque sentimental. Η πρεμιέρα του δόθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου 1961 στο Cherry Lane Theater της Νέας Υόρκης, όπου το έργο συνεχίστηκε επί εκατό παραστάσεις. Σήμερα, μαζί με το περιμένοντας τον Γκοντό, είναι το πιο επιτυχημένο έργο του Μπέκετ.
Το έργο μεταφράστηκε στα ελληνικά για πρώτη φορά από τη σπουδαία Ελληνίδα ηθοποιό της Γαλλίας Χριστίνα Τσίγκου, προσωπική φίλη του Μπέκετ.[2] Η ίδια ανέβασε το έργο για πρώτη φορά στην Ελλάδα την περίοδο 1966-67, με παραστάσεις που δόθηκαν στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη.,[3] σε σκηνικά και κοστούμια του Γιάννη Τσαρούχη.[4] Η Τσίγκου, επίσης, ερμήνευσε το ρόλο της Γουίνη, έχοντας στο πλευρό της το Γιώργο Ορφανό[5] στο Παρίσι, την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 1970, στο πλαίσιο παραστάσεων ενός κύκλου Μπέκετ (πάλι με σκηνικά και κοστούμια του Τσαρούχη). Ο ίδιος ο συγγραφέας είχε χαρακτηρίσει την ερμηνεία της αξέχαστη,[6] ενώ της έγραψε επίσης: «Σας θαυμάζω και σας ευχαριστώ πολύ που θελήσατε να παίξετε τη Γουίνη».[3]
Η Γουίνη, μια ξανθιά πενηντάρα καλλονή, είναι θαμμένη στην άμμο. Ένα κουδούνι χτυπάει επίμονα και την ξυπνάει. Ο σύντροφός της, ο Γουίλλυ, δεν της δίνει και πολύ σημασία, αλλά συζητάει μαζί της. Η Γουίνη έχει ένα πιστόλι στην τσάντα της και θέλει να το χρησιμοποιήσει. Στη δεύτερη σκηνή η Γουίνη είναι βυθισμένη στην άμμο τόσο πολύ που μόνο το κεφάλι της ξεπροβάλλει. Ο σύντροφός της, ο Γουίλλυ είναι σε πιο άσχημη μοίρα. Οι δυο τους συζητούν, η Γουίνη μονολογεί ενώ ο Γουίλλυ απαντάει μονολεκτικά, ή με αποσπάσματα από την εφημερίδα. Προσπαθεί να τραγουδήσει, αλλά σωπαίνει. Η Γουίνη πιστεύει ότι ο σύντροφός της πέθανε, ή μουγκάθηκε, μέχρι που λίγα λεπτά πριν το τέλος του κομματιού ο Γουίλλυ κάνει την επανεμφάνισή του, αφού σέρνεται μπρούμυτα και καλοντυμένος φτάνοντας μπροστά στο πρόσωπό της Γουίνη που είναι σχεδόν σκεπασμένο κάτω από την άμμο. Η απόπειρά του αυτή όμως αποτυγχάνει και, εκπνέοντας για τελευταία φορά το όνομα της αγαπημένης του, μένει ακίνητος αντικρίζοντας το πρόσωπό της μέχρι που η αυλαία πέφτει.
Σύμφωνα με τη Χριστίνα Τσίγκου, η Γουίνη είναι μια μικροαστή «απομονωμένη μέσα στον κόσμο». Ο σύζυγός της υπάρχει στο πλάι της, εκείνη ζει μαζί του, «αλλά αυτός σχεδόν δεν της απαντάει». Η Γουίνη «[έ]χει ξοδεμένες όλες τις δυνατότητές της αλλά δεν χάνει την αγάπη και το κουράγιο για τη ζωή». Ο συγγραφέας, όπως επισημαίνει η Τσίγκου, στην πρώτη πράξη του έργου παρουσιάζει την ηρωίδα του θαμμένη «απ’ τη μέση και κάτω», για να υπαινιχτεί ότι «έχει ζήσει τη μισή της ζωή», ότι ο χρόνος έχει περάσει και πως «και μερικά πράγματα δεν μπορεί πια να τα κάνει». Στη δεύτερη πράξη του έργου η Γουίνη έρχεται κοντύτερα στο θάνατο, γι΄ αυτό και εμφανίζεται «θαμμένη απ’ το λαιμό και κάτω. Μόνο το κεφάλι της φαίνεται και ακόμη λιγότερα πράγματα της μένουν να κάνει. Από κει και πέρα το σύμβολο τελειώνει. Ζει σαν να παίζει με ό,τι της μένει και αρπάζεται από τα μικροπράγματα για να πειστεί ότι η ζωή είναι όμορφη, ότι είναι ευτυχισμένη».[7]
Κατάλογος βασικών πληροφοριών ελληνικών θεατρικών αναπαραστάσεων του έργου "Ευτυχισμένες μέρες"
Ελληνίδες ηθοποιοί που έχουν ερμηνεύσει τον ρόλο της Γουίνη