H ηβηφρενική σχιζοφρένεια (ηβηφρένεια) είναι μια σοβαρή αν και όχι τόσο συχνή μορφή σχιζοφρένειας. Το όνομα έχει δοθεί εν μέρει από τη λέξη ήβη που παραπέμπει στην περίοδο της εφηβείας, οπότε και εκδηλώνεται ο τύπος της ηβηφρένειας (ηλικία εκδήλωσης 15-25 ετών περίπου).
Βασικά συμπτώματα των ασθενών αποτελούν η αποδιοργάνωση της ομιλίας, της σκέψης και της συμπεριφοράς[1]. Ο λόγος εκτροχιάζεται και εμφανίζει σημαντικό βαθμό ασυναρτησίας, λεκτικούς ιδιοτροπισμούς, αυτοματισμούς και στερεοτυπίες.[2] Το συναίσθημα είναι συχνά απρόσφορο και δυσαρμονικό σε σχέση με το ερέθισμα.[3] Η συμπεριφορά είναι παιδικόμορφη, απρόβλεπτη και ιδιόμορφη. Στην πορεία το συναίσθημα γίνεται ρηχό, επίπεδο και η βούληση του ασθενή μειώνεται (αβουλία). Οι ψευδαισθήσεις και οι παραληρητικές ιδέες μπορεί να υπάρχουν, αλλά συνήθως δεν προεξάρχουν στην κλινική εικόνα.
Η ηβηφρενική σχιζοφρένεια έχει φτωχή πρόγνωση και είναι σε μεγάλο ποσοστό ανθεκτική στη θεραπεία διαταραχή[4]. Αντιψυχωτικά (η κλοζαπίνη φαίνεται να έχει καλή ένδειξη[4]) και ηλεκτροσπασμοθεραπεία[5] αποτελούν βασικές θεραπευτικές επιλογές.
Οι υπότυποι της σχιζοφρένειας δεν αναγνωρίζονται πλέον ως ξεχωριστές καταστάσεις στο DSM-5 που δημοσιεύθηκε το 2013. Η διαταραχή δεν περιλαμβάνεται πλέον ούτε στην 11η αναθεώρηση της Διεθνούς Στατιστικής Ταξινόμησης Νοσημάτων και Σχετικών Προβλημάτων Υγείας ή ICD-11. Η Αμερικανική Ψυχιατρική Ένωση επέλεξε με την πέμπτη έκδοση του Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειρίδιου Ψυχικών Διαταραχών να μη χρησιμοποιεί τους υπότυπους της σχιζοφρένειας, γιατί είχαν περιορισμένη διαγνωστική σταθερότητα, χαμηλή αξιοπιστία και εγκυρότητα. Η APA δικαιολόγησε επίσης την αφαίρεση των υποτύπων της σχιζοφρένειας από το DSM-5 επειδή δεν φαίνεται να βοηθούν στην παροχή καλύτερα στοχευμένης θεραπείας ή στην πρόβλεψη της ανταπόκρισης στη θεραπεία [6].
|website=
(βοήθεια)