Η Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ είναι μία από τις ακαδημαϊκές σχολές του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ.
Ο Τζων Θόρτον Κίρκλαντ είναι ο ιδρυτής της Θεολογικής Σχολής του Χάρβαρντ το 1819.[1]
Τότε οι θεολογικές σπουδές συστηματοποιούνται. Οι πρώτοι που ενίσχυσαν οικονομικά τη σχολή ήταν οι Αντιτριαδικοί (unitarians) Οι κλάδοι που διαμορφώθηκαν ήταν πέντε: Φυσική Αποκάλυψη, Εβραϊκά, Κριτική της Βίβλου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Ποιμαντική θεολογία. Από το 1826 εισάγεται η γνώση της γερμανικής γλώσσας και αρχίζει η επιρροή της γερμανικής θεολογίας και κριτικής έρευνας. Η αλλαγή του προσανατολισμού της σχολής προς την αυστηρή επιστημονική και ιστορική έρευνα υπαγορεύθηκε από τις πολιτικές,κοινωνικές και πνευματικές συνθήκες της εποχής: αμερικανικός εμφύλιος πόλεμος, οι Γερμανόθεν νέες ιδέες, η θεωρία της εξέλιξης, η ανάπτυξη της φυσιοκρατικής φιλοσοφίας. Η περίοδος 1840-1880 χαρακτηρίζεται από έλλειψη πρωτοτυπίας και δημιουργικότητας: συντίθεται φιλοσοφία και θεολογία. Από το 1880 και μετά η έμφαση δίδεται στην ιστορική μέθοδο έρευνας.[2] Το 1908 η Θεολογική Σχολή του Andover ενώνεται με την Θεολογική Σχολή του Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ προσδίδοντάς της περισσότερο κύρος, ενώ την ίδια χρονιά εκδίδεται το περιοδικό Harvard Theological Review. Το 1918 με πρωτοβουλία της σχολής συνεκλήθη συνέδριο των Θεολογικών Σχολών ΗΠΑ και Καναδά καταλήγοντας στην ίδρυση της οργάνωσης των Αμερικανικών Θεολογικών Σχολών American Association of Theological School[2] Το 1926 έληξε η σύνδεση της Σχολής Andover με εκείνη του Χάρβαρντ. Μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο έγινε ανασυγκρότηση της Σχολής με το διορισμό νέων καθηγητών όπως του Πάουλ Τίλλιχ, του Γεώργιου Φλορόφσκι και του Μίλτωνα Ανάστο Νέα ερευνητικά κέντρα και νέες πανεπιστημιακές έδρες συστήνονται, όπως για τη μελέτη των θρησκειών και της ρωμαιοκαθολικής σκέψεως, αντιστοίχως.[3]