Συγγραφέας | Ονορέ ντε Μπαλζάκ |
---|---|
Τίτλος | La Duchesse de Langeais |
Γλώσσα | Γαλλικά |
Ημερομηνία δημοσίευσης | 1832 |
Μορφή | μυθιστόρημα |
Σειρά | Η Ανθρώπινη κωμωδία |
Χαρακτήρες | Antoinette de Langeais |
δεδομένα ( ) |
Η δούκισσα του Λανζαί (γαλλικός τίτλος:La Duchesse de Langeais) είναι μυθιστόρημα του Ονορέ ντε Μπαλζάκ, που δημοσιεύτηκε το 1834 με τον τίτλο Ne touchez pas la hache (Μην αγγίζετε το τσεκούρι) και περιλαμβάνεται στην ενότητα Σκηνές της παρισινής ζωής της Ανθρώπινης κωμωδίας. [1]
Είναι το δεύτερο μέρος της τριλογίας Ιστορία των Δεκατριών που περιλαμβάνει επίσης τα έργα Φεραγκύς και Το κορίτσι με τα χρυσά μάτια. Το μυθιστόρημα είναι αφιερωμένο στον Φραντς Λιστ και έχει διασκευαστεί πολλές φορές για τον κινηματογράφο. [2]
Γύρω στο 1820 στο Παρίσι. Ο νεαρός Αρμάν ντε Μοντριβό, ένας πρώην στρατηγός του Ναπολέοντα και μέλος της μυστηριώδους μυστικής αδελφότητας των Δεκατριών (ένα φανταστικό είδος Τεκτονισμού με αποκρυφιστικές δυνάμεις, όπως το απεικονίζει ο Μπαλζάκ), ερωτεύεται μια από τις πιο όμορφες Παριζιάνες αριστοκράτισσες, την Αντουανέτ ντε Λανζαί. Η δούκισσα, ωστόσο, είναι μια επιπόλαιη φιλάρεσκη, επίσημα παντρεμένη, αλλά στην πραγματικότητα ζει χωριστά από τον σύζυγο, ενδιαφέρεται μόνο για χορούς και διασκεδάσεις. Φλερτάρει και δίνει ελπίδες στον Μοντριβό, όπως και σε πολλούς άλλους νεαρούς, αλλά αρνείται μια ολοκληρωμένη σχέση και τον διώχνει. Ακολουθώντας τη συμβουλή του φίλου του Ρονκερόλ, ο Μοντριβό αποφασίζει να χρησιμοποιήσει πιο αποφασιστικά μέτρα: απαγάγει τη δούκισσα και απειλεί να τη σημαδέψει στο μέτωπο με ένα καυτό σίδερο με τον σταυρό της Λωρραίνης, στη συνέχεια την ελευθερώνει και διακόπτει κάθε επαφή μαζί της. Η στάση της Αντουανέτ αλλάζει, καταλαβαίνει ότι είναι ερωτευμένη μαζί του και, μέσω της ξαδέρφης της, προσπαθεί να τον συναντήσει. Λόγω ατυχών συμπτώσεων, η συνάντηση αυτή δεν πραγματοποιείται, η γυναίκα εξαφανίζεται και ο Μοντριβό την αναζητά.[3]
Πέντε χρόνια αργότερα, ο Μοντριβό ανακαλύπτει ότι η αγαπημένη του έχει βρει καταφύγιο σε ένα μοναστήρι σε ένα ισπανικό νησί με το όνομα αδελφή Τερέζα και κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης μαζί της παρουσία της ηγουμένης, καταλαβαίνει ότι τον αγαπά ακόμη. Με τη βοήθεια των Δεκατριών κανονίζει να την απαγάγει και να επιστρέψουν στη Γαλλία. Όταν όμως φτάνουν στο κελί της δούκισσας, τη βρίσκουν νεκρή.[4]
Περιγράφοντας τη σχέση μεταξύ του Αρμάν ντε Μοντριβό και της Αντουανέτ ντε Λανζαί, ο Μπαλζάκ βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στη σύντομη θυελλώδη αλλά πλατωνική σχέση του με τη δούκισσα ντε Καστρί. Αυτή η αριστοκράτισσα αλληλογραφούσε με τον συγγραφέα αρχικά ανώνυμα, υπέγραφε ως Γυναίκα που δεν θέλει να γίνει γνωστή, και σχολίαζε έργα του. Τελικά αποκάλυψε την ταυτότητά της, ο Μπαλζάκ την ερωτεύτηκε, η επιθυμία να έρθει πιο κοντά της τον έκανε να υιοθετήσει μοναρχικές απόψεις, προσπάθησε επίσης να γίνει βουλευτής και άρχισε να ακολουθεί έναν αριστοκρατικό τρόπο ζωής.[5] Ο συγγραφέας έγινε τακτικός επισκέπτης στα αριστοκρατικά σαλόνια του Παρισιού, γεγονός που ονειρευόταν για αρκετά χρόνια. Το καλοκαίρι του 1832, παρόλο που δούλευε σε πολλά ακόμη έργα εκείνη την εποχή, πήγε μαζί της στο Αιξ-αν-Προβάνς. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, επρόκειτο να ταξιδέψουν στην Ιταλία. Απροσδόκητα, όμως, στην Ελβετία, ο συγγραφέας την εγκατέλειψε και επέστρεψε μόνος του στο Παρίσι. Ποτέ δεν αποκάλυψε τον λόγο για τον χωρισμό τους, αλλά ισχυρίστηκε ότι η σχέση μαζί της ήταν αιτία μεγάλης ταλαιπωρίας και ότι θα ανακτούσε την ηρεμία του γράφοντας.[6]
Το 1833, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Γενεύη με την Εβελίνα Χάνσκα, ο Μπαλζάκ αποφάσισε να γράψει αυτό το μυθιστόρημα εμπνευσμένο από τις εμπειρίες του με τη δούκισσα. Τελικά συμφιλιώθηκε μαζί της και διατήρησαν φιλικές σχέσεις, η πρώτη ανάγνωση του έργου έγινε στο σαλόνι της, η δούκισσα αναγνώρισε τον εαυτό της στον χαρακτήρα του τίτλου.