Η ιωδιούχος ποβιδόνη ή ευρύτερα γνωστή στην Ελλάδα ως Betadine[1] (αλλιώς γνωστή επιστημονικά ως PVP-I), είναι ευρείας εφαρμογής αντισηπτικό που χρησιμοποιείται για την απολύμανση του δέρματος πριν και μετά από χειρουργικές επεμβάσεις.[2][3] Μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο για την απολύμανση των χεριών των παρόχων υγειονομικής περίθαλψης (ιατροί, νοσηλευτές, χειρουργοί, κ.ά.), όσο και για το δέρμα του πάσχοντα.[3] Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για μικρές πληγές.[3] Μπορεί να εφαρμοστεί στο δέρμα ως υγρό ή σκόνη.[3]
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες περιλαμβάνουν ερεθισμό του δέρματος και μερικές φορές οίδημα.[2] Εάν χρησιμοποιηθεί σε μεγάλα τραύματα, μπορεί να εμφανιστούν προβλήματα στα νεφρά, υψηλό νάτριο στο αίμα και μεταβολική οξέωση.[2] Δεν συνιστάται σε γυναίκες που είναι έγκυες.[3] Η συχνή χρήση του δεν συνιστάται σε άτομα με προβλήματα θυρεοειδούς ή σε ασθενείς που λαμβάνουν λίθιο.[3]
Η ιωδιούχος ποβιδόνη είναι χημικό σύμπλεγμα ποβιδόνης, υδροϊωδίου και στοιχειακού ιωδίου.[4] Το συνιστώμενο διάλυμα περιέχει 10% ποβιδόνη, με το ολικό ιώδιο να ισούται με 10.000 ppm ή 1% σε ολικό τιτλοποιήσιμο ιώδιο.[4] Λειτουργεί απελευθερώνοντας ιώδιο που έχει ως αποτέλεσμα την θανάτωση σειράς μικροοργανισμών.[2]
Η ιωδιούχος ποβιδόνη τέθηκε σε εμπορική χρήση το 1955 στις ΗΠΑ.[5] Περιλαμβάνεται στον Κατάλογο Βασικών Φαρμάκων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας [6] και διατίθεται χωρίς ιατρική συνταγή.[7] Πωλείται με ποικίλες εμπορικές ονομασίες συμπεριλαμβανομένης της ευρέως γνωστής, ως Betadine.[3]
Η ιωδιούχος ποβιδόνη είναι ένα αντισηπτικό ευρέως φάσματος για τοπική εφαρμογή στη θεραπεία και την πρόληψη της μόλυνσης του τραύματος και τυχόν λοιμώξεων. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πρώτες βοήθειες για μικρές πληγές ή κοψίματα, εγκαύματα, εκδορές και φουσκάλες.
Η ιωδιούχος ποβιδόνη παρουσιάζει μεγαλύτερης διάρκειας αντισηπτική δράση από το βάμμα ιωδίου, λόγω της αργής απορρόφησής του μέσω των μαλακών ιστών, γεγονός που το καθιστά ως πρώτη επιλογή για μεγαλύτερες επεμβάσεις. Η χλωρεξιδίνη είναι σχεδόν διπλάσια αποτελεσματική στην πρόληψη της μόλυνσης μετά από χειρουργική επέμβαση με παρόμοιο με χαμηλότερο κίνδυνο παρενεργειών [8][9] και ο συνδυασμός υποχλωριώδους νατρίου και υποχλωριώδους οξέος σε πολύ χαμηλή συγκέντρωση είναι σημαντικά ανώτερος για την επούλωση τραυμάτων.[10]
Κατά συνέπεια, το σκεύασμα PVP-I έχει τύχει ευρείας εφαρμογής στην ιατρική ως χειρουργικό απολυμαντικό, για προ- και μετε-γχειρητικό καθαρισμό του δέρματος, για τη θεραπεία και την πρόληψη λοιμώξεων σε πληγές, έλκη, κοψίματα και εγκαύματα, για τη θεραπεία λοιμώξεων σε έλκη κατάκλισης και έλκη στάσης. Επίσης, στη γυναικολογία για κολπίτιδα που σχετίζεται με καντιντιδικές, τριχομονικές ή μικτές λοιμώξεις. Για όλους τους παραπάνω σκοπούς, το σκεύασμα έχει διαμορφωθεί σε συγκεντρώσεις 7,5%–10,0% σε μορφές διαλύματος, σπρέι, αλοιφής και μπατονέτας. Ωστόσο, η χρήση διαλύματος 10% ιωδιούχου ποβιδόνης, αν και συνιστάται, χρησιμοποιείται σπάνια, καθώς είναι ελάχιστα αποδεκτή από τους εργαζόμενους στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης και αργεί υπερβολικά να στεγνώσει.[11][12]
Λόγω αυτών των κρίσιμων ενδείξεων, στις περισσότερες περιπτώσεις θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο αποστειρωμένη ιωδιούχος ποβιδόνη. Το μη αποστειρωμένο προϊόν μπορεί να είναι κατάλληλο σε περιορισμένες περιπτώσεις στις οποίες οι ασθενείς έχουν άθικτο, υγιές δέρμα που δεν θα τεθεί σε κίνδυνο ή θα κοπεί. Η μη στείρα μορφή του ιωδίου έχει μακρά ιστορία ενδογενούς μόλυνσης με το παθογόνο Burkholderia cepacia και άλλα ευκαιριακά παθογόνα. Η ικανότητά του να φιλοξενεί τέτοια μικρόβια υπογραμμίζει περαιτέρω τη σημασία της χρήσης αποστειρωμένων προϊόντων σε οποιοδήποτε κλινικό περιβάλλον. Δεδομένου ότι τα βακτήρια αυτά είναι ανθεκτικά στο σύμπλοκο ιώδιου ποβιδόνης[13] θα πρέπει να ληφθούν υπόψη με προσοχή, ήτοι: ορισμένα βακτήρια είναι εγγενώς ανθεκτικά σε μια σειρά βιοκτόνων, συμπεριλαμβανομένης της ποβιδόνης-ιωδίου.[14]
Ρυθμιστικό διάλυμα PVP-I συγκέντρωσης 2,5% μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την πρόληψη της νεογνικής επιπεφυκίτιδας, ειδικά εάν προκαλείται από τα μικρόβια Neisseria gonorrhoeae ή Chlamydia trachomatis.
Δεν είναι επί του παρόντος σαφές εάν το PVP-I είναι πιο αποτελεσματικό στη μείωση του αριθμού των περιπτώσεων επιπεφυκίτιδας στα νεογνά σε σχέση με άλλες μεθόδους.[15] Το PVP-I φαίνεται να είναι πολύ κατάλληλο για αυτόν τον σκοπό, επειδή, σε αντίθεση με άλλες ουσίες, είναι επίσης αποτελεσματικό κατά των μυκήτων και των ιών, συμπεριλαμβανομένου του HIV και του απλού έρπητα.[16]
Χρησιμοποιείται στην πλευρόδεση, δηλαδή στη σύντηξη του υπεζωκότα λόγω αδιάκοπων υπεζωκοτικών συλλογών. Για το σκοπό αυτό, η ιωδιούχος ποβιδόνη είναι εξίσου αποτελεσματική και ασφαλλης με τον τάλκη (ταλκ) και μπορεί να προτιμάται λόγω της εύκολης διαθεσιμότητας και του χαμηλού κόστους.[17]
Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι η χλωρεξιδίνη και η αλκοόλη που χρησιμοποιούνται για τον καθαρισμό του δέρματος πριν από τη χειρουργική επέμβαση είναι καλύτερα από οποιοδήποτε σκεύασμα ιωδιούχου ποβιδόνης.[8]
Η ιωδιούχος ποβιδόνη αντενδείκνυται σε άτομα με υπερθυρεοειδισμό (υπερδραστήριο θυρεοειδή αδένα) και άλλες παθήσεις του θυρεοειδούς, μετά από θεραπεία με ραδιοϊώδιο, όπως επίσης και σε άτομα με ερπητοειδή δερματίτιδα (γνωστή ως νόσος του Duhring).[18]
Το ποσοστό ευαισθητοποίησης στην ιωδιούχο ποβιδόνη είναι 0,7%.[19]
Το ιώδιο στην ιωδιούχο ποβιδόνη αντιδρά με το υπεροξείδιο του υδρογόνου, τον άργυρο, την ταυρολιδίνη και πρωτεΐνες, όπως τα ένζυμα, καθιστώντας τα αναποτελεσματικά.
Αντιδρά επίσης με πολλές ενώσεις υδραργύρου δίνοντας τη διαβρωτική ένωση, ιωδιούχο υδράργυρο, καθώς και με πολλά μέταλλα, καθιστώντας το ακατάλληλο για την απολύμανση μετάλλων.[18]
Το ιώδιο απορροφάται στο σώμα ανάλογα με την περιοχή εφαρμογής και την κατάσταση του δέρματος. Ως εκ τούτου, αλληλεπιδρά με διαγνωστικές εξετάσεις του θυρεοειδούς αδένα, όπως διαγνωστικά ραδιοϊωδίου, καθώς και με διάφορους διαγνωστικούς παράγοντες που χρησιμοποιούνται στα ούρα και τα κόπρανα, όπως για παράδειγμα το εκχύλισμα, γουαϊάκο(Guaiacum).[18]
Η εν λόγω σύνθεση ποβιδόνης-ιώδιου είναι ένα χημικό σύμπλοκο του πολυμερούς της ποβιδόνης (PVP,πολυβινυλοπυρρολιδόνη) και του τριιωδιδίου (I−
3)[20] και συντίθεται με ανάμιξη του πολυμερούς PVP με διατομικό ιώδιο (I2), επιτρέποντας στα δύο να αντιδράσουν μεταξύ τους.[21]
Είναι ουσία διαλυτή σε κρύο και ζεστό νερό, σε αιθυλική αλκοόλη, ισοπροπυλική αλκοόλη, πολυαιθυλενογλυκόλη και σε γλυκερίνη. Η σταθερότητά του στο διάλυμα είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτή του βάμματος ιωδίου, ή του διαλύματος Lugol.
Το ελεύθερο ιώδιο, που απελευθερώνεται αργά από το σύμπλοκο ποβιδόνης-ιωδίου, θανατώνει τα κύτταρα των μικροβίων μέσω ιωδίωσης των λιπιδίων και οξείδωσης κυτταροπλασματικών και μεμβρανικών ενώσεων. Αυτός ο παράγοντας παρουσιάζει ένα ευρύ φάσμα βιοκτόνου δράσης έναντι βακτηρίων, μυκήτων, πρωτόζωων και ιών. Η αργή απελευθέρωση ιωδίου από το σύμπλοκο PVP-I στο διάλυμα ελαχιστοποιεί την τοξικότητα του ιωδίου προς τα κύτταρα των θηλαστικών.
Το διάλυμα PVP-I μπορεί να περιληφθεί σε υδρογέλες, οι οποίες μπορούν να βασίζονται σε καρβοξυμεθυλοκυτταρίνη (CMC), πολυβινυλική αλκοόλη (PVA) και ζελατίνη, ή σε διασταυρωμένο πολυακρυλαμίδιο.
Αυτές οι υδρογέλες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον επίδεσμο πληγών. Ο ρυθμός απελευθέρωσης του ιωδίου από το PVP-I εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη σύνθεση υδρογέλης: αυξάνεται με περισσότερη ποσότητα CMC/PVA, και μειώνεται όταν υπάρχει περισσότερη ζελατίνη.
Μετά την ανακάλυψη του ιωδίου από τον Μπερνάρ Κουρτουά το 1811, η ιωδιούχος ποβιδόνη έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως για την πρόληψη και τη θεραπεία δερματικών λοιμώξεων, καθώς και τη θεραπεία τραυμάτων.
Το ιώδιο έχει αναγνωριστεί ως αποτελεσματικό βακτηριοκτόνο ευρέος φάσματος και είναι επίσης αποτελεσματικό έναντι ζυμομυκήτων, μούχλας, μυκήτων, ιών και πρωτόζωων.
Τα μειονεκτήματα στη χρήση του με τη μορφή υδατικών διαλυμάτων περιλαμβάνουν τον ερεθισμό στο σημείο εφαρμογής, τοξικότητα και χρώση των γύρω ιστών. Αυτές οι αδυναμίες ξεπεράστηκαν με την ανακάλυψη και τη χρήση του ως σύνθεση PVP-I, στο οποίο το ιώδιο μεταφέρεται σε σύμπλοκη μορφή και η συγκέντρωση του ελεύθερου ιωδίου είναι πολύ χαμηλή. Η εν λόγω σύνθεση επομένως χρησιμεύει ως ιωδοφόρος.
Στην πραγματικότητα, το εμπορικό σύμπλοκο PVP-I (στη σημερινή μορφή του ως ιωδιούχος ποβιδόνη) αναπτύχθηκε για πρώτη φορά το 1955, στα ερευνητικά εργαστήρια Industrial Toxicology Laboratories στη Φιλαδέλφεια από τους ερευνητές H.A. Shelanski και M.V. Shelanski.[22]
Πραγματοποίησαν δοκιμές in vitro για να αποδείξουν την αντιβακτηριακή δράση του και διαπίστωσαν ότι το σύμπλεγμα ήταν λιγότερο τοξικό στα ποντίκια από το βάμμα ιωδίου. Κλινικές δοκιμές σε ανθρώπους έδειξαν ότι το νέο σκεύασμα είναι ανώτερο από άλλα σκευάσματα ιωδίου.[23]
Η ιωδιούχος ποβιδόνη έχει βρει εφαρμογή στον τομέα των νανοϋλικών.[25] Έχει αναπτυχθεί μια εφαρμογή επούλωσης πληγών που χρησιμοποιεί ένα στρώμα από νανοσωλήνες άνθρακα σε τοίχωμα SWNTs επικαλυμμένο σε μια μονοστιβάδα ιωδιούχου ποβιδόνης.[24]
Έρευνα είχε προηγουμένως διαπιστώσει ότι το πολυμερές πολυβινυλοπυρρολιδόνη (PVP, ποβιδόνη) μπορεί να τυλίγεται γύρω από μεμονωμένους νανοσωλήνες άνθρακα και να τους καθιστά ως υδατοδιαλυτούς.[26]
|archivedate=
και |archive-date=
specified (βοήθεια); Ελέγξτε τις τιμές ημερομηνίας στο: |archive-date=
(βοήθεια)
|archivedate=
και |archive-date=
specified (βοήθεια); Ελέγξτε τις τιμές ημερομηνίας στο: |archive-date=
(βοήθεια)
|archivedate=
και |archive-date=
specified (βοήθεια); Ελέγξτε τις τιμές ημερομηνίας στο: |archive-date=
(βοήθεια)
|archivedate=
και |archive-date=
specified (βοήθεια); Ελέγξτε τις τιμές ημερομηνίας στο: |archive-date=
(βοήθεια)
|archivedate=
και |archive-date=
specified (βοήθεια); Ελέγξτε τις τιμές ημερομηνίας στο: |archive-date=
(βοήθεια); Η παράμετρος |access-date=
χρειάζεται |url=
(βοήθεια)