Στις νοηματικές γλώσσες, θέση είναι τα συγκεκριμένα σημεία που καταλαμβάνουν τα χέρια καθώς χρησιμοποιούνται για το σχηματισμό νοημάτων. Στην ορολογία του Στόκο η θέση είναι γνωστή ως TAB, συντομογραφία του λατινικού tabula. Η θέση είναι ένα από τα πέντε στοιχεία ή παραμέτρους ου σχηματίζουν ένα νόημα, μαζί με τη χειρομορφή (DEZ), τον προσανατολισμό (ORI), την κίνηση (SIG) και τα μη χειρονομικά στοιχεία.[1][2] Ο ορισμός μιας συγκεκριμένης θέσης, όπως το στήθος ή το μηνίγγι του κεφαλιού, μπορεί να θεωρηθεί φώνημα. Διάφορες νοηματικές γλώσσες κάνουν χρήση διαφορετικών θέσεων. Με άλλα λόγια, διάφορες νοηματικές γλώσσες έχουν διαφορετικώ φωνήματα για τη θέση.
Η αμερικανική νοηματική γλώσσα χρησιμοποιεί 12 θέσεις εκτός από τα ίδια τα χέρια: ολόκληρο το πρόσωπο/κεφάλι, το μέτωπο ή το φρύδι, τα μάτια ή τη μύτη, το στόμα ή το πιγούνι, το μηνίγγι, το μάγουλο ή το αυτί (η πλευρά του κεφαλιού), ο λαιμός, ο κορμός (από τους ώμους μέχρι τη μέση), το μπράτσο, τον αγκώνα ή το αντιβράχιο, το πίσω μέρος του καρπού και το εσωτερικό του καρπού. Επιπλέον, στα ασύμμετρα νοήματα που αρθρώνονται με τα δύο χέρια, το κυρίαρχο χέρι έρχεται σε επαφή με το μη κυρίαρχο χέρι, το οποίο στη συνέχεια χρησιμεύει ως η θέση του νοήματος. Ένα βόημα μπορεί επίσης να αρθρωθεί σε ουδέτερο χώρο, ο οποίος θεωρείται η προεπιλεγμένη θέση σε ορισμένα φωνολογικά μοντέλα νοηματικών γλωσσών.[3][4][5]