Ο Ζιαούρ Ραχμάν (βεγγαλ.: জিয়াউর রহমান, Ziaur Rahman, 19 Ιανουαρίου 1936 – 30 Μαΐου 1981)[6] ήταν αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ενόπλων Δυνάμεων[7] του Μπανγκλαντές, ο οποίος διετέλεσε Πρόεδρος του Μπανγκλαντές από το 1977 έως το 1981, οπότε και δολοφονήθηκε στο Τσιταγκόνγκ κατά τη διάρκεια πραξικοπήματος.[8] Δεν πρέπει να συγχέεται με τους επίσης Προέδρους της χώρας Σέιχ Μουτζιμπούρ Ραχμάν και Ζιλούρ Ραχμάν, με τους οποίους δεν ήταν συγγενής (το επώνυμο είναι συνηθισμένο στο Μπανγκλαντές).
Ο Ζιαούρ Ραχμάν γεννήθηκε στο Γκαμπτόλι της Επαρχίας Μπόγκρα ή Μπογκούρα και ήταν ο μεγαλύτερος από τους τρεις γιους[9] του Μανσούρ Ραχμάν και της Τζαχανάρα Χατούν. Ο Μανσούρ ήταν χημικός και εργαζόταν στο δημόσιο των τότε Βρετανικών Ινδιών. Μετά την ανεξαρτησία Ινδίας και Πακιστάν, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στο Καράτσι, όπου ο Ζιαούρ, μετά το σχολείο, εγγράφηκε στη Στρατιωτική Ακαδημία του Πακιστάν. Το 1953 οι γονείς του κανόνισαν τον γάμο του με τη 15χρονη Χαλέντα Χανάμ Πουτούλ[10][11], η οποία έμελλε, με το όνομα Χαλέντα Ζία, να διατελέσει τρεις φορές πρωθυπουργός του Μπανγκλαντές, ως χήρα πλέον.
Ο Ζιαούρ Ραχμάν απεφοίτησε ως ανθυπολοχαγός το 1955 και μετεκπαιδεύθηκε στις ειδικές δυνάμεις και αργότερα στο Ηνωμένο Βασίλειο και στη Γερμανία. Γνώρισε τον πραγματικό πόλεμο στον Ινδοπακιστανικό Πόλεμο του 1965 και τιμήθηκε για το θάρρος του[12] με το δεύτερο υψηλότερο παράσημο του Πακιστάν, το Χιλάλ-ι-Τζουράατ. Προάχθηκε σε ταγματάρχη και έγινε υποδιοικητής του 8ου Συντάγματος Ανατολικής Βεγγάλης, με το Ανατολικό Πακιστάν κατεστραμμένο ήδη από τον τυφώνα Μπόλα και τον λαό του πικραμένο από την αδιαφορία της πακιστανικής κυβερνήσεως. Αυτό τροφοδότησε το αποσχιστικό κίνημα της ανεξαρτησίας του Ανατολικού Πακιστάν από το Πακιστάν, και τη δημιουργία του Μπανγκλαντές, κίνημα στο οποίο προσεχώρησε και ο Ραχμάν. Κατά τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας του Μπανγκλαντές ήταν διοικητής της ταξιαρχίας «Δύναμη Z» από τον Ιούλιο του 1971. Υπήρξε ο πρώτος που εξεφώνησε ραδιοφωνικώς τη διακήρυξη ανεξαρτησίας της χώρας από τον ραδιοσταθμό Καλουργκάτ στο Τσιταγκόνγκ στις 27 Μαρτίου 1971. Μετά τον πόλεμο ο Ζιαούρ Ραχμάν προάχθηκε σε υπαρχηγό και κατόπιν αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Ενόπλων Δυνάμεων.[13] Η άνοδός του στην ηγεσία της χώρας υπήρξε ωστόσο αποτέλεσμα συνωμοσίας που είχε προηγουμένως προκαλέσει τη δολοφονία του Σέιχ Μουτζιμπούρ Ραχμάν, ιδρυτή και πρώτου Προέδρου του Μπανγκλαντές, με συνακόλουθο πραξικόπημα. Ο Ζιαούρ ανέλαβε de facto την εξουσία ως επικεφαλής κυβερνήσεως υπό την ισχύ στρατιωτικού νόμου, που είχε επιβάλει η προηγούμενη κυβέρνηση, αναλαμβάνοντας τη θέση του Προέδρου του Μπανγκλαντές την 21η Απριλίου 1977.
Όντας ήδη Πρόεδρος, το 1978, ο Ραχμάν ίδρυσε το Εθνικιστικό Κόμμα του Μπανγκλαντές (γνωστό με τα αρχικά του ως BNP). Κατόπιν εγκατέστησε πολυκομματική δημοκρατία, με ελευθερία του τύπου και ελευθερία του λόγου. Συνέστησε προγράμματα για την άρδευση και την παραγωγή τροφίμων, καθώς και κοινωνικά προγράμματα για τη βελτίωση της ζωής των λαϊκών στρωμάτων, αλλά με καθεστώς ελεύθερης αγοράς. Στο εξωτερικά θέματα, βελτίωσε τις σχέσεις της χώρας τόσο με τη Δύση, όσο και με την κομμουνιστική Κίνα, απομακρυνόμενος από τη στενή ευθυγράμμιση του Μουτζιμπούρ Ραχμάν με την Ινδία και τη Σοβιετική Ένωση. Ωστόσο, στο εσωτερικό αντιμετώπισε 21 απόπειρες πραξικοπήματος, και πολλοί στρατιώτες και αξιωματικοί των ενόπλων δυνάμεων εκτελέσθηκαν ως υπαίτιοι για αυτές. Αντέδρασε εξ αρχής διπλασιάζοντας σε αριθμό ανδρών τη δύναμη της αστυνομίας του Μπανγκλαντές και αυξάνοντας τον αριθμό των στρατιωτών του στρατού ξηράς από 50.000 σε 90.000. Ο Ζ. Ραχμάν επικρίθηκε για το Διάταγμα Αμνηστίας (Indemnity Act) με το οποίο αμνηστεύονταν οι ενεχόμενοι στη δολοφονία του Σέιχ Μουτζιμπούρ Ραχμάν, και για το ότι ήρε την απαγόρευση πολιτικών κομμάτων βασισμένων στη θρησκεία.
Σύμφωνα με το βιβλίο του 1986 Bangladesh: A Legacy of Blood, ο Ζιαούρ Ραχμάν αποστρατεύθηκε από τον στρατό του Μπανγκλαντές στις 28 Απριλίου 1978, έχοντας προηγουμένως προαχθεί σε αντιστράτηγο από τον εαυτό του.[14][6]
Παρά το ότι ήταν γενικώς δημοφιλής και έχαιρε της εμπιστοσύνης της πλειονότητας του λαού, το γεγονός ότι αποκατέστησε κάποιους από τους πλέον αμφιλεγόμενους ανθρώπους στη σύντομη ιστορία του Μπανγκλαντές προκάλεσε την ακραία αντίδραση των υποστηρικτών της Ενώσεως Awami και βετεράνων του Μούκτι Μπαχίνι (αντάρτικο κίνημα αντιστάσεως της εποχής του αγώνα της ανεξαρτησίας). Ανάμεσα σε φόβους για ταραχές, ο Ζιαούρ Ραχμάν πραγματοποίησε περιοδεία στο Τσιταγκόνγκ στις 29 Μαΐου 1981 για να βοηθήσει και στην επίλυση μιας εσωκομματικής διαμάχης στο BNP της περιφέρειας.[15] Στις 4 το πρωί της επομένης, τρεις μικρές ομάδες αξιωματικών του στρατού επιτέθηκαν στο κυβερνητικό κτήριο Circuit House, όπου είχε καταλύσει, και δολοφόνησαν τον ίδιο και 6 από τους σωματοφύλακές του, καθώς και δύο βοηθούς του.[16]
Σχεδόν δύο εκατομμύρια άνθρωποι εκτιμάται ότι παρακολούθησαν την κηδεία του, που έγινε στην Πλατεία του Κοινοβουλίου.[17]
Το πολιτικό κόμμα που ίδρυσε ο Ζιαούρ Ραχμάν το 1978, το BNP, επεβίωσε του θανάτου του και σήμερα είναι το ένα από τα δύο κυρίαρχα κόμματα της χώρας. Από το 1984 μέχρι το 2018 αρχηγός του κόμματος ήταν η χήρα του Ζιαούρ, η Χαλέντα Ζία, και τη διαδέχθηκε ο γιος τους Ταρίκ Ραχμάν.
Τα δύο τέκνα του Ζιαούρ και της Χαλέντα ήταν ο Ταρίκ (γενν. 20 Νοεμβρίου 1967) και ο Αραφάτ Ραχμάν (1969-2015).